Το πρόγραμμα προβλέπει την επιβολή τελών κυκλοφορίας σε υφιστάμενους και νέους ελκυστήρες
H νέα μελέτη του ΙΟΒΕ, η οποία παρουσιάστηκε σήμερα από τον κ. Άγγελο Τσακανίκα, Επιστημονικό Σύμβουλο του ΙΟΒΕ και Επίκουρο Καθηγητή του ΕΜΠ, στο πλαίσιο του 2ου Συνεδρίου για την Εκμηχάνιση της Ελληνικής Γεωργίας, το οποίο διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Μηχανημάτων (Σ.Ε.Α.Μ.) στην Θεσσαλονίκη, έχει ως αντικείμενο την αποτύπωση και ανάλυση των πιο πρόσφατων τάσεων στην αγορά αγροτικών μηχανημάτων και τον αγροτικό τομέα γενικότερα, καθώς και την εκτίμηση των δυνητικών οικονομικών επιδράσεων από τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό του αγροτικού τομέα
Τέλη κυκλοφορίας στα τρακτέρ προτείνει ο ΙΟΒΕ στο 2ο Συνέδριο για την Εκμηχάνιση της Ελληνικής Γεωργίας, το οποίο διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Μηχανημάτων (Σ.Ε.Α.Μ.)
Η υφιστάμενη διάρθρωση και τα χαρακτηριστικά του στόλου των γεωργικών ελκυστήρων(υψηλή μέση ηλικία, μέτρια ιπποδύναμη, χαμηλός «φυσικός» ρυθμός ανανέωσης) καθιστούν αναγκαία την προσπάθεια ανανέωσής του, με τη λήψη των απαραίτητων μέτρων πολιτικής και την παροχή των κατάλληλων κινήτρων προς τους αγρότες. Επιπλέον, προβλέπονται αυστηρές κοινοτικές οδηγίες σε θέματα περιβάλλοντος και οδικής ασφάλειας, που απαιτούν τη συμμόρφωση της Ελλάδας με τους ευρωπαϊκούς κανόνες. Επίσης, ο εκσυγχρονισμός του στόλου των αγροτικών μηχανημάτων που χρησιμοποιούνται στην αγροτική παραγωγή θα έχει πολλαπλά οφέλη στα μεγέθη της αγροτικής οικονομίας και στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου.
Προτείνεται ένα πρόγραμμα απόσυρσης παλαιών ελκυστήρων και παροχής κινήτρων για την απόκτηση νέων, εξοπλισμένων με νέες τεχνολογίες, ώστε να αυξηθεί η αποδοτικότητα των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, να διευκολυνθεί η προσπάθεια αναδιάρθρωσης των παραγωγικών δομών του πρωτογενούς τομέα, να προωθηθεί η επιχειρηματικότητα και να βελτιωθούν οι συνθήκες εργασίας των αγροτών, συμβάλλοντας ακόμα και στη μείωση των εκπομπών CO2.
Το πρόγραμμα προβλέπει την επιβολή τελών κυκλοφορίας σε υφιστάμενους και νέους ελκυστήρες, ενώ το κριτήριο της επιδοματικής ενίσχυσης είναι η ιπποδύναμη του νέου ελκυστήρα. Το πρόγραμμα βασίζεται σε τέτοιες υποθέσεις ώστε να είναι δημοσιονομικά θετικό, δηλαδή τα ετήσια έσοδα του Δημοσίου από την επιβολή τελών κυκλοφορίας και ΦΠΑ από τις πρόσθετες πωλήσεις ελκυστήρων να είναι υψηλότερα από την κρατική επιδότηση.
Από την ανάλυση των Σεναρίων Δράσης και Μη Δράσης, προκύπτει ότι το σχέδιο ανανέωσης του στόλου των γεωργικών ελκυστήρων είναι προτιμότερη λύση σε σύγκριση με τη μη λήψη μέτρων πολιτικής για την τεχνολογική αναβάθμιση της αγροτικής παραγωγής.
Ενδεικτικά επιπρόσθετα μέτρα ενίσχυσης του κλάδου γεωργικών μηχανημάτων είναι τα ακόλουθα: μέτρα προώθησης της εκμηχάνισης που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2014-2020, δημιουργία επίσημου μητρώου γεωργικών ελκυστήρων, βελτίωση της συλλογής στατιστικών δεδομένων, καταγραφή συγκεκριμένων μελλοντικών ποσοτικών στόχων και ορισμός δεικτών παρακολούθησης, προώθηση του θεσμού«εργολάβου καλλιεργητικών εργασιών», καθιέρωση περιοδικού τεχνικού ελέγχου γεωργικών μηχανημάτων, εκπαίδευση-κατάρτιση των αγροτών σε νέες τεχνολογίες, διευκόλυνση πιστώσεων για την επένδυση σε τεχνολογικό εξοπλισμό κ.ά.
Διαβάστε αναλυτικά την μελέτη του ΙΟΒΕ εδώ
Η Ελληνική Οικονομία σήμερα
Η Ελλάδα είναι μια ανεπτυγμένη χώρα, με ένα υψηλό επίπεδο διαβίωσης και "πολύ υψηλό" Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης, όπου κατατάσσεται 22η στον κόσμο το 2010,και 22η στον δείκτη του The Economist του 2005 για την ποιότητα ζωής παγκοσμίως. Με βάση τα στοιχεία της Eurostat το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν ισο με το 94% του μέσου όρου της ΕΕ το 2008.Οι κύριοι μεγάλοι κλάδοι της Ελληνικής οικονομίας είναι ο τουρισμός, η ναυτιλία, η βιομηχανική παραγωγή τροφίμων και η επεξεργασία καπνού, η υφαντουργία, τα χημικά, τα προϊόντα μετάλλου, η μεταλλευτική και οι μονάδες διύλισης πετρελαίου.
Η Ελλάδα είναι μια ανεπτυγμένη χώρα με οικονομία βασιζόμενη στις υπηρεσίες (80%) και στη βιομηχανία (16%) και στη γεωργία το (4%) το 2017. Σημαντική "βιομηχανία" της χώρας είναι ο τουρισμός και η ναυτιλία. Με 18 εκατομμύρια διεθνείς τουρίστες το 2013, η Ελλάδα ήταν η 7η πιο επισκεπτόμενη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η 16η στον κόσμο. Το Ελληνικό Εμπορικό Ναυτικό είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο, ενώ τα πλοία που ανήκουν στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν το 15% της παγκοσμίως το 2013. Η αυξημένη ζήτηση για διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές μεταξύ Ελλάδας και Ασίας οδήγησε σε πρωτοφανείς επενδύσεις στον ναυτιλιακό κλάδο.
Η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη οικονομία στα Βαλκάνια και αποτελεί σημαντικό επενδυτή. Η Ελλάδα υπήρξε ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην Αλβανία το 2013, ο τρίτος στη Βουλγαρία, στους τρεις πρώτους στη Ρουμανία και τη Σερβία και ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος και ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη Βόρεια Μακεδονία.
Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως προηγμένη οικονομία με υψηλά εισοδήματα και ήταν ιδρυτικό μέλος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου (ΟΣΕΠ). Η χώρα εντάχθηκε στην ΕΟΚ το 1981 και το 1999 στην ΟΝΕ υιοθετώντας το 2001 το ευρώ ως νόμισμά της με συναλλαγματική ισοτιμία 340,75 δραχμές ανά ευρώ. Η Ελλάδα είναι μέλος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Το 2009, η Ελλάδα είχε την δεύτερη χαμηλότερη κατάταξη στην ΕΕ σύμφωνα με τον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας (μετά την Πολωνία), ενώ κατατάσσεται 81η παγκοσμίως. Η χώρα υποφέρει από υψηλά επίπεδα πολιτικής και οικονομικής διαφθοράς και χαμηλή ανταγωνιστικότητα συγκριτικά με τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας γύρισε σε αρνητικό πρόσημο το 2009, για πρώτη φορά από το 1993.[15] Μια ένδειξη της τάσης υπερχρέωσης τα περασμένα χρόνια είναι το γεγονός ότι η αναλογία ιδιωτικών δανείων προς καταθέσεις ξεπέρασε τις 100 μονάδες (αναλογία δηλαδή μεγαλύτερη του 1 προς 1) κατά την διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του έτους 2007.[16]
Μέχρι το τέλος του 2009, ως αποτέλεσμα του συνδυασμού της διεθνούς οικονομικής κρίσης και εσωτερικών παραγόντων (ανεξέλεγκτης σπατάλης λίγο πριν τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009), η Ελληνική οικονομία αντιμετώπισε την πιο σοβαρή της κρίση από το 1993, με το υψηλότερο δημόσιο έλλειμμα (αν και κοντά σε αυτό της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου) καθώς και το δεύτερο υψηλότερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ στην ΕΕ. Το δημόσιο έλλειμμα του 2009 έφτασε στο 15,4% του ΑΕΠ. Αυτό, και τα αυξανόμενα επίπεδα χρέους (στο 127,1% του ΑΕΠ το 2009) οδήγησαν σε υψηλό κόστος δανεισμού, που προκάλεσε μια σοβαρή οικονομική κρίση.[17] Η Ελλάδα προσπαθεί να καλύψει το υπερβολικό δημόσιο έλλειμμα της στα ίχνη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.[18]
Το εργατικό δυναμικό της Ελλάδος φτάνει συνολικά τα 4,9 εκαττομύρια, και είναι το δεύτερο πιο σκληρά εργαζόμενο αναμέσα στις χώρες του ΟΟΣΑ, μετά την Νότιο Κορέα.Το Κέντρο Ανάπτυξης του Γκρόνιγκεν δημοσίευσε μια έρευνα που αποκάλυπτε ότι μεταξύ του 1995 και του 2005, η Ελλάδα ήταν η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο ανάμεσα στα Ευρωπαϊκά έθνη. Οι Έλληνες εργάστηκαν κατά μέσον όρο 1.900 ώρες ανά έτος, ακολουθούμενοι από τους Ισπανούς (με μέσο όρο 1.800 ώρες ανά έτος).
Η ελληνική γεωργία απασχολεί 528.000 αγρότες, το 12% του συνολικού εργατικού δυναμικού. Παράγει μόνο το 3,6% του εθνικού ΑΕΠ (περίπου 15 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως). Πολλοί μετανάστες της χώρας απασχολούνται στον αγροτικό τομέα της οικονομίας, καθώς και στις κατασκευές και τα δημόσια έργα.
Επί του παρόντος, η ελληνική γεωργία επιχορηγείται σε μεγάλο βαθμό από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. Ορισμένες μειώσεις των επιδοτήσεων προγραμματίζονται εντός της επόμενης δεκαετίας.
Τι ξεχνάμε
Τι είναι η αγροτική ανάπτυξη;
Στο πλαίσιο της ΚΓΠ, η αγροτική ανάπτυξη επιδιώκει να διατηρήσει την ύπαιθρο ζωντανή στηρίζοντας προγράμματα επενδύσεων, εκσυγχρονισμού και στήριξης των δραστηριοτήτων – τόσο των γεωργικών όσο και των μη γεωργικών – στις αγροτικές περιοχές.
Γιατί οι γεωργοί χρειάζονται χρηματοδότηση από το Δημόσιο και OXI επιπλέον φορολόγηση και μέτρα.
Αντίθετα με την αντίληψη που υπάρχει σε ορισμένες χώρες, δεν χορηγούνται υπέρογκα ποσά στη γεωργία. Ο χρόνος και τα χρήματα που επενδύουν οι γεωργοί στη δουλειά τους υπάρχει πάντα περίπτωση να πάνε χαμένα λόγω οικονομικών, υγειονομικών και καιρικών συνθηκών που αυτοί δεν μπορούν να ελέγξουν. Η ενασχόληση με τη γεωργία προϋποθέτει μεγάλη επένδυση, τόσο σε ανθρώπινους όσο και σε οικονομικούς πόρους, και αποδίδει μόνον ύστερα από μήνες, καμιά φορά ακόμη και χρόνια, ενώ επηρεάζεται συνεχώς από εξωτερικούς παράγοντες.
Η στήριξη του εισοδήματος των γεωργών εξασφαλίζει τη συνέχιση της παραγωγής τροφίμων σε όλη την ΕΕ και αντισταθμίζεται με την παροχή δημόσιων αγαθών που έχουν μηδενική αγοραία αξία: περιβαλλοντική προστασία, καλή μεταχείριση των ζώων, ασφαλή τρόφιμα υψηλής ποιότητας κ.λπ.
Τα εν λόγω «δημόσια αγαθά» έχουν ακόμη μεγαλύτερη σημασία διότι τα πρότυπα που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο. Αυτό καθιστά την παραγωγή τροφίμων στην Ευρώπη πιο ακριβή απ' ό,τι σε χώρες που δεν εφαρμόζουν τόσο αυστηρά πρότυπα.
Χωρίς δημόσια στήριξη, οι γεωργοί της Ευρώπης δεν θα μπορούσαν να ανταγωνίζονται τους γεωργούς άλλων χωρών και παράλληλα να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των ευρωπαίων καταναλωτών. Πέραν τούτου, καθώς η κλιματική αλλαγή γίνεται ολοένα πιο αισθητή, το κόστος της βιώσιμης γεωργίας θα συνεχίσει να αυξάνεται.
Το αγροτικό πρόβλημα:
1. Απρόβλεπτες επιδράσεις καιρικών και βιολογικών μεταβολών
2. Ανελαστική ζήτηση και προσφορά
3. Χαμηλή εισοδηματική ελαστικότητα
4. Υψηλή εξειδίκευση παραγωγικών συντελεστών
5.Οι αγροτες δεν καθορίζουν τις τιμές των προιόντων τους σύμφωνα με το κόστος παραγωγής
Οι δύο πρώτες ιδιομορφίες προκαλούν το πρόβλημα της αστάθειας των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Εξαιτίας της μικρής ελαστικότητας (2), οι μεταβολές της προσφοράς και της ζήτησης (1) οδηγούν σε μεγάλες μεταβολές των τιμών.Οι δυο τελευταίες ιδιομορφίες προκαλούν το πρόβλημα των χαμηλών αγροτικών εισοδημάτων. Εξαιτίας της μικρής εισοδηματικής ελαστικότητα (3) το αγροτικό εισόδημα αυξάνει με μικρότερο ρυθμό από το κατά κεφαλή και εξαιτίας της υψηλής εξειδίκευσης των συντελεστών (4) είναι δύσκολη η μετακίνησή τους ακόμα κι αν μπορούν να πετύχουν μεγαλύτερο εισόδημα σε άλλους τομείς.
Οι στόχοι της αγροτικής πολιτικής θα έπρεπε να διακρίνονται στους κλασικούς:
1. Ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος
2. Αύξηση της αγροτικής παραγωγής
3. Βελτίωση της παραγωγικότητας
4. Προστασία του καταναλωτή (προδιαγραφές υγιεινής)
5. Προστασία του περιβάλλοντος
Οι μορφές της αγροτικής πολιτικής διακρίνονται σε γενικά θεσμικά μέτρα (όπως η ρύθμιση της ιδιοκτησίας γης, των συνεταιρισμών, της ασφάλισης των αγροτών κλπ.) σε μέτρα στήριξης των τιμών και των εισοδημάτων (όπως επιδοτήσεις, δασμοί, μεταβιβάσεις, κλπ.) και σε μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα (όπως βελτίωση υποδομών, κατάρτιση, κλπ.)
Η αξιολόγηση των μέτρων αγροτικής πολιτικής γίνεται με βάση τις μεταβολές στα πλεονάσματα καταναλωτών και παραγωγών.
Η ταξινόμηση των μέτρων αγροτικής πολιτικής γίνεται με κριτήριο το σημείο εφαρμογής τους. Έτσι υπάρχουν μέτρα που εφαρμόζονται στο επίπεδο της αγροτικής εκμετάλλευσης, στο επίπεδο της εγχώριας αγοράς και στο επίπεδο των συνόρων της χώρας.