Rodolia cardinalis, ως εργαλείο βιολογικής καταπολέμησης

To Rodolia cardinalis είναι σκαθάρι της οικογένειας Coccinelidae και αποτελεί ένα αποτελεσματικό αρπακτικό που χρησιμοποιείτε για την βιολογική καταπολέμηση της βαμβακάδας των εσπεριδοειδών

Του Αναγνωστόπουλου Δημήτρη,

Αγρότης- Γεωπόνος Παν. Θεσσαλίας

dvanagnosto@yahoo.gr

  1. Εισαγωγή

            To Rodolia cardinalis είναι σκαθάρι της οικογένειας Coccinelidae και αποτελεί ένα αποτελεσματικό αρπακτικό που χρησιμοποιείτε για την βιολογική καταπολέμηση της βαμβακάδας των εσπεριδοειδών (Icerya purschasi). Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί ότι είναι από τα πρώτα παραδείγματα αποτελεσματικής βιολογικής καταπολέμησης, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι τον 19ο αιώνα στην Καλιφορνια η βαμβακάδα ήταν αδύνατο να αντιμετωπιστεί μέχρι τη στιγμή που ο εντομολόγος  A. Koebele το 1888-1889 εισήγαγε το αρπακτικό από την Αυστραλία. Έτσι, επετεύχθη μέσα σε μόλις ένα έτος ο έλεγχος του παθογόνου. Μέχρι σήμερα έχει εξαπλωθεί σε πάνω από 50 χώρες, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα. (University of California and Τζανακάκης και Κατσόγιαννος, 2003)

  1. Εμφάνιση

            Τα ενήλικα είναι μικρά, περίπου 2,5 με 4 χιλιοστά, πυκνοκατοικημένα με  χρωματισμό κόκκινο και μαύρο. Τα θηλυκά είναι πιο κόκκινα ενώ τα αρσενικά πιο μαύρα (Hoddle, undated) . Τα αυγά είναι κόκκινα, ελλειπτικά ή επιμήκη περίπου 0,71 χιλιοστά στο μήκος τους και 0,34 στο πλάτος τους. Οι προνύμφες είναι κοκκινωπές αλλά οι νύμφες είναι λευκές με μήκος περίπου 0,83 χιλιοστά (Hale, 1970).

Εικόνα 1: Κατά σειρά ενήλικο, προνύμφη και αυγά πάνω στο Icerya purshaci και νύμφη του είδους Rodolia cardinalis (//nathistoc.bio.uci.edu/coleopt/Rodolia.htm)

  1. Βιολογικός κύκλος

Το έντομο έχει περίπου 8 με 12 γενιές το έτος ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες καθώς προτιμά ζεστές, ξηρές περιοχές με ιδανικές συνθήκες να αποτελούν η θερμοκρασία των 25οC (Shelton, undated). Σύμφωνα με τους Grafton-Cardwell et al. (2005) η παραγωγή αυγών μειώνεται σημαντικά από 34 ως 37 οC  ενώ  η εκκόλαψη σταματά στους 100 οC . Το θηλυκό ωοτοκεί περίπου 150 με 190 αυγά πάνω στον ωόσακο του Icerya purshaci. Ο βιολογικός κύκλος διαρκεί από 3 ως 4 εβδομάδες. Τόσο τα ενήλικα όσο και οι ώριμες προνύμφες τρέφονται με την βαμβακάδα σε όλα τα στάδια της.

Εικόνα 2:  Βιολογικός κύκλος του είδους Rodolia Cardinalis ( Grafton-Gardwell, 2002b).

Αρχικά, το ενήλικο πάει και εναποθέτει τα αυγά στον ωόσακο του Icerya purschasi, από τα οποία σε 4 με 7 ημέρες προκύπτει προνύμφη. Έπειτα ακολουθούν 4 στάδια προνυμφών, η πρώτη έχει κοκκινωπό χρωματισμό και όσο εξελίσσεται πάνω τις γίνονται πιο φανερές μαύρες κουκίδες στο τέταρτο στάδιο. Αρχικά, τρέφεται με αυγά που δεν επικαλύπτονται ικανοποιητικά από το περιβλημα του Ι. purchasi, στη συνέχεια όμως εισχωρεί μέσα στο κοκκοειδές και τρέφεται με τα αυγά του. Για να φτάσει η προνύμφη στο τελικό της στάδιο περνάνε περίπου 10 με 20 ημέρες και στην συνέχεια προσκολλάται στα φύλλα και προχωρά στο στάδιο της νύμφης για μια εβδομάδα. Τέλος, καταλήγει σε ενήλικο που ζει για 1 με 3 μήνες (Grafton-Gardwell, 2002a).

  1. Ενδιαίτημα

Το συναντάμε σε φυτά όπως ακακίες, μανόλιες, τριανταφυλλιές, εσπεριδοειδή, πυξάρι, ελιές κ.α.. Σ' όλες τις περιπτώσεις τρέφεται κυρίως με το κοκκοειδές Icerya purschasi ή άλλα Homoptera (www.bugguide.net).

  1. Έρευνες πάνω στο είδος

            Οι Causton et al. (2004) σε έρευνα που έκανα εξέτασαν αν η απελευθέρωση του Rodolia cardinalis για την καταπολέμηση του Icerya purchasi επηρεάζει σημαντικά στο σύνολο της την βιοποικιλότητα μιας περιοχής. Την υπόθεση αυτή την εξέτασαν καταμετρώντας ορισμένους οργανισμούς μη στόχους. Συμπερασματικά, κατέληξαν ότι μπορεί μεν η βιοποικιλότητα γενικά να μην επηρεάζεται σημαντικά από την εξαπόλυση του αρπακτικό, ωστόσο είχε επιπτώσεις στο είδος Margaroides similis.

            Μερικά coccinelids εκκρίνουν αλκαλοειδή που μπορεί να είναι τοξικά για αρπακτικά που τρέφονται μ' αυτά. Με βάση αυτή την περίπτωση οι Linganco et al. (2011) εξέτασαν την επίδραση των προνυμφών του Rodolia cardinalis σε δυο είδη σπίνων, Camarhynchus parvulus και Geospisa fuliginosa. Και στα δύο είδη δεν παρουσιάστηκαν τοξικές επιδράσεις αλλά τα πτηνά απέφευγαν την διατροφή με την προνύμφη του είδους διότι ίσως την θεωρούσαν μη γευστική.

            Οι Soares et al. (1999) θέλησαν να μελετήσουν την διακύμανση των πληθυσμών του Icerya purchasi και του Rodolia cardinalis σε περιβόλια εσπεριδοειδών. Διαπίστωσαν ότι η βαμβακάδα παρουσίασε 2 γενιές το έτος, μια στο τέλος της άνοιξης και μαι το φθινόπωρο. Από την άλλη το αρπακτικό φανερώνει τις προνύμφες του αρχές καλοκαιριού ενώ τα ενήλικα το φθινόπωρο. Το μέγιστο του πληθυσμού του Rodolia παρουσιάζεται ως το τέλος της περιόδου ενώ ταυτόχρονα αυτή η ενέργεια οδηγεί στο ελάχιστο τον πληθυσμό της βαμβακάδας. Το φθινόπωρο μειώνεται ο πληθυσμός των σκαθαριών (λόγω νύμφωσης) και έτσι είναι ευκαιρία για την εμφάνιση της δεύτερης γενιάς βαμβακάδας. Τα περισσότερα ενήλικα και νύμφες παρουσιάζονται στα κλαδιά και στα φύλλα του φυτού, πράγμα που φανερώνει την μετακίνηση του είδους στο φυτό.

            Οι Grafton-Gardwell and Gu (2003) μελέτησαν την επίδραση που έχουν τα εντομοκτόνα, για την αντιμετώπιση άλλων εντομολογικών παραγόντων στα εσπεριδοειδή, στο αρπακτικό Rodolia cardinalis. Οι δραστικές ουσίες imidacloprid, cyfluthrin, fenpropathrin και  buprofezin έδειξαν ότι επέφεραν σημαντική μείωση σε πληθυσμούς του σκαθαριού. Ακόμα, το πρόβλημα είναι ότι οι ψεκασμοί αυτοί είναι δύσκολο ορισμένες φορές να αποφευχθούν αν συμπίπτουν με προσβολές από άλλα έντομα.

            Σύμφωνα με τον Ragab (1995) το αρπακτικό είναι αποτελεσματικό στην Αίγυπτο όχι μόνο για το Icerya purchasi αλλά και για το συγγενές του είδος Ι. aergyptiaca που προσβάλει το καλλωπιστικό φυτό Ficus nitida. Μάλιστα, στην Αίγυπτο έχει παρουσιάσει ως αρπακτικό μεγαλύτερη εξειδίκευση στο γένος Ι. aegyptiaca. Αυτό το δεδομένο που προέκυψε είναι σημαντικό καθώς και αυτό το γένος αποτελεί εχθρό καραντίνας για πολλές χώρες.

Βιβλιογραφία

  1. Causton C.E., Lincango M.P., and Poulsom, T.G.A. 2004. Feeding range studies of Rodolia cardinalis (Mulsant), a candidate biological control agent of Icerya purchasi Maskell in the Galápagos Islands. Biological Control 29 (3): 315-325.
  2. Grafton-Gardwell. 2002a. Pest notes. Cottony Cushion Scale. Produced by IPM Education and Publications. UC Statewide IPM Program. University of California, Davis
  3. Grafton-Gardwell. 2002b. Stage of the Cottony Cushion Scale (Icerya purchasi) and its   natural enemy, the Vedalia Beetle (Rodolia cardinalis).University of California.
  4. Grafton-Cardwell, E.E. and P. Gu. 2003. Conserving vedalia beetle, Rodolia cardinalis (Mulsant) (Coleoptera: Coccinellidae), in citrus: A continuing challenge as new insecticides gain registration. J. Econ. Entomol. 96: 1388-1398. 
  5. Grafton-Cardwell, E. E., Gu, P., and G. Montez. 2005. Effects of Temperature on Development of Vedalia Beetle, Rodolia cardinalis (Mulsant). Biological Control 32: 473-478. 
  6. Hale. 1970. Biology  of Icerya purchasi and Its Natural Enemies in Hawaii. Hawaiian Entomological Society.  Vol. XX, No. 3, August, 1970. University of Hawaii, Honolulu.

7.Hoddle. Undated. Biological Control ofIcerya purchasi with Rodolia cardinalis in the Galapagos. University of California, Riverside.

  1. M. P. LincangoC. E. CaustonCalderón C. AlvarezG. Jiménez-Uzcátegui,2011.Evaluating the safety of Rodolia cardinalis to two species of Galapagos finch; Camarhynchus parvulus and Geospiza fuliginosa. Biological Control. Vol 56. Issue 2. Pages 145-149
  2. Ragab. 1995. Adaptation of Rodolia cardinalis (Mulsant) (Col., Coccinellidae) to Icerya aegyptiaca (Douglas) (Hom., Margrodidae) as compared with Icerya purchasi Mask. Journal of Applied Entomology, Volume 119, Issue 1-5,pages 621-623
  3. Shelton. Undated. Rodolia cardinalis. Biological control. A guide to Natural Enemies in North America.Cornell University. //www.biocontrol.entomology.cornell.edu/
  4. SOARES, A. O., R. B. ELIAS, H. SCHANDERL, 1999. Population dynamics of Icerya purchasi MASKELL (Horn; Margarodidae) and Rodolia cardinalis MULSANT (Col;
  5. Coccinellidae) in two citrus orchards of São Miguel island (Azores). Bol. San. Veg.Plantas, 25 (4): 459-467].
  6. University of California, Berkeley, College of Natural Resources. History and Development of Biological Control. //www.cnr.berkeley.edu
  7. www.bugguide.net
  8. Τζανακάκης Μ.Ε. , Κατσόγιαννος Β.Ι.,2003. Έντομα καρποφόρων δέντρων και αμπέλου. Αθήνα. Εκδόσεις Αγρότυπος. 360 σελ.