Η Ιρλανδία είναι δεύτερη χώρα της Ε.Ε. που, μόλις λίγους μήνες μετά την Ελλάδα, μπήκε σε μνημόνιο, κατάφερε να βγει και να επιστρέψει στην ανάπτυξη. Πώς όμως κατόρθωσε μια χώρα 5 εκατομμυρίων κατοίκων να φιλοξενεί 1.400 πολυεθνικές επιχειρήσεις και να εξάγει πάνω από 100% του ΑΕΠ της; Η διαΝΕΟσις ταξίδεψε στην Ιρλανδία, αναζητώντας τις απαντήσεις και πραγματοποίησε μια έρευνα με χρήσιμα δεδομένα και για την Ελλάδα.
Κατά μέσο όρο, η Ιρλανδία προσελκύει 230 νέες ξένες επενδύσεις κάθε χρόνο, που δημιουργούν 10.000 θέσεις εργασίας. To 2017, οι επενδύσεις αυτές έφτασαν τα 59 δισεκατομμύρια ευρώ (δύο χρόνια νωρίτερα είχαν εκτοξευθεί στα 167 δισεκατομμύρια). Τη χρονιά εκείνη, οι επενδύσεις των αμερικανικών εταιρειών τεχνολογίας στη χώρα ανήλθαν σε 48 δισεκατομμύρια ευρώ, περισσότερα από τις ΞΑΕ στο Ηνωμένο Βασίλειο (45 δισεκατομμύρια) και στην Ολλανδία (29 δισεκατομμύρια).
Τα τρία τέταρτα των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται χάρις στις επενδύσεις αυτές προορίζονται για εγχώριους εργαζόμενους.
[1]Σήμερα, 1.400 εταιρείες άμεσων ξένων επενδύσεων έχουν την έδρα τους στην Ιρλανδία, απασχολώντας 229.057 εργαζομένους. Για να έχουμε ένα σημείο σύγκρισης, σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΒ οι αξιοσημείωτες ξένες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα (μεσαίου και μεγάλου μεγέθους) είναι 145.
Αλλά και το ποιες είναι οι πολυεθνικές που επιλέγουν να επενδύσουν στην Ιρλανδία έχει ενδιαφέρον. Εκεί έχουν την έδρα τους 9 από τις 10 μεγαλύτερες φαρμακευτικές εταιρείες του κόσμου, 9 από τις 10 μεγαλύτερες εταιρείες πληροφορικής στον κόσμο, 13 από τις 15 μεγαλύτερες εταιρείες ιατρικής τεχνολογίας και το 60% των μεγαλύτερων εταιρειών παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών.
Πώς κατάφερε η Ιρλανδία να πηγαίνει όλο και καλύτερα σε αυτόν τον τομέα; Οι απαντήσεις είναι πολλές: η σταθερή και χαμηλή φορολογία των επιχειρήσεων(12,5%), η νεαρή και μορφωμένη εργατική δύναμη (τo 2017 τέθηκε σε εφαρμογή ένα εθνικό πρόγραμμα για να κατακτήσει η Ιρλανδία την πρώτη θέση στα STEM -Επιστήμη, Τεχνολογία, Μηχανική, Μαθηματικά- μέχρι το 2026), η συμμετοχή στην ευρωζώνη, η λειτουργία της χώρας ως διαμεσολαβητικού κέντρου μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Ευρώπης. Από το 2010, οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο μεγαλύτερος επενδυτής στην Ιρλανδία (70% επί του συνόλου) και ακολουθούν οι ευρωπαϊκές χώρες (20%). Ο επόμενος στόχος της χώρας είναι η Ασία.
Μεγάλη σημασία έχουν ακόμη η σύνδεση της εκπαίδευσης με τον ιδιωτικό τομέα και η πάταξη της γραφειοκρατίας: το 2011, η Παγκόσμια Τράπεζα κατέταξε την Ιρλανδία πρώτη σε ό,τι αφορά την «ευκολία του επιχειρείν». Δεν πρέπει επίσης να υποτιμάται ο παράγων της εξωστρέφειας και της καλής ψυχολογίας. Από τα δημοψηφίσματα για τους γάμους των ομοφύλων και τις αμβλώσεις μέχρι τον νόμο για την ιθαγένεια, η Ιρλανδία είναι σήμερα μια μεταμορφωμένη χώρα. Γι’ αυτό την ανησυχεί πάντα πολύ η περίπτωση ενός «σκληρού» Brexit, καθώς η τυχόν επαναφορά συνόρων μεταξύ της Ιρλανδικής Δημοκρατίας και της Βόρειας Ιρλανδίας θα έχει μεγάλο οικονομικό κόστος. Η ίδια εξέλιξη, βέβαια, ανοίγει και πάλι θέμα επανένωσης του Βορρά με τον Νότο.
Όπως αναφέρει έρευνα, στην αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης κυκλοφορούσε ένα ανέκδοτο στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Τι χωρίζει, λέει, την Ισλανδία από την Ιρλανδία;
Ένα γράμμα κι έξι μήνες. Τόσο ήταν το διάστημα που χρειάστηκε για να μεταδοθεί η κρίση από την πρώτη στη δεύτερη. Αλλά ο τότε πρωθυπουργός της Ιρλανδίας Μπράιαν Κόουεν δεν παραδέχθηκε αμέσως ότι η χώρα του χρειαζόταν βοήθεια. Άργησε πέντε μήνες. Κι έτσι τον πρόλαβε ο Γιώργος Παπανδρέου.Τι θα είχε συμβεί αν η πρώτη χώρα της ευρωζώνης που εντασσόταν σε πρόγραμμα δεν ήταν η Ελλάδα αλλά η Ιρλανδία; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Στο βιβλίο του Η αφύπνιση των δαιμόνων, πάντως, ο Ζαν Πιζανί-Φερύ υποστηρίζει ότι πιθανότατα η συνέχεια θα ήταν διαφορετική.
Κι αυτό, επειδή η Ιρλανδία ήταν ένας «δυσάρεστος» ένοχος. Οι αμερικανικού τύπου ακρότητες στον τομέα των ακινήτων και στον χρηματοπιστωτικό τομέα κατά τη δεκαετία του 2000 δεν ήταν παρά μια διογκωμένη εικόνα των κακών συνηθειών των ανεπτυγμένων οικονομιών. Ως προς τους ευρωπαϊκούς κανόνες, αντίθετα, η Ιρλανδία ήταν άψογη: το χρέος της μειώθηκε από 54% του ΑΕΠ το 1998 σε 25% το 2007. Η Ελλάδα αντίθετα, για λόγους που όλοι γνωρίζουμε, ήταν ο ιδανικός ένοχος.Μολονότι λοιπόν η κρίση της είχε διαφορετικά αίτια και χαρακτηριστικά από την ελληνική, η Ιρλανδία έχει μια συμβολική σημασία. Η μελέτη της περίπτωσής της όμως είναι και ουσιαστική, αφού η βασική προϋπόθεση της επιτυχίας, δηλαδή η προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων (Foreign Direct Investment, FDI), ισχύει και για τη χώρα μας.
Τα αίτια της κρίσης στην Ιρλανδία
Αξίζει τον κόπο να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να χαρτογραφήσουμε το προφίλ της ιρλανδικής οικονομίας -αλλά και της ιρλανδικής κρίσης- για να το καταλάβουμε καλύτερα.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’90 μέχρι το 2008, οι τιμές σε πόλεις όπως το Δουβλίνο αυξάνονταν συνεχώς και η ιρλανδική οικονομία ήταν από τις πιο «καυτές» στην Ευρώπη: εξ ου ο τίτλος «Κελτικός Τίγρης». Η ετήσια αύξηση του ΑΕΠ από το 1991 ώς το 2001 ήταν κατά μέσο όρο 7%, μετατρέποντας την Ιρλανδία από μία εκ των φτωχότερων χωρών της Ε.Ε. σε μία από τις πιο πλούσιες.
Η ανάπτυξη αυτή προκάλεσε διπλασιασμό των τιμών των ακινήτων από το 2000 ως το 2006. Τα φορολογικά κίνητρα και ο χαλαρός έλεγχος του δανεισμού είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια μεγάλη φούσκα, που έσκασε το καλοκαίρι του 2007. Οι τιμές των ακινήτων μειώθηκαν στο μισό, με αποτέλεσμα σχεδόν να χρεοκοπήσουν όλες οι τράπεζες, που δάνειζαν χωρίς ελέγχους επί μια δεκαετία. Αρχικά άντεξαν. Όταν ξέσπασε όμως η παγκόσμια κρίση, το 2008, βρέθηκαν ανυπεράσπιστες. Πανικόβλητη, η κυβέρνηση αποφάσισε να εγγυηθεί το 100% των καταθέσεών τους. Η ιρλανδική βοήθεια στις τράπεζες έφτασε τα 64 δισεκατομμύρια ευρώ, που αντιστοιχούσε στο 55% του ΑΕΠ. Αυτό προκάλεσε ένα τεράστιο δημοσιονομικό έλλειμμα, που ανάγκασε την κυβέρνηση να υπογράψει στις 28 Νοεμβρίου 2010 μνημόνιο με τους ευρωπαίους εταίρους της και το ΔΝΤ για βοήθεια ύψους 85 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το ΑΕΠ της χώρας είχε πλέον σημειώσει μια θυελλώδη πτώση του ύψους του 15% σε σχέση με τα μέσα του 2007. Τα επόμενα χρόνια, ένας στους επτά νέους εγκατέλειψε την Ιρλανδία σε αναζήτηση εργασίας.
Η κρίση κράτησε τρία χρόνια και η λιτότητα επτά. Στα τέλη του 2013, η Ιρλανδία αποχαιρέτησε την τρόικα. Δύο χρόνια μετά, επέστρεφε στην ανάπτυξη –επισήμως, τουλάχιστον, αφού πολλοί από τους κατοίκους της το αμφισβητούσαν. Οι συνολικές θέσεις εργασίας που είχαν δημιουργηθεί από το 2012 έφταναν τις 136.000 (το 2019 θα έφταναν τις 385.000). Και το ένα πέμπτο οφειλόταν στις Ξένες Άμεσες Επενδύσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η ανεργία να μειωθεί στο 9%, έναντι 15% όπου είχε φτάσει στο ζενίθ της κρίσης. Η Ιρλανδία δικαιούνταν πια να λέει ότι αποχαιρέτησε τις περιώνυμες PIIGS (Πορτογαλία, Ιταλία, Ιρλανδία, Ελλάδα, Ισπανία).
Η ανάπτυξη στην οποία εισερχόταν η Ιρλανδία, και θα έφτανε το 2018 στο 8,2%ξεπερνώντας και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, ήταν προϊόν εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Ανάμεσα στους πρώτους ξεχωρίζουν οι κεφαλαιακές επενδύσεις, η αναθέρμανση της δραστηριότητας στον πολυεθνικό μεταποιητικό τομέα και οι εισαγωγές. Υπάρχει όμως κι ένας καθαρά πολιτικός παράγων. Οι Ιρλανδοί, όπως αργότερα και οι Πορτογάλοι (αλλά όχι οι Έλληνες), δέχθηκαν μάλλον εύκολα τη λιτότητα γιατί θεωρούσαν ότι είχαν ευθύνη για την κρίση. «Ένας αλκοολικός μπορεί βέβαια να καταλογίσει στον μπάρμαν ότι του σερβίρει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, σε τελική ανάλυση όμως είναι εκείνος που πίνει πολύ», έγραψε η Έλαϊν Μπερν στην εβδομαδιαία Sunday Independent. «Το ίδιο συνέβη σ’ εμάς με τα στεγαστικά δάνεια».
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις