Στο... χωριό επιστρέφουν ολοένα και περισσότερες οικογένειες, για να γλυτώσουν τα αυξημένα έξοδα διαβίωσης που δημιούργησε η κρίση εδώ και έξι χρόνια και τα οποία φαίνεται πως είναι πιο αφόρητα στην πόλη απ΄ ό,τι στην ύπαιθρο.
Αν και η εσωτερική μετανάστευση από την πόλη στο χωριό δεν πρόλαβε να καταγραφεί στην τελευταία απογραφή πληθυσμού το 2011 σε σχέση με την προηγούμενη του 2001, πηγές του «Κ» στην Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ) αναφέρουν πως οι μεταδημοτεύσεις από αστικούς σε αγροτικούς δήμους έχουν αυξηθεί αισθητά κατά την τελευταία τριετία.
Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ), την ίδια στιγμή που οι δαπάνες ενός νοικοκυριού στην ύπαιθρο μειώνονται -αλλά δεν... καταρρέουν, όπως στην πόλη-, το αγροτικό εισόδημα κοντεύει να συμπέσει με εκείνο το εισόδημα που κατά βάση «παράγεται» στην πόλη.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον οικογενειακό προϋπολογισμό του 2013, προκύπτει ότι η μείωση των δαπανών ενός αστικού νοικοκυριού ήταν υπερδιπλάσια σε σχέση με εκείνη ενός αγροτικού νοικοκυριού (βλ. διάγραμμα 1). Πιο αναλυτικά:
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν σήμερα 1.249 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.594 ευρώ. Επομένως, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν, κατά μέσο, όρο 21,6% λιγότερο απ΄ ό,τι τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές.
Στην πενταετία 20092013 οι οικογένειες στις αγροτικές περιοχές περιόρισαν τις μηνιαίες δαπάνες τους μόνο κατά 253 ευρώ (-15,8%), ενώ αυτές στις αστικές περιοχές μείωσαν τη δαπάνη κατά 729 ευρώ (-32%).
Στις αγροτικές περιοχές μια οικογένεια το 2009 δαπανούσε μηνιαίως 1.502 ευρώ, ενώ το 2013 κατέληξε να δαπανά 1.249 ευρώ. Αντίθετα, μια οικογένεια η οποία ζει σε αστική περιοχή το 2009 δαπανούσε μηνιαίως 2.232 ευρώ και κατέληξε το 2013 να δαπανά μηνιαίως 1.594 ευρώ.
Εξαιρετικά διαφορετική είναι η εικόνα στο επίπεδο του εισοδήματος. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα οποία παρουσιάζει η Πανελλήνια Συνομοσπονδία Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΠΑΣΕ-ΓΕΣ) στην τελευταία ετήσια έκθεσή της, το γεωργικό εισόδημα τείνει να συμπέσει με εκείνο που παράγεται τις αστικές περιοχές (βλ. διάγραμμα 2).
Η μείωση του αγροτικού εισοδήματος το 2012 -παρά την αισθητή αύξηση της αγροτικής παραγωγής- προέκυψε λόγω της μεγάλης αύξησης της ενδιάμεσης κατανάλωσης (εισροών, π.χ., ζωοτροφών, ενέργειας, σπόρων, λιπασμάτων κ.λπ., για να παραχθεί το αγροτικό προϊόν), της κατανάλωσης παγίου κεφαλαίου και της φορολογίας. Οι τιμές των εισροών έχουν εκτιναχθεί κατά την περίοδο 20092012, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, σε αντίθεση με εκείνες των εκροών, δηλαδή του παραγόμενου τελικού προϊόντος της αγροτικής παραγωγής. Την ίδια στιγμή, οι επιδοτήσεις έχουν παραμείνει σταθερές στο διάστημα 20102012 (2,8 - 2,9 δισ. ευρώ ετησίως).
Συνολικά από το 2007 κι έπειτα έχει δημιουργηθεί μια τεράστια «ψαλίδα» μεταξύ του αγροτικού εισοδήματος και των δεικτών αμοιβών και μισθών στις υπηρεσίες, στη βιομηχανία και τις κατασκευές.
Αυτή η «ψαλίδα» έκλεισε σημαντικά την περίοδο 2010-2011, λόγω της εκτίναξης των ελληνικών εξαγωγών αγροτικών προϊόντων. Έκτοτε το επίπεδο του εισοδήματος των 479.000 εργαζομένων στην αγροτική παραγωγή (13,8% επί του συνόλου) και όσων δουλεύουν στην πόλη έχει σχεδόν ταυτιστεί.