Οι αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων "ψαλιδίζουν" το εισόδημα των καταναλωτών

Σχεδόν 4.000 ευρώ τον χρόνο δαπανούν κατά μέσο όρο οι Ευρωπαίοι για την κατανάλωση τροφίμων, ποτών και υπηρεσιών εστίασης – ένα ποσό διόλου ευκαταφρόνητο.

Όπως προκύπτει από την τελευταία έκθεση της Eurostat για την εικόνα της ευρωπαϊκής εφοδιαστικής αλυσίδας και την πορεία των αγαθών από το χωράφι στο ράφι, το 2022 η δαπάνη των ευρωπαϊκών νοικοκυριών για τρόφιμα, ποτά και υπηρεσίες εστίασης ανήλθε στα 1,79 τρισ. ευρώ ή κατά μέσο όρο στα 3.980 ευρώ ανά Ευρωπαίο. Πρόκειται για ποσό κατά 15,3% αυξημένο έναντι της αμέσως προηγούμενης χρονιάς 2021, γεγονός που επιβεβαιώνει τον σημαντικό αντίκτυπο της ανόδου των τιμών των τροφίμων στα ευρωπαϊκά νοικοκυριά στην κορύφωση της πληθωριστικής κρίσης.

Οι κλάδοι του τροφίμου, του ποτού και της εστίασης αντιστοιχούσαν στο 21,8% των συνολικών καταναλωτικών δαπανών των ευρωπαϊκών νοικοκυριών το 2022 και δη 12,2% το τρόφιμο, 6,7% οι υπηρεσίες εστίασης, 1,6% τα αλκοολούχα ποτά και 1,3% τα μη αλκοολούχα.

Από το 2021 έως το 2022, το ποσοστό των υπηρεσιών εστίασης στις καταναλωτικές δαπάνες κινήθηκε ανοδικά σε κάθε ευρωπαϊκή χώρα και συγκεκριμένα από 2% έως 2,7% σε Ισπανία, Ιρλανδία, Αυστρία, Πορτογαλία, με τη μεγαλύτερη αύξηση να καταγράφεται στη Μάλτα και δη κατά 3,1%, ενώ στον αντίποδα, το μερίδιο της κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών στα συνολικά έξοδα των νοικοκυριών υποχώρησε στις 20 από το σύνολο των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Κι όμως το ποσοστό των καταναλωτικών δαπανών που προορίζονται για τρόφιμα, ποτά, εστίαση διαφέρει πολύ μεταξύ των ευρωπαϊκών νοικοκυριών. Μπορεί να κυμαίνεται σχετικά χαμηλά, όπως 17,1% στη Γερμανία και 17,4% στο Λουξεμβούργο, αλλά και να φτάνει αρκετά υψηλά, όπως στην Πορτογαλία 29,3%, τη Λετονία 29,6%, την Ελλάδα 29,8% και τη Ρουμανία 30,3%.

Πόσο αυξήθηκαν οι τιμές στη δεκαετία 2013-2023

Οι τιμές άλλωστε αποτελούν έναν πολύ σημαντικό παράγοντα ώστε να αποφασίσει ένας καταναλωτής πώς θα διαμορφωθούν οι καταναλωτικές του συνήθειες και οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη είναι ραγδαίες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, από το 2013 έως το 2023 ο πληθωρισμός σκαρφάλωσε στο 27% εντός της ΕΕ, με τις τιμές των τροφίμων να κινούνται στα ίδια ή ακόμη και σε υψηλότερα επίπεδα.

Μόνο οι τιμές των αλκοολούχων ποτών για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά αυξάνονταν κατά 2,4%, κατά μέσο όρο, κάθε έτος από το 2013 έως το 2023, ενώ οι τιμές των τροφίμων και των μη αλκοολούχων ποτών κατά 3,4% κατά μέσο όρο ετησίως.

Το δε 2023, οι τιμές καταναλωτή για υπηρεσίες εστίασης, αλκοολούχα ποτά, τρόφιμα και μη αλκοολούχα ενισχύθηκαν σημαντικά και δη κατά 8,1%, 9,1% και 12,6% αντίστοιχα.

Όπως προκύπτει από τα ίδια στοιχεία, σχεδόν ένας στους δέκα Ευρωπαίους καταναλωτές δεν ήταν σε θέση να προμηθευτεί κρέας, κοτόπουλο, ψάρι ή λαχανικό κάθε δεύτερη μέρα μέσα στο 2023, γεγονός το οποίο είναι πιο έντονο σε μονογονεϊκές οικογένειες που μεγαλώνουν παιδιά. Το ποσοστό των Ευρωπαίων που δεν μπορεί να «σηκώσει» οικονομικά ένα γεύμα με κρέας, ψάρι ή λαχανικό κάθε δεύτερη μέρα αυξήθηκε από το 8,3% το 2022 στο 9,5% το 2023, αντανακλώντας την ταχύτητα ανόδου των τιμών στην Ευρώπη τη συγκεκριμένη περίοδο.

Η αγροτική παραγωγή στην ΕΕ

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχει επεξεργαστεί η Eurostat, το 2020 οι καλλιεργούμενες εκτάσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχονταν σε 157,4 εκατ. εκτάρια, αντιστοιχώντας στο 38,4% της συνολικής έκτασης της ΕΕ. Οι μεγαλύτερες αγροτικές εκτάσεις βρίσκονται στη Γαλλία με 27,4 εκατ. εκτάρια (αντιστοιχώντας στο 17,4% της ΕΕ) και την Ισπανία με 23,9 εκατ. εκτάρια (στο 15,2% της ΕΕ).

Την ίδια χρονιά, υπήρχαν συνολικά 9,1 εκατομμύρια φάρμες σε ολόκληρη την Ευρώπη, με σχεδόν μία στις τρεις εξ αυτών - ήτοι ποσοστό 31,8% - να βρίσκεται στη Ρουμανία και το μέσο μέγεθος ανά φάρμα, κατά μέσο όρο, να αγγίζει τα 17,1 εκτάρια. Ειδικότερα, σχεδόν δύο στις τρεις φάρμες και δη ποσοστό 63,8% ήταν μικρότερη από 5 εκτάρια σε μέγεθος.

Από το 2010 δε έως το 2020, οι καλλιεργούμενες φάρμες στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μειώθηκαν κατά 3 εκατομμύρια ή κατά 24,8% λόγω ενός κύκλου εξαγορών και συγχωνεύσεων με στόχο κυρίως την απορρόφηση των μικρότερων εξ αυτών σε έκταση.

Το 2023, οι βασικές καλλιεργούμενες εκτάσεις στην ΕΕ περιλάμβαναν κυρίως σιτάρι, ζάχαρη, καλαμπόκι και λοιπά δημητριακά, φρέσκα λαχανικά, πατάτες. Μόνο οι εκτάσεις σε δημητριακά κάλυπταν περί τα 51 εκατ. εκτάρια, ικανές να δώσουν εκτιμώμενη παραγωγή 271,6 εκατ. τόνων. Η Γερμανία θεωρείται, για παράδειγμα, ο μεγαλύτερος παραγωγός πατάτας στην ΕΕ, ενώ η Ισπανία είναι η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα σε φρέσκα λαχανικά.

Το ζωικό κεφάλαιο στην ΕΕ δεν είναι, επίσης, αμελητέο. Στα τέλη της περασμένης χρονιάς, στις χώρες της ΕΕ εκτρέφονταν συνολικά 133 εκατομμύρια χοίροι, 74 εκατομμύρια βοοειδή και 68 εκατομμύρια αιγοπρόβατα. Να σημειωθεί εδώ ότι στη δεκαετία 2013-2023, η ζωική παραγωγή της ΕΕ μειώθηκε σε απόλυτους αριθμούς κατά 7%, με τη μεγαλύτερη μείωση να καταγράφεται στα αιγοπρόβατα και δη κατά 15%.

Να σημειωθεί εδώ ότι το 2023, η αξία της αγροτικής παραγωγής της ΕΕ ανήλθε σε 537,1 δισ. ευρώ, με τη φυτική παραγωγή να εκτιμάται στα 273,6 δισ. ευρώ και τη φυτική στα 214,3 δισ. ευρώ.

Σήμερα στην Ευρώπη δραστηριοποιούνται συνολικά 309.000 επιχειρήσεις που ασχολούνται με τη μεταποίηση τροφίμων και ποτών, απασχολώντας συνολικά 4,7 εκατομμύρια εργαζόμενους.

Πηγή: Insider.gr

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις