Η Επιτροπή αναγνωρίζει σήμερα ότι η Ταϊλάνδη έχει αντιμετωπίσει επιτυχώς τις υφιστάμενες ελλείψεις στο νομικό και το διοικητικό της σύστημα στον τομέα της αλιείας. Για τον λόγο αυτό, η Επιτροπή αίρει την επονομαζόμενη «κίτρινη κάρτα», η οποία ίσχυε για την Ταϊλάνδη από τον Απρίλιο του 2015, ως προειδοποίηση από την ΕΕ ότι τη χρονική εκείνη περίοδο η χώρα δεν αντιμετώπιζε επαρκώς την παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία. Η σημερινή απόφαση αναστρέφει το πρώτο στάδιο μιας διαδικασίας που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρη απαγόρευση των εισαγωγών προϊόντων θαλάσσιας αλιείας στην ΕΕ.
Ο Επίτροπος Περιβάλλοντος, Θαλάσσιας Πολιτικής και Αλιείας κ. Καρμένου Βέλα δήλωσε: «Η παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία είναι επιβλαβής για τα παγκόσμια αποθέματα ιχθύων, όμως πλήττει και όσους κερδίζουν τα προς το ζην από τη θάλασσα, ιδίως όσους είναι ήδη ευάλωτοι στη φτώχεια. Η καταπολέμηση της παράνομης αλιείας αποτελεί, ως εκ τούτου, προτεραιότητα για την ΕΕ. Είμαι ενθουσιασμένος που σήμερα έχουμε έναν νέο εταίρο προσηλωμένο στην καταπολέμηση αυτή.»
Μετά την έκδοση της κίτρινης κάρτας, η Επιτροπή και η Ταϊλάνδη ξεκίνησαν μια εποικοδομητική διαδικασία συνεργασίας και διαλόγου. Η διαδικασία αυτή οδήγησε σε σημαντική αναβάθμιση της διακυβέρνησης στον τομέα της αλιείας στην Ταϊλάνδη, σύμφωνα με τις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας.
Η Ταϊλάνδη τροποποίησε το νομικό πλαίσιο για την αλιεία σύμφωνα με τις πράξεις του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Ενίσχυσε τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της ως κράτους σημαίας, κράτους λιμένα, παράκτιου κράτους και κράτους αγοράς, συμπεριέλαβε σαφείς ορισμούς στη νομοθεσία της και θέσπισε αποτρεπτικό καθεστώς κυρώσεων. Επιπλέον, ενίσχυσε τους μηχανισμούς ελέγχου του εθνικού αλιευτικού στόλου της και βελτίωσε τα συστήματα παρακολούθησης, ελέγχου και επιτήρησης, μεταξύ άλλων χάρη στην εξ αποστάσεως παρακολούθηση των αλιευτικών δραστηριοτήτων και σε ένα άρτιο σύστημα επιθεωρήσεων στους λιμένες.
Έχοντας λάβει τα μέτρα αυτά, οι αρχές της Ταϊλάνδης διαθέτουν πλέον όλες τις απαραίτητες πολιτικές για την πρόληψη, την αποτροπή και την εξάλειψη της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας.
Η Ταϊλάνδη διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη διεθνή αλυσίδα εφοδιασμού αλιευτικών προϊόντων. Η μεταποιητική βιομηχανία της, η οποία είναι εξαιρετικά ανεπτυγμένη, βασίζεται σε πρώτες ύλες από τον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Ως συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με τα μέτρα του κράτους λιμένα, η Ταϊλάνδη ενίσχυσε τους ελέγχους εκφορτώσεων ξένων αλιευτικών σκαφών στους λιμένες της, καθώς και τη συνεργασία της με κράτη σημαίας στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό. Επομένως, η ενίσχυση του νομικού και του διοικητικού συστήματος στον τομέα της αλιείας στην Ταϊλάνδη θα μπορούσε να προκαλέσει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην παγκόσμια βιωσιμότητα των αλιευτικών πόρων.
Η Επιτροπή αναγνωρίζει επίσης τις προσπάθειες που κατέβαλε η Ταϊλάνδη για την αντιμετώπιση της εμπορίας ανθρώπων και της σωματεμπορίας, καθώς και για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας στον τομέα της αλιείας. Μολονότι δεν αποτελεί μέρος του διμερούς διαλόγου σχετικά με την παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία, η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης έχουν συζητήσει με τις αρχές της Ταϊλάνδης τις σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την καταναγκαστική εργασία στον τομέα της αλιείας. Η Ταϊλάνδη είναι η πρώτη ασιατική χώρα που ανακοίνωσε, πρόσφατα, την κύρωση της σύμβασης της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αριθ. 188 σχετικά με την εργασία στον τομέα της αλιείας (C188).
Η Επιτροπή συγχαίρει την κυβέρνηση της Ταϊλάνδης για τη δέσμευση αυτή και είναι έτοιμη να στηρίξει περαιτέρω την Ταϊλάνδη όσον αφορά τη δεδηλωμένη φιλοδοξία της να αποτελέσει παράδειγμα για την περιοχή, μεταξύ άλλων μέσω του διαλόγου ΕΕ-Ταϊλάνδης για θέματα εργασίας.
Η Επιτροπή θα συνεχίσει να συνεργάζεται στενά με την Ταϊλάνδη για την καταπολέμηση της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας και για την προώθηση αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας στον τομέα της αλιείας.
Ιστορικό
Η παγκόσμια αξία της παράνομης, λαθραίας και άναρχης (ΠΛΑ) αλιείας εκτιμάται σε 10-20 δισ. ευρώ ετησίως. Κάθε χρόνο αλιεύονται παράνομα μεταξύ 11 και 26 εκατ. τόνοι ψαριών, ποσότητα που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 15% των παγκόσμιων αλιευμάτων. Η ΕΕ είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας αλιευτικών προϊόντων παγκοσμίως.
Η καταπολέμηση της παράνομης αλιείας αποτελεί μέρος της δέσμευσης της ΕΕ ως προς την εξασφάλιση της βιώσιμης χρήσης της θάλασσας και των πόρων της, στο πλαίσιο της κοινής αλιευτικής πολιτικής. Αποτελεί επίσης σημαντικό πυλώνα της στρατηγικής της ΕΕ για τη διακυβέρνηση των ωκεανών, με στόχο τη βελτίωση της διεθνούς διακυβέρνησής τους.
Η απόφαση της Επιτροπής βασίζεται στον κανονισμό της ΕΕ για την «παράνομη, λαθραία και άναρχη αλιεία», ο οποίος άρχισε να ισχύει το 2010. Η πράξη αυτή εξασφαλίζει ότι μόνο τα αλιευτικά προϊόντα που έχουν πιστοποιηθεί ως νόμιμα μπορούν να έχουν πρόσβαση στην αγορά της ΕΕ. Πρωταρχικός στόχος της διαδικασίας ΠΛΑ της ΕΕ είναι ο διάλογος και η παροχή στήριξης σε τρίτες χώρες. Ο διάλογος αυτός έχει συχνά ως αποτέλεσμα την εξασφάλιση νέων εταίρων, προσηλωμένων στην καταπολέμηση της ΠΛΑ αλιείας.
Από τον Νοέμβριο του 2012, η Επιτροπή βρίσκεται σε επίσημο διάλογο με 25 τρίτες χώρες (προχαρακτηρισμός ή «κίτρινη κάρτα»), οι οποίες έχουν λάβει προειδοποίηση σχετικά με την ανάγκη λήψης αποτελεσματικών μέτρων για την καταπολέμηση της παράνομης, λαθραίας και άναρχης αλιείας. Εφόσον διαπιστωθεί σημαντική πρόοδος, η Επιτροπή μπορεί να τερματίσει τον διάλογο (άρση του προχαρακτηρισμού ή «πράσινη κάρτα»). Μέχρι σήμερα, λίγες μόνο χώρες δεν έχουν επιδείξει την απαιτούμενη δέσμευση για τις μεταρρυθμίσεις. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να εισαχθούν στην ΕΕ αλιευτικά προϊόντα που έχουν αλιευθεί από σκάφη των εν λόγω χωρών (χαρακτηρισμός και εγγραφή στον κατάλογο ή «κόκκινη κάρτα»).