Καίριες παρατηρήσεις για την παγκόσμια και τη ρωσική αγορά σκληρού σίτου παρουσίασε ο Mikhail Kurashov,Grain Purchasing Manager της Barilla Russia στο πλαίσιο του συνεδρίου Russian Durum Day, σκιαγραφώντας την υφιστάμενη δυναμική και τις μελλοντικές απαιτήσεις του κλάδου.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, ο σκληρός σίτος εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει ένα περιορισμένο αλλά κρίσιμο ποσοστό της συνολικής παραγωγής σιτηρών, φθάνοντας μόλις το 4% επί του συνόλου. Η παραγωγή για τη σεζόν 2024/25 σημείωσε αύξηση της τάξεως του 11,4% συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο, αγγίζοντας τους 35,3 εκατομμύρια τόνους. Ωστόσο, τα παγκόσμια αποθέματα εισήλθαν σε φάση σημαντικής συρρίκνωσης, καθώς τα carry-over stocks εμφανίζονται μειωμένα κατά 31,6% σε σχέση με την περσινή εμπορική περίοδο. Η εξέλιξη αυτή ενισχύει τη μεταβλητότητα της αγοράς και καθιστά το ισοζύγιο προσφοράς-ζήτησης εξαιρετικά ευάλωτο.
Στον άξονα της ζήτησης, η Βόρεια Αφρική παραμένει κομβική αγορά, με χώρες όπως η Αλγερία, η Τυνησία και το Μαρόκο να αναμένεται να απορροφήσουν συνολικά 3,6 εκατομμύρια τόνους κατά την περίοδο 2024/25. Η Ρωσία αναδεικνύεται σε καίριο εξαγωγικό παίκτη για την περιοχή, ενισχύοντας την παρουσία της κυρίως στην Τυνησία και την Αλγερία, γεγονός που της προσδίδει γεωπολιτικό και αγροτοοικονομικό βάθος στη συγκεκριμένη ζώνη.
Την ίδια στιγμή, οι πλεονασματικές σοδειές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε παγκόσμιο επίπεδο άσκησαν καθοδικές πιέσεις στις τιμές. Ενδεικτικά, στην ιταλική αγορά της Μπολόνια οι τιμές του σκληρού σίτου διαμορφώθηκαν σε πολυετή χαμηλά, με μέσο όρο τα 387,6 ευρώ ανά τόνο, γεγονός που αντανακλά την επίπτωση της υπερπροσφοράς.
Η Ρωσία, για το 2024, κατέγραψε ιστορικό ρεκόρ συγκομιδής σκληρού σίτου, φθάνοντας τους 2,0 εκατομμύρια τόνους. Ωστόσο, μόλις το 28% της παραγωγής πληροί τα αυστηρά ποιοτικά κριτήρια των βαθμίδων 1 έως 3, γεγονός που αναδεικνύει την ανάγκη για εντατικοποίηση των προσπαθειών βελτίωσης της ποιότητας μέσω γενετικής βελτίωσης και ανάπτυξης ποικιλιών υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη.
Παρά τις προκλήσεις στην ποιότητα, οι ρωσικές εξαγωγές για τη σεζόν 2023/24 ανήλθαν σε 636.000 τόνους, με την Τυνησία και την Αλγερία να αποτελούν τους βασικούς εμπορικούς εταίρους. Η περαιτέρω ενίσχυση της ρωσικής παρουσίας στις διεθνείς αγορές προϋποθέτει στρατηγική επέκταση της παραγωγής στους 2,5 εκατομμύρια τόνους ετησίως, εστίαση στη βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των καλλιεργούμενων ποικιλιών και ανάπτυξη εξαγωγικής ικανότητας που να αγγίζει τα 1,5 εκατομμύρια τόνους ετησίως, με κύρια στόχευση τη βορειοαφρικανική ζώνη.
Η ρωσική βιομηχανία σιτηρών βρίσκεται πλέον ενώπιον ενός σύνθετου μετασχηματισμού, όπου η τεχνολογική και ποιοτική αναβάθμιση αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της διεθνούς της απήχησης.