Η Χρυσή Βίζα, αυτό το επενδυτικό “διαβατήριο” προς την ευρωπαϊκή καθημερινότητα, προσέφερε ανάσα στην ελληνική οικονομία σε εποχές σκοτεινής χρηματοοικονομικής δυσπραγίας στην εποχή των μνημονίων.
Όμως, πίσω από τους αριθμούς των πωλήσεων και των τετραγωνικών, αναδύεται πλέον μια βαθύτερη ανησυχία: μήπως το εργαλείο που σχεδιάστηκε για να ενισχύσει τη χώρα, εξελίσσεται σε μηχανισμό εκποίησης της εθνικής περιουσίας;
Η Ελλάδα δεν είναι μια ουδέτερη γεωγραφία, ούτε μία απλή επένδυση σε real estate. Είναι ένα σύνολο ταυτοτήτων, τοπίων και ιστορικών στρωμάτων που δεν μπορεί να εκχωρηθεί σε όποιον διαθέτει μισό εκατομμύριο ευρώ και αναζητά καταφύγιο εντός Σένγκεν.
Η σημερινή μορφή του προγράμματος –προσανατολισμένη σχεδόν αποκλειστικά στην αγορά ακινήτων– ενισχύει φαινόμενα που, αντί να προσθέτουν πλούτο, αφαιρούν προοπτική.
Εκτοξεύει τις τιμές, εκτοπίζει τους ντόπιους από τη στεγαστική αγορά, επαναφέρει τον φόβο των «φουσκωμένων τετραγωνικών», ενώ διαμορφώνει ένα τοπίο οικονομικά άνισο και κοινωνικά εύθραυστο.
Η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη από επενδυτές που αγοράζουν εξοχικές κατοικίες και "κλειδώνουν" την ελληνική τους παρουσία πίσω από κουρτίνες ασφαλείας.
Έχει ανάγκη από ανθρώπους και κεφάλαια που συμμετέχουν. Που ρισκάρουν μαζί της. Που στοιχηματίζουν στο αύριο της.
Γι’ αυτό και απαιτείται ριζική αναδιάρθρωση του προγράμματος. Μπορεί –και πρέπει– η Χρυσή Βίζα να πάψει να λειτουργεί ως εισιτήριο στην αγορά ακινήτων, και να μετατραπεί σε είσοδο στην ελληνική παραγωγική ανασυγκρότηση.
Η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου, με τους δασμούς που ανακοίνωσε ο Ντόναλντ Τραμπ, δημιουργεί νέες πιέσεις στο παγκόσμιο εμπόριο και επηρεάζει αρνητικά τις αγορές.
Εάν ρίξουμε μια ματιά το Χρηματιστήριο Αθηνών υποχώρησε σε χαμηλό τριών εβδομάδων, με τις τραπεζικές μετοχές να είναι στο στόχαστρο. Σε αυτό το περιβάλλον, η ανάγκη για επανασχεδιασμό της Χρυσής Βίζας προς κατευθύνσεις που ενισχύουν τις κεφαλαιαγορές και τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος γίνεται πιο έντονη.
Η στροφή των επενδύσεων από την αγορά ακινήτων προς το χρηματιστήριο και τις αυξήσεις κεφαλαίου στις τράπεζες μπορεί να λειτουργήσει σταθεροποιητικά για την οικονομία και να περιορίσει την εξάρτηση από εξωτερικούς κραδασμούς.
• Σε συμμετοχή σε κεφαλαιακές αυξήσεις ελληνικών τραπεζών – ώστε να ενισχυθεί η ρευστότητα και να μειωθεί το κόστος δανεισμού για την πραγματική οικονομία.
• Σε αγορά μετοχών εισηγμένων εταιρειών – ενισχύοντας τη δυναμική του ελληνικού χρηματιστηρίου και προσελκύοντας θεσμικούς επενδυτές.
• Σε επενδυτικά σχήματα που χρηματοδοτούν την καινοτομία, την αγροτική παραγωγή, τη μεταποίηση – δηλαδή σε τομείς που παράγουν προστιθέμενη αξία και δημιουργούν θέσεις εργασίας.
Ένα τέτοιο σχέδιο θα μετατόπιζε το επίκεντρο από την κατανάλωση κελύφους (ακίνητα) προς την επένδυση στον πυρήνα της οικονομίας. Η Χρυσή Βίζα δεν θα ήταν πλέον απλώς ένα χαρτί με σφραγίδα, αλλά ένα κοινωνικό συμβόλαιο συμμετοχής στην ελληνική αναγέννηση.
«Η εθνική γη και η γεωπολιτική ισορροπία αποτελούν εξίσου κρίσιμες παραμέτρους, καθιστώντας αναγκαία την επιβολή γεωγραφικών περιορισμών. Η ανεξέλεγκτη πώληση ακινήτων σε ακριτικές ή ευαίσθητες περιοχές –από τα Δωδεκάνησα έως τη Θράκη και τα νησιά του Βορείου Αιγαίου– θίγει καίριες πτυχές της εθνικής ασφάλειας.» Γιάτι η Ελληνική γη δεν είναι προϊόν. Είναι σύνορο, είναι ιστορία, είναι ευθύνη.
Η πολιτεία δεν μπορεί να αφήνει την αγορά να καθορίζει τα όρια της επικράτειας. Οφείλει να επιβάλει κανόνες. Να προστατεύσει ό,τι δεν τιμολογείται αλλά κοστίζει.
Πρέπει να έχουμε όραμα αντί για εκποίηση και η Χρυσή Βίζα μπορεί να αναγεννηθεί ως μέσο προσέλκυσης ουσιαστικών επενδύσεων, ως φορέας ανάπτυξης και καινοτομίας, ως εργαλείο δημοσιονομικής ενδυνάμωσης.
Όχι με όρους αποικιοκρατικής διάθεσης τετραγωνικών, αλλά με όρους παραγωγικής σύμπραξης και εθνικού οράματος.
Γιατί η Ελλάδα δεν χρειάζεται άλλους ιδιοκτήτες παραθεριστικών ακινήτων. Χρειάζεται συμμέτοχους. Χρειάζεται συνεπενδυτές. Χρειάζεται συνοδοιπόρους.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις