Η ελληνική κοινωνία ξεπέρασε τα όριά της, δεν μπορεί να καλύψει ούτε τις βασικές ανάγκες, ενώ η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε διαρκή αβεβαιότητα.
Σε αυτά τα δυσοίωνα συμπεράσματα καταλήγει η έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και απασχόληση το 2017, δίνοντας μικρές πιθανότητες στο ενδεχόμενο εξόδου της χώρας στις αγορές.
Η σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των ελληνικών νοικοκυριών κατά την περίοδο 2010-2015 , σύμφωνα με την έκθεση, επέφερε αρνητικές επιπτώσεις στη δυνατότητα κάλυψης μιας σειράς βασικών αναγκών τους.
Ειδικότερα, αύξηση από 15,4% σε 29,2% παρουσιάζει το ποσοστό των νοικοκυριών εκείνων που εμφανίζουν αδυναμία επαρκούς θέρμανσης της οικίας τους, ενώ αύξηση από 7,9% σε 12,9% παρουσιάζουν τα νοικοκυριά που αδυνατούν να καταναλώσουν γεύμα με κρέας, ψάρι ή κοτόπουλο κάθε 2η μέρα.
Χαρακτηριστικό της οικονομικής αδυναμίας στην οποία έχουν περιέλθει τα ελληνικά νοικοκυριά είναι η πολύ μεγάλη αύξηση εκείνων που αδυνατούν να καλύψουν έκτακτες δαπάνες, το ποσοστό των οποίων αυξάνεται από 28,2% το 2010 σε 53,4% το 2015. Η μεγάλη αυτή αύξηση απορρέει αφενός από τη σημαντική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και αφετέρου από την κατάρρευση των αποταμιεύσεών τους.
Αυξανόμενο είναι επίσης και το ποσοστό των νοικοκυριών στην Ελλάδα που εμφανίζει καθυστερήσεις στην πληρωμή τόκων και ενοικίων (από 10,2% το 2010 σε 14,3% το 2015). Τέλος, γενικευμένα χαρακτηριστικά φαίνεται να αποκτά η αδυναμία πληρωμής λογαριασμών ΔΕΚΟ στην ώρα τους, καθώς το ποσοστό αυξάνεται από 18,8% το 2010 σε 42% το 2015.
Η ασκούμενη πολιτική δημοσιονομικής λιτότητας έχει φτάσει σε ακραία όρια τόσο ως προς τη μείωση των κοινωνικών δαπανών όσο και ως προς την υπερφορολόγηση. Η συνέχιση της ίδιας πολιτικής θα υπονομεύσει περαιτέρω τις βασικές δημοσιονομικές λειτουργίες, τη φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα και τη βιωσιμότητα του χρέους, προειδοποιεί.
Τα στοιχεία που παρουσιάζονται για την κατάσταση των εργαζομένων είναι ιδιαίτερα αποθαρρυντικά. Χαρακτηριστικότερο ίσως εξ αυτών ότι η μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%, ενώ το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο ασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση.
«Με δεδομένη την τρέχουσα δημοσιονομική κατάσταση, η μείωση του πιστωτικού ρίσκου της χώρας και συνεπώς του κόστους δανεισμού, όπως και η πιθανότητα εξόδου της χώρας για δανεισμό στις αγορές, είναι μικρή», αναφέρεται μεταξύ άλλων στην έκθεση.
Η ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Επιστημονικό Δ/ντή του Ινστιτούτου Εργασίας
της ΓΣΕΕ, Γιώργο Αργείτη, επεξεργάστηκε τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2016 και σύμφωνα με τις πληροφορίες, το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ θα καταθέσει συμπληρωματική έκθεση, το αμέσως επόμενο διάστημα, στο οποίο θα περιλαμβάνονται και τα συμπεράσματα από το τέταρτο τρίμηνο.