Η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα ξεκίνησε με ελπιδοφόρα μηνύματα αλλά μια σειρά παραγόντων όπως η οικονομική κρίση και η έλλειψη μιας «ενιαίας φωνής», κράτησαν πίσω τον τομέα. Παράλληλα, ο νέος κανονισμός της ΕΕ για τη βιολογική γεωργία είναι πιο γραφειοκρατικός περιπλέκοντας μια ήδη δύσκολη κατάσταση στον εν λόγω τομέα στην Ελλάδα, σύμφωνα με βιοκαλλιεργητές.
Η Βιολογική Γεωργία είναι ένα σύστημα παραγωγής που βασίζεται στην υγεία του εδάφους, των οικοσυστημάτων και των ανθρώπων. Στηρίζεται σε οικολογικές διαδικασίες, τη βιοποικιλότητα και κύκλους που είναι προσαρμοσμένοι στις τοπικές συνθήκες, και απαγορεύει τη χρήση εισροών, με αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.
Η κατάσταση σε ευρωπαϊκό επίπεδο
Η Ευρώπη είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες στη βιολογική γεωργία σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο τομέας αυξάνεται κατά 5% ετησίως και αυτό οφείλεται στην υψηλή ζήτηση της αγοράς, στις νομικές απαιτήσεις για τη βιολογική παραγωγή σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στα μέτρα της ΕΕ που λειτουργούν ως οικονομικό κίνητρο για τη μετατροπή και τη συντήρηση της βιολογικής παραγωγής.
Με βάση τα τελευταία στατιστικά στοιχεία, το 2013 η γεωργική γη που καλλιεργήθηκε βιολογικά στην ΕΕ ήταν 10,2 εκατομμύρια εκτάρια. Το ποσοστό της βιολογικής γεωργικής γης έχει φτάσει το 5,7%. Οι χώρες που έχουν τη μεγαλύτερη γεωργική έκταση είναι η Ισπανία – 1,6 εκατομμύρια εκτάρια, Ιταλία – 1,3 εκατομμύρια εκτάρια, Γαλλία και Γερμανία – 1,1 εκατομμύρια εκτάρια.
Μια από τις σημαντικότερες εξελίξεις για τη βιολογική γεωργία στην ΕΕ είναι το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε πρόταση για ένα νέο κανονισμό για τα βιολογικά τρόφιμα και τη βιολογική γεωργία και ένα νέο σχέδιο δράσης το 2014. Η πρόταση αυτή τη στιγμή είναι στον τρίλογο της ευρωπαϊκής νομοθετικής διαδικασίας και κατά πάσα πιθανότητα θα εγκριθεί μέχρι το τέλος του 2016 και να εφαρμοστεί σε κράτη μέλη της ΕΕ από το 2018.
Η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) (2014-2020) αναγνωρίζει τον ρόλο της βιολογικής γεωργίας να ανταποκριθεί στη ζήτηση των καταναλωτών για πιο φιλικές προς το περιβάλλον γεωργικές πρακτικές: Στον πρώτο πυλώνα θα επωφεληθούν από τις πράσινες άμεσες πληρωμές χωρίς καμία περαιτέρω υποχρεώση, λόγω της συνολικής σημαντικής συμβολής τους στους περιβαλλοντικούς στόχους.
Από την άλλη πλευρά, το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την περίοδο προγραμματισμού 2014 – 2020 θα τονίσει περαιτέρω τη σημασία της βιολογικής γεωργίας και θα αυξήσει την προβολή της στην ανάπτυξη της υπαίθρου μέσω της δημιουργίας ενός ξεχωριστού μέτρου «βιολογική γεωργία» που χρηματοδοθείται μέσα από τον δεύτερο πυλώνα, την Αγροτική Ανάπτυξη.
Η ιστορία των βιολογικών στην Ελλάδα
Η βιολογική γεωργία ξεκίνησε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ως ένα οικολογικό κίνημα από ανθρώπους που νοιάζονταν για το περιβάλλον και έψαχναν μια διαφορετική προσέγγιση της γεωργίας, των τροφίμων και του περιβάλλοντος.
Αναζητούσαν δηλαδή μια εναλλακτική στη συμβατική γεωργία.
Ένα από τα κύρια εμπόδια στην αρχή ήταν το γεγονός ότι δεν υπήρχε επίσημος φορέας πιστοποίησης, αλλά τα πράγματα άρχισαν να εξελίσσονται όταν Ευρωπαίοι – κυρίως Ολλανδοί και Γερμανοί – έδειξε ενδιαφέρον για την πιστοποίηση ορισμένων βιολογικών προϊόντων, όπως η οργανική κορινθιακή σταφίδα και το βιολογικό ελαιόλαδο. Έτσι, η διαδικασία μετατροπής των γεωργικών εκμεταλλεύσεων άρχισε με αργούς ρυθμούς και υπό την εποπτεία φορέων πιστοποίησης του εξωτερικού.
Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει πιο γρήγορα με την εισαγωγή του πρώτου κανονισμού της ΕΕ για τη βιολογική γεωργία 2092/91 και την εισαγωγή των επιδοτήσεων για τις χώρες της ΕΕ το 1996, μετά την έκδοση του κανονισμού 2078/92. Με την εισαγωγή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, δημιουργήθηκε ο πρώτος ελληνικός φορέας πιστοποίησης, ΔΗΩ, ο οποίος ενίσχυσε την ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας εκείνη την εποχή. Το 2011, υπήρξε μια μείωση στο μέγεθος της βιολογικής γεωργικής γης λόγω της οικονομικής κρίσης και τις καθυστερήσεις στις επιδοτήσεις.
Η σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα
Το 2013, η Ελλάδα είχε μια περιοχή 383.606 εκταρίων υπό βιολογική καλλιέργεια, ενώ το 2012 ήταν 462.618 εκτάρια – μια μείωση της τάξης του 17%, κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης και των σοβαρών καθυστερήσεων της καταβολής των επιδοτήσεων.
Οι βιοκαλλιεργητές στην Ελλάδα ήταν 23.433, αρκετά μεγάλος αριθμός σε σχέση με το μέγεθος του καλλιεργήσιμης γης το οποίο δείχνει ότι η βιολογική γεωργία στην Ελλάδα είναι ως επί το πλείστον μικρής κλίμακας, καθώς επίσης και για γεωμορφολογικής λόγους. Υπάρχουν 1551 επεξεργαστές και 4 εισαγωγείς. Το μερίδιο αγοράς της βιολογικής γεωργίας λιανικώς έχει φτάσει πλέον € 60.000.000 που αντιστοιχεί σε 0,4% της συνολικής αγοράς.
Τα κύρια κανάλια διανομής για τα βιολογικά προϊόντα είναι μέσα από σούπερ μάρκετ και καταστήματα βιολογικών προϊόντων, φθάνοντας περίπου το 50% της αγοράς. Ο συνολικός αριθμός των καταστημάτων που πωλούν βιολογικά προϊόντα δεν μπορούν να τεκμηριωθούν με ακρίβεια διότι η πιστοποίηση είναι απαραίτητη μόνο για τα καταστήματα που πωλούν φρέσκα βιολογικά προϊόντα και όχι για αυτά που πωλούν τα μεταποιημένα προϊόντα.
Το υπόλοιπο μέρος των προϊόντων πωλείται μέσω των αγορών βιοκαλλιεργητών και απευθείας πωλήσεων. Δεδομένου ότι οι αγορές βιοκαλλιεργητών είναι αρκετά κοινές στην Ελλάδα, υπάρχουν επίσης μια σειρά από περιφερειακές ενώσεις που εκπροσωπούν και την οργάνωση των αγορών βιοκαλλιεργητών. Μερικές από τις κύριες οργανώσεις είναι ο Σύλλογος Βιοκαλλιεργητών Αγορών Αττικής, η Ένωση Αγροτών Βιοκαλλιεργητών Βόρειας Ελλάδας κλπ.
Δεν υπάρχει ενιαίος φορέας εκπροσώπησης των βιοκαλλιεργητών σε εθνικό επίπεδο, λόγω διαφωνίας πάνω σε βιολογικά ζητήματα των αγροτών βόρειας και νότιας Ελλάδας.
Αναφορικά με τα βιολογικά προϊόντα που πωλούνται, περίπου το 1/3 είναι ελληνικά και τα υπόλοιπα είναι εισαγόμενα. Τα πιο κοινά ελληνικά βιολογικά προϊόντα είναι το ελαιόλαδο και οι ελιές, το κρασί, η φέτα και τα φρέσκα φρούτα και λαχανικά. Δεν υπάρχει μεγάλη ποικιλία βιολογικών προϊόντων, επειδή οι αγρότες επικεντρώνονται περισσότερο στα προϊόντα που μπορούν να εξαχθούν.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν οργανωμένες οργανικές υπηρεσίες έρευνας ή παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών. Τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να απευθυνθούν σε ιδιωτικές εταιρείες συμβούλων ή ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται στον τομέα (π.χ. καθηγητές πανεπιστημίου, φορείς πιστοποίησης, των αγροτών / κτηνοτρόφων αγορές ενώσεις, κλπ).
Τι λένε οι Έλληνες βιοκαλλιεργητές
Σχολιάζοντας την κατάσταση της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα, η Χρυσούλα Σκορδίτη, Πρόεδρος της Ένωσης Αγροτών Βιοκαλλιεργητών Βόρειας Ελλάδας, είπε ότι είναι «δραματική». «Αυτή τη στιγμή οι βιοκαλλιεργητές είναι απογοητευμένοι και είναι κρίμα να χαθεί όλη η προσπάθεια που έγινε όλα αυτά τα χρόνια», υπογράμμισε.
Ένας λόγος της δύσκολης κατάστασης της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα είναι το κόστος παραγωγής.
«Ένα παράδειγμα, παίρνουμε μια καλλιέργεια πχ πατζάρι […] ο συμβατικός καλλιεργητής θα ρίξει προφυτρωτικό ζιζανιοκτόνο που σημαίνει ότι δεν θα έχει χόρτα […] Εμείς εάν σπείρουμε ένα στρέμμα πατζάρι θα πρέπει να το βάλουμε γραμμικά και να το τσατίσουμε γιατί θα μου το πνίξουν τα χόρτα. Δηλαδή, θα έχω ένα ποσό γύρω στα 200-300 ευρώ ενώ ο συμβατικός καλλιεργητής θα έχει ένα κόστος 15-20 ευρώ.
Έκανε επίσης λόγο και για έλλειψη φυτοφαρμάκων για να αντιμετωπίζονται οι ασθένειες, γεγονός που έχει απώλειες στην παραγωγή.
Τόνισε ότι γίνεται προσπάθεια να γίνεται χρήση λιγότερο δυνατού φυτοφαρμάκου διότι «για να έρθει ισορροπία στο χωράφι δεν πρέπει να ρίχνεις φυτοφάρμακα, από μόνο το φυτό πρέπει να αντιμετωπίζει τις ασθένειες».
Πρόσθεσε ότι συγκριτικά με τους συμβατικούς παραγωγούς, οι βιοκαλλιεργητές δεν μπορούν να κάνουν πλήρεις λιπάνσεις.
«Σύμφωνα με έρευνες ένα βιοκαλλιεργητής παίρνει 30% λιγότερη παραγωγή από ό,τι ο συμβατικός, γιατί δεν έχει πλήρη λίπανση».
Υπογράμμισε ότι οι νέοι βιοκαλλιεργητές λαμβάνουν μη επαρκή στήριξη και ότι για να επιβιώσουν θα πρέπει να τους παρέχεται στήριξη για 5 χρόνια.
Ο νέος κανονισμός
Αναφερόμενη στο νέο ευρωπαϊκό κανονισμό για τη βιολογική γεωργία, είπε ότι έκανε πιο περίπλοκα τα πράγματα.
«Ο νέος κανονισμός της βιολογικής γεωργίας δεν απλοποίησε τα πράγματα, υπάρχει περισσότερη γραφειοκρατία από ό, τι στο παρελθόν […] Δεν μπορείς να απασχολείσαι όλη μέρα με τα γραφειοκρατικά και να μην είσαι στο χωράφι».
Τέλος έκανε λόγο και για τον ειδικό φόρο στο κρασί που επέβαλε η ελληνική κυβέρνηση δίνοντας έμφαση στο βιολογικό κρασί.
«Στην Ελλάδα παράγεται σε τόσο μικρές ποσότητες που και έχει αυξημένο κοστολόγιο […] ο ειδικός φόρος σημαίνει ότι το τελειώνεις. Είναι μια δυναμική καλλιέργεια το ελληνικό βιολογικό κρασί, με ποια λογική μπαίνει ο ειδικός φόρος;».
Σαράντης Μιχαλόπουλος- Βρυξέλλες
Η Ευφημία Χατζηνικολάου, Συντονίστρια σε θέματα πολιτικών της ΕΕ Ευρωπαϊκή στην Ομοσπονδία για τα Βιολογικά Τρόφιμα και τη Βιολογική Γεωργία, σχολίασε σχετικά στην EurActiv.gr:
Η βιολογική γεωργία προσφέρει πολλαπλά οφέλη για το περιβάλλον – μεγαλύτερη βιοποικιλότητα, προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, προστασία και διατήρηση των φυσικών πόρων (διατήρηση και αποκατάσταση της ποιότητας των υδάτινων πόρων και πιο υγιή εδάφη) και καλύτερο εισόδημα για τους αγρότες. Επίσης, παρέχει περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης κατά μέσο όρο.
Στην Ελλάδα, από το 2012 έχει παρατηρηθεί μια απότομη μείωση του ποσοστού γεωργικής γης υπό βιολογική καλλιέργεια και του αριθμού των βιοκαλλιεργητών, κυρίως λόγω των μεγάλων καθυστερήσεων των πληρωμών από την κυβέρνηση. Χρειάζεται περισσότερη στήριξη από τις ελληνικές αρχές για την ανάπτυξη του τομέα των βιολογικών προϊόντων, την ανάπτυξη της αγορά βιολογικών προϊόντων και για την ευαισθητοποίηση των καταναλωτών σχετικά με τα οφέλη της βιολογικής γεωργίας.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, βλέπουμε πως οι καταναλωτές αποκτούν διαφορετική αντίληψη προς τα τρόφιμα και παράλληλα, υπάρχει μια αυξανόμενη τάση που δείχνει πως το φαγητό που επιλέγουμε έχει επιπτώσεις τόσο σε προσωπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι οι καταναλωτές προτιμούν όλο και περισσότερο βιολογικά προϊόντα και η αγορά συνεχίζει να μεγαλώνει, και σύμφωνα με μια μελέτη της ΕΕ ο κύριος λόγος για την αγορά βιολογικών προϊόντων είναι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των διατροφικών επιλογών, και στη συνέχεια, η αποφυγή κατανάλωσης Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών ΓΤΟ και χρήσης χημικών.