Ενώ το εισόδημα έχει συρρικνωθεί κατά 25%, στην Ελλάδα τα τρόφιμα είναι πιο ακριβά από τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες Στη δεύτερη θέση της λίστας με τις ακριβότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα γαλακτοκομικά προϊόντα και στα αβγά και σε άλλα προϊόντα καθημερινής διατροφής, όπως το ψωμί, βρίσκεται η Ελλάδα το 2015.
Τη στιγμή που το διαθέσιμο εισόδημα έχει συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια κατά 25% σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, στη χώρα μας οι τιμές των τροφίμων είναι υψηλότερες από τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία.
Συγκεκριμένα, τα γαλακτοκομικά και τα αβγά στην Ελλάδα είναι ακριβότερα κατά 31% από τον μέσο κοινοτικό όρο. Επίσης, οι τιμές στη χώρας είναι κατά 14% είναι υψηλότερες στο ψωμί και τα δημητριακά ενώ τα αλκοολούχα ποτά είναι ακριβότερα κατά 17%.
Φθηνότερα πάντως από τον κοινοτικό μέσο όρο είναι τα κρέατα, κατά 12%, και φρούτα και τα λαχανικά κατά 17%, αλλά και ο καπνός κατά 24%.
Στα ψάρια, η Ελλάδα είναι κατά 13% ακριβότερη από τον μέσο κοινοτικό όρο και μάλιστα είναι η τέταρτη ακριβότερη ύστερα από χώρες όπως η Δανία, η Αυστρία και η Σουηδία. Επίσης, η Ελλάδα, ελαιοπαραγωγός χώρα, και με εγχώριες μονάδες παραγωγής βουτύρου και μαργαρινών, είναι ακριβότερη κατά 16% σε σύγκριση με τον μέσο κοινοτικό όρο στην κατηγορία των ελαίων και λιπών. Μάλιστα, είναι η όγδοη ακριβότερη χώρα μεταξύ των «28» και η ακριβότερη μεταξύ των ελαιοπαραγωγών χωρών της Ε.Ε. Στα αναψυκτικά η Ελλάδα είναι 8% ακριβότερη, επίδοση που την καθιστά όγδοη ακριβότερη χώρα μεταξύ των «28» στην κατηγορία αυτή προϊόντων.
Η χώρα μας πάντως δεν συγκαταλέγεται στις τρεις φθηνότερες χώρες σε καμία κατηγορία αγαθών ανάμεσα σε 28 ώρες.
Τα πιο ακριβά αλκοολούχα ποτά πωλούνται στην Ιρλανδία, ενώ οι καπνιστές θα βρουν τα ακριβότερα τσιγάρα στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Βάσει των στοιχείων οι υψηλότερες τιμές καταγράφηκαν στη Δανία, φθάνοντας στο 145% του μέσου κοινοτικού όρου, ενώ ακολούθησαν Σουηδία (124%), Αυστρία (120%), Ιρλανδία και Φιλανδία (119%) και Λουξεμβούργο.
Όσο για τις φθηνότερες χώρες σε αυτές περιλαμβάνονται Πολωνία (63%), Ρουμανία (64%), Βουλγαρία (70%), Λιθουανία (78%), Δημοκρατία της Τσεχίας και Ουγγαρία (79%).