Το 80% περίπου της παραγωγής διακινείται παραδοσιακά στις αγορές της κεντρικής Ευρώπης, γεγονός που προκαλεί έντονη ανησυχία στους καλλιεργητές της περιοχής.
Ο πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Νέστου, σπαραγγοκαλλιεργητής και ο ίδιος, Γιάννης Πασαλίδης, μιλώντας στο ΑΠΕ - ΜΠΕ δεν κρύβει την ανησυχία του για την κατάσταση που διαμορφώνεται στην ελληνική και κυρίως στην ευρωπαϊκή αγορά, στην οποία προοριζόταν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής σπαραγγιών.
Ανησυχία για τους παραγωγούς της Καβάλας
«Πάνω από το 80% της παραγωγής μας από τα συσκευαστήρια του Νέστου εξάγεται σε χώρες της κεντρικής Ευρώπης, όπως στη Γερμανία, στην Αυστρία, την Πολωνία, την Ιταλία, την Ελβετία και την Ολλανδία και μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό διατίθεται στην ελληνική αγορά. Δυστυχώς, η κατάσταση δυσκόλεψε πολύ, καθώς υπάρχουν προβλήματα όχι μόνο στη διάθεση του σπαραγγιού, αλλά στη συγκομιδή και την μεταποίηση του στα συσκευαστήρια».
Από τα 10 σκευαστηρια λειτουργούν τα 6
Ο κ. Πασαλίδης, υπογραμμίζει, ότι από τα συνολικά δέκα συσκευαστήρια στην περιοχή του Νέστου, λειτουργούν σήμερα μόνο τα έξι κι αυτά με πολλές δυσκολίες, λόγω έλλειψης εργατικού προσωπικού. «Όχι τόσο στα χωράφια όπου υπάρχουν κάποιοι Έλληνες και αλλοδαποί εργάτες, αλλά στα συσκευαστήρια όπου απασχολούντα κυρίως γυναίκες οι οποίες αδυνατούν να εργαστούν, είτε λόγω του φόβου από τον ιό, είτε γιατί δεν έχουν που να αφήσουν τα παιδιά τους», σημειώνει.
Οι Γερμανοι προτιμούν τα σπαραγγια της Καβάλας
Ο βλαστός σπαραγγιού προτιμάται πολύ από τους Γερμανούς καταναλωτές, οι οποίοι από τον Μάρτιο έως τον Μάιο το έχουν ψηλά στη διατροφική τους λίστα. «Το σπαράγγι, όπως και η τομάτα άλλωστε με την οποία οι παραγωγοί στην Κρήτη έχουν το ίδιο πρόβλημα με εμάς», σημειώνει ο Καβαλιώτης σπαραγγοκαλλιεργητής, «είναι ένα πολύ ευαίσθητο αγροτικό προϊόν καθώς μέσα σε ελάχιστες ώρες από τη συγκομιδή του πρέπει να επεξεργαστεί, να συσκευαστεί και να φύγει γα τις αγορές του εξωτερικού». Ο κ. Πασαλίδης, επισημαίνει, ότι ήδη κάποιες κατηγορίες σπαραγγιών καταστράφηκαν, αφού δε μπόρεσαν να διατεθούν έγκαιρα. "Είναι ένα προϊόν με υψηλό κόστος παραγωγής άρα καταλαβαίνετε ότι οι παραγωγοί έχουν υποστεί μεγάλη οικονομική ζημία», προσθέτει.
Οι έντονες βροχοπτώσεις πλημμύρισαν τα χωράφια
Οι σπαραγγοκαλλιεργητές του Νέστου ήταν ίσως ένας από τους λιγοστούς αγρότες που είδαν το εισόδημά τους εν μέσω οικονομικής κρίσης να μην πλήττεται, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους εξάγεται. Σήμερα, ωστόσο, τριάντα δυο σχεδόν χρόνια μετά τη διάδοση της καλλιέργειας του σπαραγγιού στην εύφορη πεδιάδα του Νέστου (ξεκίνησε να καλλιεργείται το 1988 όταν οι αγρότες έλαβαν τη σοφή απόφαση να μεταστραφούν από τις παραδοσιακές καλλιέργειες, όπως σιτάρι, βαμβάκι, καπνό, σε νέες δυναμικές καλλιέργειες όπως το σπαράγγι και το ακτινίδιο) οι σπαραγγοκαλλιεργητές βρίσκονται σχεδόν σε απόγνωση και ζητούν κάθε δυνατή βοήθεια προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτή τη δύσκολη κατάσταση που δημιουργήθηκε από την εξάπλωση της πανδημίας.
Η παραγωγή των σπαραγγιών απασχολεί περισσότερα 600 άτομα, ανάλογα βέβαια με τις ανάγκες των συσκευαστηρίων και της συγκομιδής. Και μπορεί ο κορονοϊός να αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα, ωστόσο οι τελευταίες έντονες βροχοπτώσεις που έπληξαν την περιοχή πλημμύρισαν πολλές εκτάσεις, με αποτέλεσμα να έχει συλλεχθεί μόνο το 1/3 της παραγωγής. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις οι έντονες βροχοπτώσεις έχουν καταστήσει σχεδόν αδύνατη τη συγκομιδή και την καλλιέργει για τους επόμενους μήνες.
Ο κ. Πασαλίδης, επισημαίνει, ότι υπάρχει ο κίνδυνος πολλά κτήματα μέσα στον κάμπο να μείνουν άσπαρτα και οι αγρότες να δουν τα εισοδήματα τους με μειώνονται δραματικά.
Τέλος, κάπως καλύτερη φαίνεται πως είναι η κατάσταση με τα ακτινίδια, αφού πρόκειται για ένα αγροτικό προϊόν περισσότερο ανθεκτικό που αντέχει να διατηρηθεί σε ψυγεία. Και σε αυτή την
περίπτωση, σύμφωνα με τον κ. Πασαλίδη, υπάρχουν σημαντικά προβλήματα με τη διακίνησή του.
«Ο συνεταιρισμός μας φέτος», επισημαίνει, «έκλεισε μια μεγάλη παραγγελία ακτινιδίων για την Κίνα και τις ΗΠΑ. Είναι μια προσπάθεια προώθησης του προϊόντος σε αυτές τις αγορές που ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια και πηγαίνει ευτυχώς καλά. Δυστυχώς, με την πανδημία που ξέσπασε προλάβαμε και στείλαμε στις ΗΠΑ μόνο τους 600 τόνους. Υπολείπονταν άλλοι 200 που νομίζω ότι δε θα μπορέσουν να φύγουν με τα κοντέινερ ώστε να διοχετευτούν στην αμερικανική αγορά».