Σχολιασμός της συνέντευξης Τύπου του Διεθνούς Οργανισμού Αμπέλου και Οίνου, Παρίσι, από το γραφείο Ο.Ε.Υ. της ελληνικής πρεσβείας στο Παρίσι
Πραγματοποιήθηκε την 11η τρέχοντος μηνός στην έδρα του Διεθνούς Οργανισμού Αμπέλου και Οίνου συνέντευξη τύπου, κατά την οποία παρουσιάσθηκε η έκθεση του Οργανισμού για την παγκόσμια παραγωγή προϊόντων αμπέλου (κυρίως οίνους, αλλά και σταφύλια, σταφίδες κ.α) για το 2016. Στην εν λόγω συνέντευξη παρευρέθηκε η κα Α. Δροσοπούλου, Γραμματέας ΟΕΥ Α΄.
Την παρουσίαση της έκθεσης πραγματοποίησε ο Γενικός Διευθυντής του Οργανισμού κ. Jean-Marie Aurand, παρουσία δημοσιογράφων του οικονομικού κυρίως τύπου, αλλά και του κλάδου των τροφίμων και ποτών, καθώς και εκπροσώπων των εδώ διπλωματικών Αρχών των κρατών-μελών του Οργανισμού.
Από την παρουσίαση συγκρατούνται τα κάτωθι:
Εξέλιξη επιφάνειας αμπελοκαλλιεργειών παγκοσμίως.
Η συνολική επιφάνεια που καλύπτονταν από αμπέλια το 2016 ανήλθε σε 7,5 εκατ. εκτάρια. Κατά την περίοδο 2000-2004 η εν λόγω επιφάνεια ήταν σταθερή περί τα 7,8 εκατ. εκτάρια, ενώ από το 2005 μέχρι το 2011 σημείωσε πτώση, φθάνοντας τα 7,4 εκατ. εκτάρια. Από το 2012 μέχρι το 2016 η παγκόσμια επιφάνεια καλλιέργειας αμπέλων παραμένει σταθερή στα 7,5 εκατ. εκτάρια.
Συνολικά 5 χώρες αντιπροσωπεύουν το ήμισυ των παγκόσμιων αμπελοκαλλιεργειών. Συγκεκριμένα, πρόκειται για την Ισπανία (13%), την Κίνα (11%), τη Γαλλία (11%), την Ιταλία (9%) και την Τουρκία (6%). Σημειώνουμε ότι, ενώ στις πρώτες τέσσερεις χώρες, τα καλλιεργήσιμα αμπέλια παράγουν αλκοολούχα προϊόντα (κυρίως οίνους), στην περίπτωση της Τουρκίας, αυτά παράγουν κυρίως σταφύλια και σταφίδες.
Από το 2000 παρατηρείται μία μείωση της καλλιεργήσιμης με αμπέλια επιφάνειας στην Ευρώπη, στην Τουρκία και στο Ιράν, ενώ αντίθετα σημειώνεται αύξηση στις αμπελοκαλλιέργειες στην Κίνα. Οι ΗΠΑ και η πλειονότητα των χωρών του Νότιου ημισφαιρίου διατηρούν σταθερές τις εν λόγω εκτάσεις.
Παγκόσμια παραγωγή οίνου.
Η παγκόσμια παραγωγή οίνου κατά το 2016 ανήλθε σε 267 εκατ. εκατόλιτρα, μειωμένη κατά 7,9% σε σχέση με το 2013 (290 εκατ. εκατόλιτρα) και κατά 3% σε σχέση με το 2015 (276 εκατ. εκατόλιτρα). Το συγκεκριμένο έτος χαρακτηρίσθηκε από ιδιαίτερα δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες σε αρκετές χώρες. Συγκεκριμένα, 50,9 εκατ. εκατόλιτρα οίνου παρήχθησαν στην Ιταλία, 43,5 εκατ. εκατόλιτρα στη Γαλλία, 39,3 στην Ισπανία, 23,9 εκατ. εκατόλιτρα στις ΗΠΑ, 13 εκατ. εκατόλιτρα στην Αυστραλία, 11,4 εκατ. εκατόλιτρα στην Κίνα, 10,5 εκατ. εκατόλιτρα στη Ν. Αφρική, 10,1 εκατ. εκατόλιτρα στη Χιλή και 9,4 εκατ. εκατόλιτρα στην Αργεντινή.
Όσον αφορά την Ευρώπη, η παραγωγή οίνου κατά το 2016 αυξήθηκε ελαφρώς στην Ιταλία και στην Ισπανία, ενώ σημείωσε μείωση στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Πορτογαλία και στη Ρουμανία.
Στον υπόλοιπο κόσμο, αυξημένη παραγωγή οίνου το 2016 είχαν οι ΗΠΑ, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, ενώ μειωμένη η Αργεντινή, η Ν. Αφρική, η Βραζιλία και η Χιλή, κυρίως λόγω των καιρικών συνθηκών.
Η παραγωγή οίνου στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα διαθέσιμα από τον OIV στοιχεία ανήλθε το 2016 σε 2,6 εκατ. εκατόλιτρα, αυξημένη ελαφρώς (+4%) σε σχέση με 2,5 εκατ. εκατόλιτρα το 2015. Ωστόσο, η παραγωγή οίνου στη Χώρα μας μειώθηκε κατά 21,2% από το 2013, οπότε και ανέρχονταν σε 3,3 εκατ. εκατόλιτρα.
Παγκόσμια κατανάλωση οίνου.
Η παγκόσμια κατανάλωση οίνου σταθεροποιήθηκε σε περ. 242 εκατ. εκατόλιτρα από την έναρξη της οικονομικής κρίσης το 2008.
Η κατανάλωση οίνου μειώθηκε σημαντικά στις χώρες που παραδοσιακά καταναλώνουν αλκοόλ, όπως λ.χ στη Γαλλία (-11%) και στην Ιταλία (-9%), ενώ σημείωσε αύξηση στις ΗΠΑ (+13%), στη Γερμανία (+8%) και στην Κίνα (+7%).
Διαχρονικά από το 2000 ως το 2016 οι ΗΠΑ αύξησαν την κατανάλωσή τους σε 31,8 εκατ. εκατόλιτρα, καταλαμβάνοντας παγκοσμίως την πρώτη θέση. Η Ιταλία και η Κίνα αύξησαν, επίσης, την κατανάλωσή τους, σε 22,5 εκατ. εκατόλιτρα και 17,3 εκατ. εκατόλιτρα, αντιστοίχως, ενώ η κατανάλωση οίνου σε Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία και Ρωσία παρέμεινε σταθερή. Για το 2016 η Χώρα μας εμφανίζεται στην 23η θέση κατανάλωσης οίνου, με ποσότητα 2,3 εκατ. εκατόλιτρα, μειωμένη κατά 4,4% σε σχέση με το 2015 και 25,8% σε σχέση με το 2012, οπότε και η ετήσια κατανάλωση οίνου ανήλθε σε 3,1 εκατ. εκατόλιτρα.
Σημειώνουμε ότι ενώ στη συνολική ετήσια κατανάλωση οίνου παγκοσμίως η πρώτη πεντάδα είναι: ΗΠΑ (31,1 εκατ. εκατόλιτρα), Γαλλία (27,2 εκατ. εκατόλιτρα), Ιταλία (20,5 εκατ. εκατόλιτρα), Γερμανία (19,6 εκατ. εκατόλιτρα) και Κίνα (16,2 εκατ. εκατόλιτρα), στην ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση οίνου στις πρώτες πέντε θέσεις απαντώνται οι: Πορτογαλία (54 λίτρα), Γαλλία (51,8 λίτρα), Ιταλία (41,5 λίτρα), Σουηδία (41,0 λίτρα) και Ελβετία (40,3 λίτρα). Η Γερμανία καταλαμβάνει την 8η θέση με ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση 29,3 λίτρα οίνου, οι ΗΠΑ στην 16η με 11,9 λίτρα και η Κίνα στην 21η με μόλις 1,4 λίτρα.
Διεθνείς εμπορικές συναλλαγές οίνου.
Η ποσότητα οίνου που διακινήθηκε παγκοσμίως ανήλθε το 2016 σε 104 εκατ. εκατόλιτρα, σημειώνοντας μείωση κατά 1,2% σε σχέση με το 2015 (105 εκατ. εκατόλιτρα), ενώ η αξία του σημείωσε αύξηση 2%, φθάνοντας τα 29 δισ. Ευρώ από 28 δισ. Ευρώ το 2015.
Ανά κατηγορία οινικού προϊόντος, οι εμπορικές συναλλαγές οίνων σε φιάλη σταθεροποιήθηκαν τα τελευταία 4 έτη (περί τα 54,9 εκατ. εκατόλιτρα), ενώ παρουσιάσθηκε μικρή μείωση στις εξαγωγές-εισαγωγές οίνου χύδην (-4% σε σχέση με το 2015), ο όγκος των οποίων ανήλθε σε 38,3 εκατ. εκατόλιτρα. Αξιοσημείωτη αύξηση 7% παρουσίασαν οι διακρατικές συναλλαγές αφρωδών οίνων (7,9 εκατ. εκατόλιτρα).
Πέραν του ημίσεως της παγκοσμίως εξαγόμενης ποσότητας οίνου (55% επί του συνόλου εξαγωγών οίνου) πραγματοποιήθηκε το 2016 από τρεις χώρες και συγκεκριμένα την Ισπανία (22,3 εκατ. εκατόλιτρα), την Ιταλία (20,6 εκατ. εκατόλιτρα) και τη Γαλλία (14,1 εκατ. εκατόλιτρα).
Ωστόσο, αναφορικά με την αξία εξαγωγών οίνου κατά το ίδιο έτος, η Γαλλία βρίσκεται στην 1η θέση με αξία εξαγωγών οίνου που φθάνει τα 8,25 δισ. Ευρώ (28% της συνολικής αξίας εξαγωγών οίνου), η Ιταλία στη 2ηθέση με 5,35 δισ. Ευρώ (19%), ενώ ακολουθεί στην 3η θέση η Ισπανία με 2,64 δισ. Ευρώ.
Οι πρώτες προβλέψεις για την εσοδεία του 2017 του Νοτίου ημισφαιρίου[1] εμφανίζονται αισιόδοξες για γενικότερη αύξηση της παραγόμενης ποσότητας οίνου, σε σχέση με το 2016. Εξαίρεση αποτελούν η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, οι οποίες αναμένεται να διατηρήσουν σταθερή την ποσότητα παραγωγής τους.