Στο πολυνομοσχέδιο του Υπ. Οικ. που κατατέθηκε σήμερα, εκτός των άλλων αλλαγών και τροποποιήσεων υπάρχει και μια σημαντική αλλαγή που αφορά στην αντικατάσταση του άρθρου 41 του Κώδικα Φ.Π.Α. ( Ειδικό καθεστώς αγροτών).
Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση έγιναν γνωστά τα ακόλουθα:
Με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 47 αντικαθίσταται το άρθρο 41 του Κώδικα ΦΠΑ (κύρωση με τον ν. 2859/2000), με σκοπό τη βελτίωση και απλοποίηση του καθεστώτος Φ.Π.Α. αγροτών του ειδικού καθεστώτος και την πλήρη εναρμόνισή του με το κοινοτικό δίκαιο. Η ενέργεια αυτή κρίνεται απαραίτητη, καθώς έχει ξεκινήσει διαδικασία έρευνας παράβασης σε βάρος της χώρας μας, εκ του λόγου ότι οι διατάξεις του άρθρου 41 για επιστροφή ΦΠΑ με συντελεστή 3% στους αγρότες του ειδικού καθεστώτος για τις πωλήσεις αγροτικών προϊόντων ιδίας παραγωγής που πραγματοποιούν στις λαϊκές αγορές ή από δικό τους κατάστημα ή τα εξάγουν ή τα παραδίδουν σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντίκειται στις διατάξεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ.
Με τις προτεινόμενες διατάξεις το εν λόγω καθεστώς καθίσταται πιο αποτελεσματικό και δίκαιο, καθώς αποκλείονται από το ειδικό καθεστώς αγρότες που από άλλη αιτία υποχρεούνται στη τήρηση βιβλίων και στοιχείων και για την οποία ήδη εντάσσονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς. Επίσης προβλέπεται για πρώτη φορά η υποχρέωση έκδοσης ειδικού στοιχείου για πωλήσεις που πραγματοποιούν οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος και σε πρόσωπα μη υποκείμενα στο φόρο, προκειμένου η αξία των εν λόγω πωλήσεων να συμπεριλαμβάνεται στο όριο των 15.000 ευρώ που αποτελεί κριτήριο για την παραμονή στο ειδικό καθεστώς ή την υποχρεωτική ένταξη στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ. Ειδικότερα, οι σημαντικότερες τροποποιήσεις που επέρχονται με την αντικατάσταση του άρθρου 41 είναι οι ακόλουθες: Ορίζεται ότι στο ειδικό καθεστώς Φ.Π.Α. υπάγονται οι αγρότες οι οποίοι κατά την προηγούμενο φορολογικό έτος πραγματοποίησαν πωλήσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και παροχές αγροτικών υπηρεσιών, αξίας κατώτερης των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και έλαβαν επιδοτήσεις κατώτερες των πέντε χιλιάδων (5.000). Στον προσδιορισμό του ύψους των παραδόσεων για την ένταξη στο ειδικό ή στο κανονικό καθεστώς θα συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο οι χονδρικές πωλήσεις, όπως ίσχυε μέχρι τώρα, αλλά και οι λιανικές πωλήσεις. Η αλλαγή αυτή θα συντελέσει στην ορθή εφαρμογή των σχετικών διατάξεων του ΦΠΑ, αφού για την ένταξη στο κανονικό ή το ειδικό καθεστώς θα λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της αξίας των παραδόσεων των προϊόντων των αγροτών και των παροχών των υπηρεσιών τους, ανεξαρτήτως της ιδιότητας του αγοραστή ή του λήπτη (υποκείμενο ή μη πρόσωπο). Προβλέπεται η έκδοση ειδικού στοιχείου για παραδόσεις αγροτικών προϊοντων ιδίας παραγωγής και για παροχές αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποιούν οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ προς άλλους αγρότες που υπάγονται στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ ή προς μη υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα. Η πρόβλεψη αυτή έγινε, διότι οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος, για τις πωλήσεις που διενεργούν σε ιδιώτες καταναλωτές, δεν έχουν υποχρεώσεις τήρησης βιβλίων και έκδοσης στοιχείων και εν γένει τις υποχρεώσεις που ορίζουν τα ΕΛΠ, καθώς και εξαιτίας του γεγονότος ότι για τις εν λόγω πωλήσεις οι αγρότες του ειδικού καθεστώτος δεν υποχρεούνται να ενταχθούν στο κανονικό καθεστώς, σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις, βάσει των οποίων υφίσταται περιορισμός σχετικά με τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος έκπτωσης των λιανικών πωλήσεων των αγροτών του ειδικού καθεστώτος. Με την ανωτέρω πρόβλεψη επιτυγχάνεται περαιτέρω, η παρακολούθηση του συνόλου των πωλήσεων και παροχών που πραγματοποιούν οι αγρότες σε τελικούς καταναλωτές, γεγονός που θα συμβάλλει στην ενίσχυση της διαφάνειας των συναλλαγών στον αγροτικό τομέα, αλλά και την εξυγίανση του συστήματος επιστροφής ΦΠΑ στους παραγωγούς. Ορίζονται οι περιορισμοί υπαγωγής στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ αγροτών. Ειδικότερα, οι αγρότες, οι οποίοι μέχρι σήμερα υπάγονταν παράλληλα και στο κανονικό καθεστώς και στο ειδικό του άρθρου 41 ή δεν δικαιούνταν επιστροφής ΦΠΑ του άρθρου 41, λόγω άσκησης και άλλης δραστηριότητας του κανονικού καθεστώτος, χωρίς ωστόσο να υποχρεούνται να είναι ενταγμένοι στο κανονικό καθεστώς και για την αγροτική τους εκμετάλλευση, με τις νέες διατάξεις υπάγονται υποχρεωτικά στο κανονικό καθεστώς ΦΠΑ για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους. Με την λύση αυτή επιτυγχάνεται ο εξορθολογισμός του συστήματος ΦΠΑ, αφού οι εν λόγω αγρότες θα αντιμετωπίζονται ομοιόμορφα για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους και θα μπορούν να ασκήσουν έκπτωση του φόρου των εισροών που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή των αγροτικών τους προϊόντων, κάτι που με βάση το υφιστάμενο καθεστώς δεν μπορούν να πράξουν. Ορίζεται, τέλος με σαφήνεια ο χρόνος και ο τρόπος μετάταξης από το ειδικό στο κανονικό καθεστώς και αντίστροφα και ρυθμίζονται θέματα που αφορούν στις μετατάξεις αυτές. Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 17 προβλέπεται έναρξη της ισχύος των προτεινόμενων διατάξεων του άρθρου 41 του Κώδικα ΦΠΑ από την 1η Ιανουαρίου 2017, αφενός για να δοθεί εύλογος χρόνος για την προσαρμογή στις νέες τους υποχρεώσεις των αγροτών που με τις προτεινόμενες διατάξεις δεν δικαιούνται να εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς, αφετέρου για λόγους μη διατάραξης της εύρυθμης εφαρμογής του ισχύοντος ειδικού καθεστώτος αγροτών έως το τέλος του φορολογικού έτους. |
Να σημειώσουμε ότι βάσει του νέου πολυνομοσχεδίου —εφόσον ψηφιστεί η εν λόγω διάταξη— οι αλλαγές αυτές στο άρθρο 41 θα ισχύουν από 1.1.2017. Ας δούμε όμως πως διαμορφώνεται το άρθρο 41 του ν. 2859/2000:
Αρθρο 41. Ειδικό καθεστώς αγροτών (υφιστάμενο καθεστώς)
1. Οι αγρότες, οι οποίοι κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα από την πώληση αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και την παροχή αγροτικών υπηρεσιών κατώτερα των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και δικαιούνταν να λάβουν δικαιώματα ενιαίας ενίσχυσης κατώτερα των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, υπάγονται στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος. Οι εν λόγω αγρότες δεν υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων και δικαιούνται επιστροφής του φόρου του παρόντος νόμου που επιβάρυνε τις αγορές αγαθών ή λήψεις υπηρεσιών, τις οποίες πραγματοποίησαν για την άσκηση της εκμετάλλευσής τους. 2. Η επιστροφή του φόρου ενεργείται από το Δημόσιο με καταβολή στον αγρότη ποσού, το οποίο προκύπτει με την εφαρμογή κατ' αποκοπή συντελεστή έξι τοις εκατό (6%), στην αξία των παραδιδόμενων αγροτικών προϊόντων και των παρεχόμενων αγροτικών υπηρεσιών του Παραρτήματος IV του παρόντος προς άλλους υποκείμενους στο φόρο, εκτός των αγροτών που υπάγονται στο καθεστώς του παρόντος άρθρου. Για την πραγματοποίηση της επιστροφής αυτής υποβάλλεται δήλωση - αίτηση επιστροφής. 3. Οι διατάξεις των άρθρων 30, 31, 32, 36 και 38 δεν εφαρμόζονται για τους αγρότες που υπάγονται στο καθεστώς του άρθρου αυτού. 4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 δεν εφαρμόζονται στους αγρότες που: 5. Οι αγρότες της παραγράφου 4 εντάσσονται στο κανονικό καθεστώς του φόρου για τις δραστηριότητες αυτές, εφόσον για τις εν λόγω δραστηριότητες υποχρεούνται στην τήρηση βιβλίων και έκδοση στοιχείων σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. 6. Οι αγρότες μπορούν να μετατάσσονται από το ειδικό καθεστώς του άρθρου αυτού στο κανονικό με δήλωσή τους που υποβάλλεται στην αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης. Στην περίπτωση που η μετάταξη πραγματοποιείται από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου, η δήλωση υποβάλλεται εντός δέκα (10) ημερών από την έναρξη αυτής και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την πάροδο πενταετίας. Στην περίπτωση που η μετάταξη πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια της διαχειριστικής περιόδου, ισχύει από την ημερομηνία κατά την οποία υποβάλλεται η δήλωση και δεν μπορεί να ανακληθεί πριν από την πάροδο πενταετίας, η οποία αρχίζει από την έναρξη της επόμενης από τη μετάταξη διαχειριστικής περιόδου. 7. Οι μετατασσόμενοι είναι υποχρεωμένοι να διενεργούν, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη μετάταξη, απογραφή που να περιλαμβάνει: 8. Τα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων θεωρούνται: 9. Σε περίπτωση μετάταξης από το ειδικό καθεστώς των αγροτών στο κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου, οι μετατασσόμενοι δικαιούνται να εκπέσουν το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί: 10. Σε περίπτωση μετάταξης από το κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου στο καθεστώς των αγροτών, οι μετατασσόμενοι είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί: 11. Για τα απογραφόμενα αγαθά που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 7, υποβάλλεται, μέσα σε δύο (2) μήνες, από τη μετάταξη, δήλωση που περιλαμβάνει την αξία των αποθεμάτων και το φόρο που εκπίπτεται ή καταβάλλεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των πιο πάνω παραγράφων 8, 9 και 10. 12. Οι αγρότες που αρχίζουν για πρώτη φορά τις εργασίες τους και επιθυμούν να υπαχθούν στο κανονικό καθεστώς υποβάλλουν δήλωση έναρξης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4174/2013. 13. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζεται ότι η επιστροφή του φόρου ενεργείται από τον αγοραστή των αγροτικών προϊόντων ή το λήπτη των αγροτικών υπηρεσιών. 14. Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζονται: 15. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορούν να ορίζονται οι αγροτικές συνεταιριστικές οργανώσεις ως φορείς που μεσολαβούν στην υποβολή των αιτήσεων επιστροφής και γενικά στη διαδικασία επιστροφής του φόρου, καθώς και η αμοιβή τους για τις υπηρεσίες τους αυτές. Με όμοιες αποφάσεις μπορεί να αναπροσαρμόζεται η ανωτέρω αμοιβή. |
Αρθρο 41. Ειδικό καθεστώς αγροτών (βάσει του πολυνομοσχεδίου)
1. Οι αγρότες, οι οποίοι κατά το προηγούμενο φορολογικό έτος πραγματοποίησαν προς οποιοδήποτε πρόσωπο παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και παροχές αγροτικών υπηρεσιών των οποίων η αξία ήταν κατώτερη των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και έλαβαν επιδοτήσεις κατώτερες των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, υπάγονται στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου, με την επιφύλαξη των παρ. 4 και 5. Οι εν λόγω αγρότες δεν επιβαρύνουν με φόρο προστιθέμενης αξίας τις παραδόσεις των αγαθών τους και τις παροχές των υπηρεσιών τους και δικαιούνται επιστροφής-του φόρου του παρόντος νόμου που επιβάρυνε τις αγορές αγαθών ή λήψεις υπηρεσιών, τις οποίες πραγματοποίησαν για την άσκηση της αγροτικής εκμετάλλευσής τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 2 και 3. 2. Η επιστροφή του φόρου ενεργείται από το Δημόσιο με καταβολή στον αγρότη ποσού, το οποίο προκύπτει με την εφαρμογή κατ' αποκοπή συντελεστή έξι τοις εκατό (6%), στην αξία των παραδιδόμενων αγροτικών προϊόντων και των παρεχόμενων αγροτικών υπηρεσιών του Παραρτήματος IV του παρόντος προς άλλους υποκείμενους στο φόρο. Για την πραγματοποίηση της επιστροφής αυτής υποβάλλεται δήλωση - αίτηση επιστροφής. 3. Οι διατάξεις της παρ. 2 δεν εφαρμόζονται για παραδόσεις αγροτικών προϊόντων παραγωγής τους και για παροχές αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποιούνται προς άλλους αγρότες που υπάγονται στο καθεστώς του παρόντος άρθρου ή προς μη υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα. Για τις εν λόγω πράξεις εκδίδεται ειδικό στοιχείο που περιλαμβάνει το είδος, την ποσότητα και την αξία των παραδιδόμενων αγαθών ή το είδος και την αξία των παρεχόμενων υπηρεσιών. Η αξία που αναγράφεται επί του ειδικού στοιχείου λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της αξίας του πρώτου εδαφίου της παρ. 1. 4. Οι διατάξεις των άρθρων 30, 31 και 32 δεν εφαρμόζονται για τους αγρότες που υπάγονται στο καθεστώς του άρθρου αυτού. Το αυτό ισχύει και για τις διατάξεις των άρθρων 36 και 38, με εξαίρεση τις υποχρεώσεις που αφορούν ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών ή λήψεις υπηρεσιών. 5. Δεν υπάγονται στο καθεστώς του παρόντος άρθρου, αλλά εντάσσονται στο κανονικό καθεστώς οι αγρότες οι οποίοι: 6. Όι αγρότες που εντάσσονται στο καθεστώς του παρόντος άρθρου μπορούν να επιλέξουν τη μετάταξή τους στο κανονικό καθεστώς με υποβολή δήλωσης μεταβολών στη Φορολογική Διοίκηση. 7. Οι μετατασσόμενοι είναι υποχρεωμένοι να διενεργούν, μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη μετάταξη, απογραφή που να περιλαμβάνει: 8. Τα αποθέματα των αγροτικών προϊόντων θεωρούνται: 9. Σε περίπτωση μετάταξης από το ειδικό καθεστώς στο κανονικό καθεστώς απόδοσης του φόρου, οι μετατασσόμενοι δικαιούνται να εκπέσουν το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί: 10. Σε περίπτωση μετάταξης από το κανονικό καθεστώς στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου, οι μετατασσόμενοι είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν το φόρο με τον οποίο έχουν επιβαρυνθεί: 11. Για τα απογραφόμενα αγαθά που προβλέπουν οι διατάξεις της παρ. 7 υποβάλλεται, μέσα σε δύο (2) μήνες από τη μετάταξη, δήλωση που περιλαμβάνει την αξία των αποθεμάτων και το φόρο που εκπίπτεται ή καταβάλλεται, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των πιο πάνω παρ. 8, 9 και 10. 12. Οι αγρότες που αρχίζουν για πρώτη φορά τις εργασίες τους και επιθυμούν να υπαχθούν στο κανονικό καθεστώς υποβάλλουν δήλωση έναρξης. Οι αγρότες που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου, πριν την υποβολή της δήλωσης - αίτησης επιστροφής του φόρου εγγράφονται στο καθεστώς αυτό με δηλούμενη ημερομηνία τουλάχιστον την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου φορολογικού έτους, προκειμένου να έχουν δικαίωμα επιστροφής για πωλήσεις αγροτικών προϊόντων και παροχές αγροτικών υπηρεσιών που πραγματοποίησαν κατά το φορολογικό έτος αυτό. 13. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών μπορεί να ορίζεται ότι η επιστροφή του φόρου ενεργείται από τον αγοραστή των αγροτικών προϊόντων ή τον λήπτη των αγροτικών υπηρεσιών. 14. Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ορίζονται: 15. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών μπορούν να ορίζονται οι αγροτικοί συνεταιρισμοί ως φορείς που μεσολαβούν στην υποβολή των δηλώσεων - αιτήσεων επιστροφής και γενικά στη διαδικασία επιστροφής του φόρου.» |
Πηγή: Taxheaven.gr