Η απόφαση του Δικαστηριου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το βακτήριο Xylella fastidiosa.Η Επιτροπή μπορεί να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να εκριζώσουν όλα τα φυτά που ενδέχεται να έχουν μολυνθεί από το βακτήριο Xylella fastidiosa, ακόμη και ελλείψει συμπτωμάτων μολύνσεως, οσάκις κείνται πλησίον ήδη μολυσμένων από το βακτήριο αυτό φυτών.
Το μέτρο αυτό είναι αναλογικό προς τον σκοπό της φυτοϋγειονομικής προστασίας εντός της Ένωσης και δικαιολογείται από την αρχή της προλήψεως, λαμβανομένων υπόψη των επιστημονικών αποδείξεων που διέθετε η Επιτροπή όταν το έλαβε.
Το 2015, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση , με την οποία επέβαλε στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβαίνουν στην άμεση εκκοπή των φυτών-ξενιστών του βακτηρίου Xylella, ανεξαρτήτως της καταστάσεως της υγείας τους, σε ακτίνα 100 μέτρων πέριξ των μολυσμένων από το βακτήριο αυτό φυτών. Η ίδια η απόφαση αυτή δεν προβλέπει κάποιο καθεστώς αποζημιώσεως.
Συμφώνως προς την απόφαση αυτή, η Servizio Agricoltura della Regione Puglia (διεύθυνση γεωργίας της Περιφέρειας της Απουλίας) υποχρέωσε πολλούς ιδιοκτήτες ελαιώνων στην επαρχία του Μπρίντιζι να κόψουν τα μολυσμένα από το βακτήριο Xylella ελαιόδεντρα, καθώς και όλα τα φυτά-ξενιστές –ακόμη και ελλείψει συμπτωμάτων μολύνσεως από το βακτήριο– που κείνται σε ακτίνα 100 μέτρων πέριξ των μολυσμένων ελαιόδεντρων.
Επιληφθέν της υποθέσεως, το Tribunale amministrativo regionale per il Lazio (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο για το Λάτιο, Ιταλία) ανέστειλε την εντολή της εκκοπής των φυτών που κείνται πλησίον των μολυσμένων ελαιόδεντρων και υπέβαλε ερώτημα στο Δικαστήριο σχετικά με το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης.
Με τη σημερινή απόφασή του, εκδοθείσα στο πλαίσιο της ταχείας διαδικασίας, το Δικαστήριο επιβεβαιώνει το κύρος της αποφάσεως της Επιτροπής υπό το πρίσμα της οδηγίας ερμηνευόμενης βάσει των αρχών της προλήψεως και της αναλογικότητας.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει, κατ’ αρχάς, ότι η «άμεσης» ισχύος υποχρέωση εκκοπής όλων των φυτών-ξενιστών σε ακτίνα 100 μέτρων πέριξ των μολυσμένων φυτών δεν είναι αντίθετη προς την υποχρέωση εφαρμογής της κατάλληλης φυτοϋγεινομικής επεξεργασίας η οποία δύναται να περιλαμβάνει, «εάν παρίσταται ανάγκη», την εκκοπή των φυτών. Αυτή η προηγούμενη επεξεργασία αφορά, πράγματι, όχι τα ίδια τα φυτά, αλλά τα μολυσμένα έντομα «διαβιβαστές» των βακτηρίων και σκοπεί να περιορίσει τον κίνδυνο εξαπλώσεώς τους κατά τον χρόνο εκκοπής του φυτού.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, παρά το γεγονός ότι οι επιστημονικές γνώμες δεν έχουν αποδείξει την ύπαρξη βεβαίας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του βακτηρίου Xylella και της ταχείας ξηράνσεως των ελαιόδεντρων, εντούτοις από τις ίδιες αυτές γνώμες συνάγεται ότι υφίσταται ουσιαστική σχέση μεταξύ αυτού του βακτηρίου και της παθολογίας που πλήττει τα ελαιόδεντρα. Η αρχή της προλήψεως μπορεί, επομένως, να δικαιολογήσει τη λήψη προστατευτικών μέτρων όπως είναι η εκκοπή των μολυσμένων ελαιόδεντρων, και τούτο ακόμη και αν εξακολουθούν να υπάρχουν επιστημονικές αβεβαιότητες για το ζήτημα αυτό.
Ομοίως, το Δικαστήριο φρονεί ότι η εκκοπή των φυτών-ξενιστών που κείνται εγγύς των μολυσμένων φυτών είναι απολύτως αναλογική προς τον σκοπό της επιδιωκόμενης φυτοϋγειονομικής προστασίας. Αφενός, αυτό το μέτρο αποτελεί συνέχεια της λήψεως από την Επιτροπή, το 2014, ολιγότερο επαχθών μέτρων που δεν κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν την εξάπλωση του βακτηρίου στον βορρά της επαρχίας του Λέτσε. Αφετέρου, η Επιτροπή δεν επέβαλε την εκκοπή των φυτών-ξενιστών που κείνται εγγύς των μολυσμένων φυτών υπό ορισμένες συνθήκες, ήτοι οσάκις, όπως στην περίπτωση της επαρχίας του Λέτσε, η εξάλειψη του βακτηρίου Xylella δεν είναι πλέον δυνατή. Εξάλλου, η λήψη ολιγότερο επαχθών μέτρων δεν φαίνεται δυνατή, δεδομένου ότι δεν υφίσταται επί του παρόντος καμία αγωγή δυνάμενη να θεραπεύσει τα μολυσμένα φυτά στο ύπαιθρο.
Εντούτοις, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι, εάν η κατάσταση εξελιχθεί υπό την έννοια ότι η εξάλειψη του βακτηρίου δεν απαιτεί πλέον, επί τη βάσει νέων κρίσιμων επιστημονικών δεδομένων, την εκκοπή των φυτών-ξενιστών που κείνται πλησίον των μολυσμένων φυτών, η Επιτροπή θα πρέπει να τροποποιήσει την απόφασή της προκειμένου να συνεκτιμήσει την εξέλιξη αυτή.
Τέλος, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι το γεγονός και μόνον ότι ούτε η οδηγία ούτε η απόφαση της Επιτροπής δεν περιλαμβάνει κάποιο καθεστώς αποζημιώσεως των ιδιοκτητών ελαιόδεντρων που εκριζώνονται δεν σημαίνει ότι ένα τέτοιο δικαίωμα αποκλείεται. Ο σεβασμός του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσε, όντως, υπό ορισμένες περιστάσεις, να απαιτεί την καταβολή «δίκαιης αποζημιώσεως». Η απόφαση της Επιτροπής δεν μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί άκυρη εκ του λόγου αυτού».