Η αγορά τυροκομικών στη Γαλλία εμφάνισε άνοδο

Η Γαλλία θεωρείται η «χώρα του τυριού» με το εύρος των ειδών του να υπερβαίνει τα 400. Όσον αφορά τη μέση ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση τυροκομικών οι Γάλλοι καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση στον κόσμο (το 92% των Γάλλων καταναλώνει τυροκομικά προϊόντα τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, και η μέση ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση ανέρχεται σε 24 κιλά), ενώ η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως, με την ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση τυροκομικών να προσεγγίζει τα 30 κιλά.

Η αγορά τυροκομικών στη Γαλλία εμφάνισε άνοδο κατά τα τελευταία έτη καθώς στηρίζεται σε ισχυρές βάσεις και διαθέτει προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης. Επιπλέον, παρατηρείται αύξηση της τάξεως του 2,2 % σε αξία και 2,5 % σε όγκο. Οι πωλήσεις των τυροκομικών προϊόντων αυξάνονται με ταχύτερο ρυθμό (2,5%) συγκριτικά με το μέσο όρο αύξησης των προϊόντων ευρείας κατανάλωσης (1,9 %).

Το 2006 ο κύκλος εργασιών των τυροκομικών βιομηχανιών ανερχόταν σε 6.253 εκατομμύρια ευρώ και αποτελούσε το 36,1% του συνολικού κύκλου εργασιών των γαλακτοκομικών βιομηχανιών της Γαλλίας. Ο κύκλος εργασιών των παραγωγικών μονάδων βόειων τυροκομικών προϊόντων αυξήθηκε σε 5.176 εκατομμύρια ευρώ. Κατά την ίδια περίοδο, ο κύκλος εργασιών των βιομηχανιών παραγωγής τυριών από πρόβειο γάλα κυμαινόταν σε 587 εκατομμύρια ευρώ ενώ των τυριών κατσικίσιου γάλακτος σε 490 εκατομμύρια ευρώ.

Η μεγαλύτερη ποικιλία τυροκομικών ειδών αποτελείται από προϊόντα προερχόμενα από διαδικασία βιομηχανοποίησης. Επιπλέον, η Ε.Ε επέβαλε την τήρηση ενιαίων υγειονομικών κανόνων, γεγονός που ευνοεί την βιομηχανοποίηση των τυροκομικών προϊόντων. Η μεταβλητότητα της παγκόσμιας πορείας των βιομηχανοποιημένων γαλακτοκομικών προϊόντων επηρεάζει, ωστόσο, την αποδοτικότητα των παραγωγών και εντείνει τον ανταγωνισμό στον εν λόγω τομέα.

Στον τομέα παρασκευής τυροκομικών στη χώρα δραστηριοποιούνται τόσο μεγάλοι όμιλοι επιχειρήσεων (όπως για παράδειγμα η εταιρεία Bel), όσο και οικογενειακοί όμιλοι (π.χ η εταιρεία Bongrain) και όμιλοι συνεταιρισμών (π.χ Sodiaal, Eurial).

Εγχώρια παραγωγή τυροκομικών

Το 2007 παρήχθησαν στη Γαλλία 1.897.000 τόνοι τυροκομικών (εκτός των τυριών σε κρεμώδη μορφή) εκ των οποίων:

  • 1.722.000 τόνοι από αγελαδινό γάλα (εκτός τυριών με κρεμώδη μορφή),
  • 88.000 τόνοι από κατσικίσιο γάλα
  • 60.000 τόνοι από πρόβειο γάλα

Το 2008, παρατηρήθηκε ελαφρά αύξηση στην παραγωγή τυροκομικών και συγκεκριμένα, η ποσότητα παραγωγής κατσικίσιων τυριών αυξήθηκε κατά 2,6% συγκριτικά με το 2007. Τα τυροκομικά προϊόντα προέλευσης βοείου γάλακτος αποτελούν το 91% της συνολικής παραγωγής, τα κατσικίσια τυριά το 5% και τα τυριά από πρόβειο γάλα το 3%.

Καταναλωτικές προτιμήσεις

Η μεγαλύτερη κατανάλωση τυροκομικών προϊόντων στη χώρα συγκεντρώνεται κυρίως στις περιοχές της Βόρειας και Ανατολικής Γαλλίας. Οι πωλήσεις τυριών έμμενταλ (emmental) και καμαμπέρ (camembert) είναι οι υψηλότερες στη χώρα. Συγκεκριμένα, τα τυριά καμαμπέρ καταναλώνονται περισσότερο στις περιοχές της Δυτικής και Βόρειας Γαλλίας και τα τυριά έμμενταλ διατίθενται σε μεγάλες ποσότητες στο βόρειο και στο νότιο-ανατολικό τμήμα της χώρας. Τα κρεμώδη τυριά (fromages fondus¬) προτιμώνται στην Ανατολική, Κεντρο-Ανατολική και Νοτιο-Ανατολική Γαλλία. Συνολικά, ανά την επικράτεια, τα 6 πλέον δημοφιλή είδη τυριών είναι τα κάτωθι:

  • έμμενταλ (emmental)
  • καμαμπέρ (camembert)
  • κατσικίσιο τυρί (chèvres)
  • κρεμώδη τυριά (fromages fondus)
  • κουλομιέρ (coulommier)
  • κοντέ (comté)

Τα τυροκομικά είδη με ιδιαίτερα έντονη γεύση προτιμώνται από τους άνδρες ενώ τα τυριά με ήπια γεύση, φρέσκα είτε σε κρεμώδη μορφή καταναλώνονται περισσότερο από τις γυναίκες. Η κατανάλωση τυριών αυξάνεται σταδιακά με την πάροδο της ηλικίας, ωστόσο στην τρίτη ηλικία αλλάζουν οι καταναλωτικές συνήθειες, καθώς οι ηλικιωμένοι στρέφονται σε ελαφριά τυριά τύπου «light». Η πλειοψηφία των Γάλλων συνηθίζει να καταναλώνει τυροκομικά προϊόντα μετά το κυρίως γεύμα, συνοδευόμενα ως επί τω πλείστον με γλυκό κρασί. Η δαπάνη των γαλλικών νοικοκυριών για τυροκομικά προϊόντα αντιπροσωπεύει το 7% του συνολικού προϋπολογισμού τους για είδη διατροφής και το 42% του συνολικού προϋπολογισμού τους ως προς το σύνολο δαπανών που αφορούν τα γαλακτοκομικά είδη.

Δίκτυα διανομής

Τα σημαντικότερα δίκτυα διανομής τυροκομικών προϊόντων στη Γαλλία αποτελούν κυρίως οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής πώλησης (υπεραγορές τροφίμων), με ποσοστό 43,7 % επί του συνολικού όγκου πωλήσεων και ακολουθούν τα σούπερ-μάρκετ με ποσοστό 34,2 %, τα μεγάλα εκπτωτικά καταστήματα (hard-discount) με ποσοστό 18,9 % και τέλος τα μικρά παραδοσιακά εμπορικά καταστήματα τροφίμων με ποσοστό μόλις 3,2 %.

Εξαγωγές – εισαγωγές τυροκομικών προϊόντων

Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της αρμόδιας Υπηρεσίας Τελωνείων της Γαλλίας, η αξία εισαγωγών τυροκομικών προϊόντων στο διάστημα 2010-2012, παρουσιάζει μια αύξηση της τάξεως του 9,46%. Συγκεκριμένα, το 2010 η αξία των εισαγωγών ανήλθε σε 1.059.073.627 ευρώ, το 2011 σε 1.144.372.753 ευρώ και το 2012 σε 1.159.367.380 ευρώ. Οι εισαχθείσες ποσότητες διαμορφώθηκαν σε 277.093.841 τόνους το 2010, 272.216.775 το 2011 και 280.313.402 το 2012, αντίστοιχα. Οι σημαντικότερες χώρες προέλευσης τυροκομικών ειδών προς τη Γαλλία είναι οι: Ιταλία, Γερμανία, Βέλγιο, Ελβετία, Ιρλανδία και Ισπανία. Ως προς την Ιταλία παρατηρείται αύξηση της αξίας των εξαγωγών της προς τη Γαλλία από το 2010 μέχρι το 2012 της τάξεως του 12,5% (293.325.114 ευρώ το 2010 σε 330.095.733 ευρώ το 2012). Η Γερμανία πραγματοποίησε εξαγωγές τυροκομικών αξίας 211.784.183 ευρώ προς τη Γαλλία το 2012, το Βέλγιο 71.106.879 ευρώ, η Ελβετία 46.668.382 ευρώ, η Ιρλανδία 36.699.921 ευρώ και η Ισπανία 28.639.929 ευρώ την ίδια περίοδο. Η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλά στην κατάταξη χωρών εξαγωγής τυροκομικών προϊόντων προς τη Γαλλία, με συνολική αξία 8.375.841 ευρώ το 2010 και 10.307.566 ευρώ το 2012, με τις εξαγωγές της να αυξάνονται κατά 23 %. Συγκεκριμένα, το 2012 οι εξαγωγές της ελληνικής φέτας προς τη Γαλλία παρουσίασαν αύξηση της τάξεως του 30% (9.720.152 ευρώ) συγκριτικά με το 2010 (7.452.387 ευρώ). Επίσης, η αξία εισαγωγών φέτας στη Γαλλία παρουσιάζει αύξηση το 2012 (25.820.870 ευρώ) σε σχέση με το 2010 (22.040.131 ευρώ), εκ της οποίας το μερίδιο της ελληνικής φέτας το 2012 αντιστοιχεί στο 38% επί των συνολικών γαλλικών εισαγωγών φέτας, ενώ το 2010 στο 34% περίπου (αύξηση 4%). Σε συνέχεια των κυριότερων εξαγωγών λευκών τυριών –τύπου «φέτας», η Δανία βρίσκεται στην δεύτερη θέση με σταδιακή αύξηση σε 9.168.696 ευρώ το 2012 σε σχέση με τα 7.255.737 ευρώ το 2010. Η Ιταλία θεωρείται ο τρίτος σημαντικότερος εξαγωγέας λευκών τυριών –τύπου «φέτας» προς τη Γαλλία με την αξία των εξαγωγών της το 2011 να κυμαίνεται σε 5.035.948 ευρώ ενώ το 2012 διαπιστώνεται μικρή πτώση στα 4.398.724 ευρώ. Η Ελλάδα εξάγει επίσης προς τη Γαλλία κεφαλοτύρι, κεφαλογραβιέρα και κασέρι.

Οι εξαγωγές των γαλλικών τυροκομικών προϊόντων είναι περίπου διπλάσιες από τις αντίστοιχες εισαγωγές στον συγκεκριμένο τομέα. Το 2010 η αξία των εξαγωγών ανήλθε σε 2.677.404.107 ευρώ, με ποσότητες που έφθασαν τους 639.475.966 τόνους. Το 2012, η αξία των εξαγωγών ανήλθε σε 2.885.158.016 ευρώ που αντιστοιχεί σε αύξηση της τάξεως του 7% περίπου, ενώ ως προς την ποσότητα καταγράφθηκε αντίστοιχη αύξηση της τάξεως του 5%, από 639.475.966 τόνους το 2010 σε 675.324.030 το 2012. Οι σημαντικότερες χώρες προορισμού των γαλλικών τυροκομικών προϊόντων είναι οι ακόλουθες: Γερμανία, Βέλγιο, Ισπανία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ηνωμένο Βασίλειο. Η αξία των εξαγωγών γαλλικών τυριών προς την Ιταλία αυξήθηκε κατά 2,2% το 2012 συγκριτικά με το 2010 (674.047.407 ευρώ και 659.198.996 ευρώ αντίστοιχα). Το Βέλγιο αποτελεί τον δεύτερο σημαντικότερο εισαγωγέα τυροκομικών προϊόντων από τη Γαλλία αφού για το 2012 η αξία των εισαγωγών του διαμορφώθηκε στα 374.956.257 ευρώ σε σχέση με τα 350.152.322 ευρώ του 2010 με αποτέλεσμα να παρουσιάζει αύξηση της τάξεως του 7%. Στη συνέχεια, το 2012 η αξία των εισαγωγών γαλλικών τυριών στην Ισπανία αυξήθηκε (261.520.529 ευρώ) κατά 11% συγκριτικά με την αντίστοιχη αξία του 2010 (235.631.467 ευρώ). Η Ιταλία εισήγαγε ποσότητες τυριών από τη Γαλλία αξίας 192.156.496 ευρώ, το Λουξεμβούργο 169.139.036 και το Ηνωμένο Βασίλειο 132.844.372, το 2012.

Τέλος, σχετικά με την αξία εισαγωγών και εξαγωγών ορισμένων ειδών τυριών ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 2012 οι δαπάνες για τις εισαγωγές τυριού τσένταρ (cheddar) αυξήθηκαν στα 39.275.195 ευρώ σε σχέση με τα 36.871.752 ευρώ του 2010. Παρομοίως, παρατηρείται αύξηση των εξαγωγών ύψους 8,2% το 2012 (37.667.248 ευρώ) συγκριτικά με το 2010 (29.434.365 ευρώ). Επίσης, ως προς τη φέτα η αξία εισαγωγών της Γαλλίας παρουσιάζει αύξηση το 2012 (25.820.870 ευρώ) σε σχέση με το 2010 (22.040.131 ευρώ). Οι εισαγωγές του κεφαλοτυριού το 2010 κυμάνθηκαν στο επίπεδο των 43.273 ευρώ και το 2012 μειώθηκαν κατακόρυφα στα 12.236 ευρώ. Αντίθετα, η αξία εξαγωγών κεφαλοτυριού από τη Γαλλία παρουσίασε σταδιακή άνοδο της τάξεως του 23% κατά το διάστημα 2010-2012, με την αξία των εξαγωγών να διαμορφώνεται το 2012 σε 116.357 ευρώ από 72.120 ευρώ το 2010. Όσον αφορά τις εισαγωγές κίτρινων τυριών (κεφαλογραβιέρα και κασέρι) αυτές μειώθηκαν κατά 15% το 2012 (392.879 ευρώ) συγκριτικά με το 2010 (2.582.997 ευρώ), ενώ οι εξαγωγές του 2012 υπερδιπλασιάστηκαν (421.635 ευρώ) σε σχέση με εκείνες του 2010 (209.429 ευρώ). Επίσης, σημειώνεται μικρή αύξηση της τάξεως του 3% στις εισαγωγές του κίτρινου τυριού γκούντα (gouda) στο διάστημα 2010-2012 (2010: 57.170.712 ευρώ και 2012: 58.735.750 ευρώ) ενώ διαπιστώνεται αντίστοιχη μείωση στις εξαγωγές του (2010: 4.843.446 ευρώ και 2012: 3.816.339 ευρώ). Σχετικά με τις εισαγωγές του κίτρινου τυριού καντάλ (cantal) αυτές αυξήθηκαν εντυπωσιακά το 2012 (856.844 ευρώ) από 239.971 ευρώ που ήταν το 2010 ενώ οι εξαγωγές το 2012 μειώθηκαν (1.291.955 ευρώ) συγκριτικά με το 2010 (1.383.628 ευρώ). Στα τυριά με κρεμώδη υφή -όπως το καμαμπέρ (camembert) και τo μπρί (brie) - παρατηρούνται αυξομειώσεις. Συγκεκριμένα, η αξία εξαγωγών του καμαμπέρ κινήθηκε σε υψηλά ποσά το 2012 (98.247.785 ευρώ) σε σχέση με το 2010 (89.733.549 ευρώ), ενώ οι εισαγωγές του μειώθηκαν το 2012 (494.615 ευρώ) συγκριτικά με εκείνες του 2010 (1.620.288 ευρώ) κατά 30%. Επιπλέον, οι εισαγωγές του μπρί αυξήθηκαν το 2012 (2.030.034 ευρώ) σε σχέση με το 2010 (1.241.103 ευρώ) και οι εξαγωγές του αυξήθηκαν το 2012 (324.095.629 ευρώ και 2010: 283.723.796 ευρώ).

Πηγή: Γραφείο Ο.Ε.Υ. Παρισίων