Η ελιά έχει αρκετούς εντομολογικούς εχθρούς και ασθένειες που μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές ζημίες. Η προστασία των καρποφόρων δένδρων για να είναι αποτελεσματική θα πρέπει να γίνεται με τις κατάλληλες στρατηγικές.
Εχθροί
Δάκος
O Δάκος είναι μονοφάγο είδος και αποτελεί το σοβαρότερο εχθρός της ελιάς, προσβάλοντας αποκλειστικά τους καρπούς της.
Προκαλεί μείωση της παραγωγής και υποβάθμιση της ποιότητας του ελαιόλαδου που πρόκειται να παραχθεί και σε περίπτωση μη αποτελεσματικής αντιμετώπισης, η μείωση της παραγωγής μπορεί να φτάσει στο 50-80%.
Στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας έχει 3-4 γενεές το έτος. Οι πρώτες προσβολές εμφανίζονται τον Ιούνιο – Ιούλιο όταν ο καρπός είναι επιδεκτικός για την ωοτοκία.
Το θηλυκό τρυπάει με τον ωοθέτη του τον καρπό, όταν αυτός είναι ακόμη μαλακός και εναποθέτει ένα αυγό. Η προνύμφη στη συνέχεια τρέφεται εντός του καρπού με τη σάρκα δημιουργώντας στοές και όταν πλέον έχει αναπτυχθεί, ανοίγει οπή εξόδου.
Οι προσβεβλημένοι ιστοί του καρπού μαυρίζουν και σαπίζουν. Ο καρπός εν τέλει πέφτει ή να παραμείνει στο δένδρο. Η προσβολή από τον δάκο μπορεί να ευνοήσει δευτερογενείς μολύνσεις του καρπού από μύκητες.
Τα ενήλικα ωοτοκούν από τον Ιούνιο έως το Νοέμβριο ενώ, η ωοτοκία ευνοείται σε θερμοκρασίες 20-28°C και σταματάει σε θερμοκρασίες μικρότερες των 15°C και μεγαλύτερες των 33°C.
Πυρηνοτρήτης
Ο Πυρηνοτρήτης είναι ένα ολιγοφάγο είδος που προσβάλει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς της ελιάς.
Έχει 3 γενεές το έτος και η κάθε γενεά εξελίσσεται σε διαφορετικό μέρος του φυτού. Η πρώτη γενεά εξελίσσεται στα άνθη και λέγεται ανθόβια γενεά. Η δεύτερη στον καρπό και ονομάζεται καρπόβια γενεά, ενώ η τρίτη στα φύλλα οπότε είναι η φυλλόβια γενεά.
Στα άνθη, η προσβολή γίνεται από τις προνύμφες της 1ης γενεάς . Η κάθε μία προσβάλει συνήθως 3 ή περισσότερα άνθη, τα οποία ενώνει με νήματα.
Η ζημιά στα άνθη δεν θεωρείται αξιόλογη γενικά, διότι καταστρέφεται μόνο ένα μικρό ποσοστό των ανθέων που πρόκειται να δώσουν καρπούς.
Αυτό βέβαια εξαρτάται από το μέγεθος της ανθοφορίας κάθε δένδρου και από την πυκνότητα του πληθυσμού του εντόμου. Αν η ανθοφορία είναι πολύ μικρή και η προσβολή πολύ μεγάλη, τότε η ζημιά θα είναι σοβαρή.
Η πιο μεγάλης οικονομικής σημασίας ζημιά στην παραγωγή προκαλείται από την προσβολή των καρπών. Αμέσως μετά την καρπόδεση, η προνύμφη της 2ης γενεάς μπαίνει στο μεσοκάρπιο και εγκαθίσταται ανάμεσα στον πυρήνα και στο σπέρμα.
Η στοά που έχει δημιουργήσει ζημιώνει τον ποδίσκο ή κόβει τα ηθμώδη αγγεία με τα οποία μεταφέρονται τα θρεπτικά στοιχεία για την ανάπτυξη του καρπού. Τότε ο καρπός μαραίνεται, ξεραίνεται, μαυρίζει, ζαρώνει και πέφτει.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου, όταν ο ελαιόκαρπος είναι αρκετά μεγάλος, παρατηρείται η δεύτερη περίοδος καρπόπτωσης, κατά την οποία ο καρπός επίσης ζαρώνει, μαυρίζει και πέφτει.
Παρλατόρια
Η Παρλατόρια αποτελεί ένα πολυφάγο κοκκοειδές που προσβάλει πολύ συχνά και την ελιά και έχει κατά κανόνα 2 γενιές το χρόνο.
Διαχειμάζει βασικά σαν ενήλικο γονιμοποιημένο θηλυκό και κατά δεύτερο λόγο σαν προνύμφη δευτέρου σταδίου.
Τα θηλυκά ενήλικα ωοτοκούν την άνοιξη, συνήθως περί τον Απρίλιο για 1,5-2 μήνες, περίπου 60 αυγά, ιώδους χρώματος και μετά πεθαίνουν.
Οι ζημιές που προκαλούνται μπορεί να είναι σημαντικές τόσο στον καρπό, όσο και στο ίδιο το δένδρο. Το έντομο προσβάλει τα φύλλα, τους κλάδους, τον κορμό και τους καρπούς.
Στους κλάδους δημιουργούνται ερυθρές κηλίδες και παρατηρείται ακόμη και παραμόρφωση. Μετά από έντονη προσβολή οι κλάδοι φαίνονται καχεκτικοί και οδηγούνται στην ξήρανση.
Στους καρπούς εμφανίζονται κυκλικές, κοκκινόμαυρες κηλίδες που οδηγούν στην παραμόρφωσή τους.
Την ζημιά στον καρπό προκαλούν ως επί το πλείστον τα άτομα της 2ης γενεάς.
Η περιεκτικότητα των καρπών σε λάδι στις ελαιοποιήσιμες ποικιλίες μπορεί να μειωθεί μέχρι και 20%, ενώ οι επιτραπέζιες, οι οποίες ζημιώνονται περισσότερο από την προσβολή, δεν είναι πλέον κατάλληλες για κονσερβοποίηση.
Ασθένειες
Κυκλοκόνιο
Ο μύκητας αναπτύσσεται σε θερμοκρασία 7-30οC (άριστη 10-20ο C) και σχετική υγρασία πάνω από 80%. Μπορεί να παρατηρηθούν μολύνσεις κατά τη διάρκεια όλου του έτους με μεγαλύτερη ένταση της ασθένειας το φθινόπωρο και την άνοιξη, εφόσον υπάρχουν οι κατάλληλες θερμοκρασίες και οι απαιτούμενες βροχοπτώσεις.
Οι μολύνσεις της άνοιξης αποτελούν την πηγή μολύσματος για τις προσβολές του φθινοπώρου.
Προσβάλει κυρίως τα φύλλα του δέντρου αλλά μπορεί να προσβληθούν και οι μίσχοι των φύλλων, οι ποδίσκοι των ανθέων, ταξιανθιών και καρπών. Σπανιότερα παρατηρούνται προσβολές στους καρπούς και τους βλαστούς.
Αρχικά παρατηρούνται στην πάνω επιφάνεια των φύλλων τεφροκαστανές κηλίδες με ασαφή όρια διαμέτρου.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι οι κηλίδες είναι πιο έντονες και επεκτείνονται με πιο γρήγορο ρυθμό.
Σε έντονες προσβολές τα φύλλα κιτρινίζουν και ξηραίνονται και παρατηρείται φυλλόπτωση και ξήρανση πολλών αποφυλλωθέντων κλάδων κυρίως σε ευαίσθητες ποικιλίες και σε περιοχές με υγρό κλίμα.
Η πρόωρη φυλλόπτωση οδηγεί σε εξασθένηση του δέντρου και μακροχρόνια σε ακαρπία. Τα συμπτώματα είναι πιο εμφανή σε παλαιότερα φύλλα και στα κατώτερα μέρη του δέντρου.
Η προσβολή στους κλάδους εντοπίζεται κυρίως στα τρυφερά μέρη της νέας βλάστησης με τα συμπτώματα να είναι ίδια με αυτά των φύλλων.
Στους μίσχους των φύλλων και στους ποδίσκους των ανθέων και ταξιανθιών εμφανίζονται επιμήκεις και τεφροκαστανές κηλίδες με αποτέλεσμα την ανθόπτωση και την καρπόπτωση.
Στους καρπούς, οι οποίοι προσβάλλονται σπάνια και κατά την ωρίμανσή τους, εμφανίζονται μικρές, καστανές κηλίδες ελαφρά βυθισμένες.
Καρκίνωση
Η ασθένεια οφείλεται στο βακτήριο Pseudomonas savastanoi. Η ασθένεια εκδηλώνεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, εφόσον ο καιρός είναι υγρός και υπάρχουν πληγές στα δένδρα.
Πολλές και σημαντικές μολύνσεις παρατηρούνται μετά από χαλάζι ή παγετό. Το βακτήριο αναπτύσσεται σε θερμοκρασίες μεταξύ 1-35οC (άριστη 25-26οC). Σημαντικό ρόλο στην εξάπλωση της ασθένειας παίζει επίσης ο δάκος της ελιάς.
Η προσβολή γίνεται ορατή στα υπέργεια τμήματα του δένδρου, ιδιαιτέρως στους βλαστούς, στους κλάδους και στον κορμό, όπου παρουσιάζονται καρκινώματα (όγκοι). Το βακτήριο μπορεί επίσης να επεκτείνει τη δράση του και στο ριζικό σύστημα του δένδρου.
Στους πράσινους καρπούς εμφανίζονται κυκλικές καστανόμαυρες κηλίδες με μια χλωρωτική περιοχή γύρω τους, οι οποίες είναι αρχικά υπερυψωμένες και στη συνέχεια βυθίζονται ελαφρά.
Με την πρόοδο της ασθένειας η κηλίδα σχίζεται και από μέσα εξέρχεται μια γλοιώδης ουσία που περιέχει βακτήρια. Αποτέλεσμα της προσβολής των καρπών είναι η υποβάθμιση της ποιότητάς τους, ειδικά αν προορίζεται για κονσερβοποίηση.