Σε σαφείς προειδοποιήσεις προέβησαν οι παραγωγοί φρούτων στη Βρετανία, αναφέροντας ότι το μέλλον του κλάδου κινδυνεύει, επειδή δεν μπορούν να βρουν αρκετούς εποχιακούς εργάτες. Ωστόσο, οι ίδιοι εξακολουθούν να βλέπουν το Brexit ως ευκαιρία να υιοθετήσουν πολιτικές που θα κάνουν τη χώρα διατροφικά αυτάρκη.
Εκτός από την έλλειψη εργατικού δυναμικού, οι εκπρόσωποι του κλάδου αναφέρουν ότι η αβεβαιότητα των μελλοντικών σχέσεων της ΕΕ με το Ηνωμένο Βασίλειο, αποθαρρύνει τους αγρότες από τις επενδύσεις.
Σύμφωνα με την Εθνική Ένωση Αγροτών (NFU), το 2017 ο αριθμός των εποχιακών υπαλλήλων από χώρες της ΕΕ μειώθηκε κατά 17%, αφήνοντας κενές χιλιάδες θέσεις εργασίας. Στα αίτια της μείωσης αυτής συγκαταλέγονται, μεταξύ άλλων, η πτώση της λίρας, το Brexit και οι μεταβαλλόμενες αντιλήψεις του Ηνωμένου Βασιλείου ως χώρα υποδοχής ατόμων από άλλες χώρες που αναζητούν εργασία.
Κάθε χρόνο, οι βρετανικές καλλιέργειες απασχολούν περίπου 80.000 εργάτες, πολλοί από τους οποίους προέρχονται από τα ανατολικά κράτη μέλη της ΕΕ. Η βιομηχανία φρούτων δυσκολεύεται να προσελκύσει Βρετανούς εργάτες, επειδή οι θέσεις εργασίας δεν προσφέρουν επαρκή μισθό και οι καλλιέργειες βρίσκονται συχνά σε αραιοκατοικημένες περιοχές, όπως η Ανατολική Αγγλία ή σε περιοχές με χαμηλή ανεργία, όπως η Νοτιοανατολική.
Τους πρώτους μήνες του 2017, μόλις 14 από τους 13.400 εργάτες που προσελήφθησαν ήταν Βρετανοί, σύμφωνα με την NFU.
Λόγω των δυσκολιών πρόσληψης των εργατών, τα φρούτα θα μπορούσαν να σαπίσουν στα χωράφια. Ο πρόεδρος της βρετανικής εταιρείας British Summer Fruits (BSF), Laurence Olins, δήλωσε στο The National, ότι οι καταναλωτές θα κατέληγαν να πληρώνουν 50% περισσότερο για τα φρούτα.
«Είναι αδιανόητο, ότι οι άνθρωποι που ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης από την ΕΕ, ήθελαν να καταστρέψουν μια εικονική και απίστευτα ανταγωνιστική βρετανική βιομηχανία φυτοκομίας», ανέφερε ο κ. Olins, συμπληρώνοντας ότι: «Αν όμως δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε πρόσβαση στους εποχικούς εργαζόμενους που είναι αναγκαίοι για την παραγωγή φρούτων στη Βρετανία, τότε θα είμαστε αντιμέτωποι με μια ακούσια συνέπεια του Brexit – συμπεριλαμβανομένων των αυξανόμενων τιμών, την εξάρτηση από τις εισαγωγές και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις».
Διατροφική αυτάρκεια
Παρά τις πρακτικές δυσκολίες που πηγάζουν από το Brexit, οι Βρετανοί παραγωγοί διατηρούν την αισιοδοξία τους για το μέλλον.
Σε σχετική δήλωσή του, ο πρόεδρος της NFU, Meurig Raymond, προτρέπει την κυβέρνηση να στραφεί στη γεωργία και ειδικότερα να επικεντρωθεί στην «ικανότητα της χώρας να παράγει τρόφιμα».
«Απευθύνουμε έκκληση προς την κυβέρνηση να παράγει πολιτικές που θα εξασφαλίσουν, ότι η Βρετανία θα διατηρήσει την ικανότητά της να είναι πιο αυτάρκης, να προωθήσει τα εγχώρια τρόφιμα και να διασφαλίσει ότι θα έχουμε κερδοφόρες, παραγωγικές και προοδευτικές αγροτικές επιχειρήσεις στο μέλλον», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Προειδοποίησε, επίσης, ότι παρόλο που το Ηνωμένο Βασίλειο παράγει το 60% των δικών του προϊόντων διατροφής, ο ρυθμός παραγωγής σταδιακά επιβραδύνεται. Ακόμη, τόνισε ότι μετά το Brexit, αυξήθηκε η τάση για αγορά βρετανικών τροφίμων από το καταναλωτικό κοινό.
Ο κ. Raymond εξήγησε ότι ο στόχος δεν ήταν μια «πλήρως αυτόνομη χώρα», καθώς ορισμένα προϊόντα μπορούν να παράγονται καλύτερα σε άλλες χώρες. Ωστόσο, υποστήριξε ότι οι Βρετανοί αγρότες θα πρέπει να επιδιώξουν «τη μεγιστοποίηση της παραγωγής τροφίμων, στην οποία είναι καλοί».