Οι επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Κομισιόν δείχνουν τελικό απόθεμα 460.000 τόνων ενδοκοινοτικά έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2025, ενισχύοντας τις προσδοκίες για σταθεροποίηση της αγοράς.
Η ελληνική αγορά ελαιολάδου βρίσκεται σε τροχιά έντονων μεταβολών, με την παραγωγή, τις τιμές και τις εξαγωγές να επηρεάζονται από τις εκθέσεις. Τα τελευταία στοιχεία της Επιτροπής επιβεβαιώνουν τη σημαντική αύξηση της ελληνικής παραγωγής για την περίοδο 2023/24, με εκτιμώμενη άνοδο 43% συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά. Οι θετικές αποδόσεις αποδίδονται στις καιρικές συνθήκες αλλά και στην προσαρμογή των καλλιεργητικών πρακτικών από τους Έλληνες παραγωγούς, ενισχύοντας τη θέση της χώρας στην ευρωπαϊκή αγορά.
Η ελληνική παραγωγή για τη φετινή περίοδο θα φτάσει τους 275.000 τόνους, ενώ συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση η παραγωγή καταγράφει αύξηση 30%. Σημαντικότερη άνοδος παρουσιάζει η Ισπανία, η οποία σημειώνει εντυπωσιακή αύξηση 51%, σε αντίθεση με την Ιταλία, όπου η παραγωγή μειώνεται κατά 27%. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η συνολική παραγωγή εκτιμάται σε 3.011.000 τόνους, με την ΕΕ να παραμένει κυρίαρχο ρόλο. Η ενίσχυση της ελληνικής παραγωγής ενδέχεται να διαφοροποιήσει τις εμπορικές ροές, ιδίως προς βασικούς εξαγωγικούς προορισμούς, όπως η Ιταλία και οι ΗΠΑ.
Στο μέτωπο των τιμών, η αγορά ελαιολάδου εμφανίζει τάσεις διόρθωσης, έπειτα από το περσινό ράλι. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, οι τιμές του εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 2025 διαμορφώθηκαν στα 295 ευρώ ανά 100 κιλά, καταγράφοντας μείωση 6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Αντίστοιχα, το παρθένο ελαιόλαδο πωλήθηκε στα 366,7 ευρώ ανά 100 κιλά, σημειώνοντας πτώση 11%. Στην ίδια κατηγορία μείωσης βρέθηκαν και οι τιμές του ελαιολάδου χαμηλής ποιότητας ('λαμπάντε'), οι οποίες κινήθηκαν στα ίδια επίπεδα. Συγκριτικά με τις υπόλοιπες ελαιοπαραγωγές χώρες της ΕΕ, η Ελλάδα εμφανίζει χαμηλές τιμές στο πολύ παρθένο ελαιόλαδο, με την Ισπανία και την Ιταλία να κινούνται σε υψηλότερα επίπεδα. Οι μεταβολές στην τιμολόγηση αντανακλούν τη δυναμική της παγκόσμιας αγοράς, τις διακυμάνσεις στην προσφορά και τη ζήτηση, αλλά και τις συνθήκες που διαμορφώνονται στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές.
Το ελληνικό ελαιόλαδο διατηρεί τη θέση του ως ένα από τα βασικά εξαγωγικά προϊόντα της χώρας. Οι ελληνικές εξαγωγές κατευθύνονται κυρίως προς τις αγορές της ΕΕ και των Ηνωμένων Πολιτειών, με τις συνολικές εξαγωγές της ΕΕ προς τις τρίτες χώρες να εκτιμώνται σε 715.000 τόνους για την τρέχουσα περίοδο. Η Ελλάδα παραδοσιακά κατατάσσεται στις πρώτες θέσεις στις εξαγωγές εξαιρετικά παρθένου ελαιολάδου, ενώ η αυξανόμενη ζήτηση από αναζητούν ποιοτικά προϊόντα δημιουργεί νέες για διαφοροποίηση και τοποθέτηση σε υψηλή προστιθέμενη αξία.
Την ίδια στιγμή, η αύξηση των αγωγών από τρίτες χώρες, όπως η Τυνησία και η Τουρκία, συνιστά πρόκληση για την ανταγωνιστικότητα των Ευρωπαίων παραγωγών. Παράλληλα, οι εμπορικές συμφωνίες και οι δασμολογικές ρυθμίσεις αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες στη διαμόρφωση των εμπορικών συνθηκών.
Others non-EU (1%)
Syrian Arab Republic (+31%)
Morocco (-15%)
Türkiye (+109%)
Tunisia (+55%)
Tot al non-EU (36%)
Average 2019/20-2023/24
Τα αποθέματα ελαιολάδου στην ΕΕ εκτιμώνται σε 460.000 τόνους, με την κατανάλωση στην Ελλάδα να έρχονται σε περίπου 140.000 τόνους ετησίως. Σε ένα σύνολο, η μεγάλη κατανάλωση υπολογίζεται σε 1.326.000 τόνους, με την Ισπανία και την Ιταλία να παραμένουν οι μεγαλύτεροι αριθμοί. Οι προβλέψεις για την επόμενη περίοδο δείχνουν διατήρηση της ζήτησης, με πιθανή μείωση των αποθεμάτων λόγω αυξημένων εξαγωγών. Η ελληνική αγορά εξακολουθεί να είναι ευάλωτη στις διακυμάνσεις των τιμών, γεγονός που καθιστά επιτακτική την αναζήτηση νέων στρατηγικών για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.
Η πορεία του ελληνικού ελαιολάδου διαγράφεται θετική, παρά τις προκλήσεις. Η αύξηση της παραγωγής και η διατήρηση της ποιότητας αποτελούν πυλώνες ανάπτυξης, ενώ η ενίσχυση των εξαγωγών παραμένει κομβικός στόχος για τους παραγωγούς. Η προσαρμογή στις νέες περιβαλλοντικές και οικονομικές απαιτήσεις, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση καινοτόμων καλλιεργητικών πρακτικών, θα κρίνει τη βιωσιμότητα του κλάδου και τη μελλοντική θέση της Ελλάδας στη διεθνή αγορά ελαιολάδου.
* Δείτε ΕΔΩ τα σχετικά τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής