Ο Αναπληρωτής Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιάννης Τσιρώνης, συμμετείχε, τη Δευτέρα 17 Οκτωβρίου, στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο διεξήχθη στο Λουξεμβούργο.
Το κύριο θέμα που απασχόλησε το Συμβούλιο ήταν τα αναγκαία μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, με στόχο την επίτευξη συνολικής μείωσης 40% σε σχέση με το 1990 των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ειδικότερα, διεξήχθη συζήτηση προσανατολισμού επί των προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τον επιμερισμό στα Κράτη Μέλη του ευρωπαϊκού στόχου μείωσης κατά 30% έως το 2030 των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, σε σχέση με το 2005, για τους τομείς που δεν εντάσσονται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (αποτελούν περίπου το 55% των συνολικών εκπομπών της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Οι τομείς αυτοί είναι η γεωργία, οι μεταφορές, ο κτηριακός τομέας, η διαχείριση των στερεών αποβλήτων καθώς και οι εκπομπές και απορροφήσεις διοξειδίου του άνθρακα από τις αλλαγές χρήσεων γης και τη δασοπονία. Η νέα πρόταση θεσπίζει δεσμευτικούς ετήσιους στόχους μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για το κάθε ΚΜ για την περίοδο 2021-2030.
Τα Κράτη Μέλη εξέφρασαν την προσήλωσή τους στους συμφωνημένους στόχους και υποστήριξαν πολιτικά τις νομοθετικές προτάσεις παρά τις διιστάμενες απόψεις ως προς τους επιμέρους προτεινόμενους στόχους και το ρυθμό μείωσης των εκπομπών, αφού κάποιες από τις προτάσεις φαίνεται να «ευνοούν» τις χώρες που έχουν υψηλότερο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) και να «αδικούν» τις χώρες που έχουν ήδη πετύχει μεγάλες μειώσεις, όπως, μεταξύ άλλων, η Ελλάδα.
Ο Αν. Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Τσιρώνης επεσήμανε ότι η Συμφωνία των Παρισίων που προβλέπει τη σταδιακή κατάργηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά το δεύτερο μισό αυτού του αιώνα, απαιτεί ανάληψη ταχείας και αποτελεσματικής δράσης. Ως εκ τούτου, ζήτησε να εξεταστεί άμεσα η υιοθέτηση πιο φιλόδοξων στόχων από την Ευρωπαϊκή Ένωση έτσι ώστε να ληφθούν εγκαίρως μέτρα προκειμένου η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη να περιοριστεί στον 1,5° C. Επεσήμανε επίσης ότι θα πρέπει να διερευνηθούν οι επιπτώσεις στο διαμοιρασμό της προσπάθειας μεταξύ των Κρατών Μελών της ΕΕ από την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο κ. Τσιρώνης υποστήριξε τη γενική κατεύθυνση των νομοθετικών προτάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους τομείς εκτός συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων και χρήσεων γης και δασοπονίας, καθώς και τις προτεινόμενες δυνατότητες ευελιξίας με γνώμονα τη διασφάλιση της περιβαλλοντικής ακεραιότητας των προτεινόμενων μέτρων και στόχων. Παράλληλα, εξήρε τη σημασία της πρότασης για τις αλλαγές χρήσεων γης και τη δασοπονία, αφού λειτουργεί ως κίνητρο για την αύξηση των δασώσεων, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι λογιστικοί υπολογισμοί των απορροφήσεων ταυτίζονται με τις πραγματικές απορροφήσεις.
Τέλος, ο Αν. Υπουργός τόνισε ότι οι υπό συζήτηση νομοθετικές προτάσεις μπορούν να γίνουν ακόμη πιο φιλόδοξες αλλά και περισσότερο δίκαιες και αποτελεσματικές λαμβάνοντας υπόψη το ακαθάριστο εθνικό προϊόν της κάθε χώρας και τις μειώσεις που έχουν ήδη επιτευχθεί από την κάθε χώρα σε σχέση με τους νομοθετημένους στόχους για το 2020.
Ολόκληρη η ομιλία του Αν. ΥΠΕΝ, Γιάννη Τσιρώνη, στο συμβούλιο
«Αγαπητοί συνάδελφοι,
Η επίσημη έναρξη ισχύος της συμφωνίας των Παρισίων σε λίγες ημέρες, την οποία η Ελλάδα έχει ήδη κυρώσει, μας φέρνει όλους προ των ευθυνών μας. Δράττομαι της ευκαιρίας, από αυτό εδώ το βήμα, να επισημάνω κάποια σημαντικά ζητήματα.
Πρέπει να μας απασχολεί με ποιο τρόπο οι στόχοι του 2030, που τέθηκαν για το κλίμα και την ενέργεια, μπορούν να γίνουν συμβατοί με τον ειδικότερο στόχο της συμφωνίας του Παρισιού να συγκρατηθεί η αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας στον 1,5° C. Προφανώς θα περιμένουμε και το επιστημονικό πόρισμα της IPCC (διακυβερνητικής επιτροπής για την κλιματική αλλαγή) αλλά οφείλουμε να αρχίσουμε να το εξετάζουμε άμεσα και εμείς.
Ένα άλλο θέμα που περιπλέκει την κατάσταση και πρέπει να διερευνηθεί είναι οι επιπτώσεις που πιθανώς να προκύψουν στη διαμόρφωση των στόχων μείωσης εκπομπών από την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την πλήρη απεξάρτηση της από τον άνθρακα, είναι αξιόπιστα προδιαγεγραμμένη.
Πλέον, με την εφαρμογή της συμφωνίας των Παρισίων, η σταδιακή κατάργηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά το δεύτερο μισό αυτού του αιώνα αποτελεί σαφή δέσμευση της παγκόσμιας κοινότητας και συνεπώς απαιτεί και από πλευράς μας ταχεία και αποτελεσματική αντίδραση και όχι εφησυχασμό. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να ηγηθεί αυτής της διαδικασίας και για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να συζητήσουμε, συμφωνήσουμε και αποφασίσουμε ένα αναλυτικό οδικό χάρτη για την απεξάρτηση πριν από τον συμφωνημένο παγκόσμιο απολογισμό που θα πραγματοποιηθεί το 2018.
Στο πλαίσιο των όσων προανέφερα, οι νομοθετικές προτάσεις με τα σχέδια κανονισμών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους τομείς εκτός συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων και χρήσεων γης και δασοπονίας, είναι πολύ σημαντικές και κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Θεωρούμε ορθολογικές τις προτεινόμενες δυνατότητες ευελιξίας όπως πχ. η τραπεζική αποταμίευση, ο δανεισμός ετήσιων δικαιωμάτων εκπομπών εντός της περιόδου εμπορίας, και η δυνατότητα μεταβιβάσεων μεταξύ των κρατών μελών.
Η πρόταση για τις χρήσεις γης και τη δασοπονία, είναι εξαιρετικά σημαντική και θα μας βοηθήσει να εξασφαλίσουμε την προσδοκώμενη ισορροπία μεταξύ των καταγεγραμμένων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου και των απορροφήσεων αλλά και να λειτουργήσει ως κίνητρο για την αύξηση των δασώσεων. Πρέπει ωστόσο να εξασφαλίσουμε ότι οι λογιστικοί υπολογισμοί των απορροφήσεων να ταυτίζονται με τις πραγματικές απορροφήσεις.
Κατά τη διάρκεια των πρόσφατων συζητήσεων για το σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων, είχα αναφερθεί στο ζήτημα της δικαιοσύνης των στόχων, που βασίζονται στο σχετικό κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και τις απαιτούμενες βελτιώσεις, ώστε να αντικατοπτρίζεται η σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας, και για το λόγο αυτό, δεν προτίθεμαι να τα επαναλάβω.
Κλείνοντας, τονίζω ότι και οι 2 προτάσεις ίσως μπορούν να γίνουν ακόμη φιλόδοξες. Επιπλέον, συμμεριζόμαστε το αίτημα πολλών χωρών για να γίνουν περισσότερο δίκαιες και αποτελεσματικές. Επιφυλασσόμαστε στο άμεσο μέλλον, όταν θα ξεκινήσει η ουσιαστική-τεχνική συζήτηση κατά άρθρο, να επανέλθουμε σε πιο συγκεκριμένα θέματα».