Στο τομέα της πρωτογενούς παραγωγής οι πρώτες επιπτώσεις από την εφαρμογή των μέτρων για την προφύλαξη της υγείας των συνανθρώπων μας έγιναν γρήγορα ορατές.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα παρακολουθούμε με αμείωτο ενδιαφέρον τις εξελίξεις που αφορούν τη δημόσια υγεία σχετικά με την ασθένεια του Κορωνοϊού (COVID-19). Μία πανδημία που επηρέασε την υγεία πολλών συνανθρώπων μας και τα μέτρα που κληθήκαμε να ακολουθήσουμε άλλαξαν την καθημερινότητα μας, τον τρόπο με τον οποίο εργαζόμαστε, αλλά και την αλληλεπίδραση μας με το κοινωνικό περιβάλλον. Η μετάβαση σε μία νέα πραγματικότητα ανέγειρε προβληματισμούς που είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με βασικούς τομείς της οικονομίας όπως για παράδειγμα η γεωργία, ο τουρισμός και το λιανεμπόριο.
Στο τομέα της πρωτογενούς παραγωγής οι πρώτες επιπτώσεις από την εφαρμογή των μέτρων για την προφύλαξη της υγείας των συνανθρώπων μας έγιναν γρήγορα ορατές. Σε αντίθεση με άλλους παραγωγικούς κλάδους δεν μπορούσε η εργασία στο χωράφι ή στο στάβλο να αντικατασταθεί με τηλεργασία, οι εποχικοί εργάτες γης που στην πλειονότητά τους είναι αλλοδαποί δεν μπορούσαν λόγω των κλειστών συνόρων να εισέλθουν στη χώρα μας και τα ευπαθή προϊόντα δεν μπορούσαν να φτάσουν στους καταναλωτές έγκαιρα. Κατά επέκταση άρχισαν να δημιουργούνται προβληματισμοί σχετικά με την επάρκεια των τροφίμων, την ασφάλεια τους, τις τιμές των αγροτικών προϊόντων και τις εξαγωγές αυτών.
Η πρωτογενής παραγωγή που περιλαμβάνει τη γεωργία, τη κτηνοτροφία και την αλιεία δεν είναι ανεπηρέαστη από τις εξελίξεις που συμβαίνουν στους άλλους κλάδους της οικονομίας. Αποτελεί άλλωστε μέρος αυτών. Έχει όμως το συγκριτικό πλεονέκτημα ότι μπορεί να τροφοδοτεί το λιανεμπόριο, τη μεταποίηση, ενώ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εφοδιαστικής αλυσίδας. Ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν καλύπτονται πάγιες ανάγκες όπως λιπάσματα, γεωργικά φάρμακα πάλι μπορεί να υπάρχει παραγωγή ακόμα και με χαμηλότερες αποδόσεις. Επομένως δεν τίθεται το ζήτημα του αν θα σταματήσει η πρωτογενής παραγωγή. Το θέμα που τίθεται είναι εάν θα αποδίδει προς όφελος του παραγωγού. Εδώ η απάντηση χωρίς δεύτερη σκέψη είναι αρνητική. Απαιτείται επομένως αναστροφή της κατάστασης προτού οι οικονομικές επιπτώσεις για τους γεωργούς και τους κτηνοτρόφους συσσωρευτούν και τους οδηγήσουν σε αδιέξοδο.
Πολύ συχνά λέμε ότι όταν έχουμε μάθει να βαδίζουμε σε ένα συγκεκριμένο μονοπάτι για να φτάσουμε στον προορισμό μας δύσκολα το αλλάζουμε. Η συγκεκριμένη ρήση κρύβει μία μεγάλη αλήθεια για την ελληνική ύπαιθρο. Είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν νοοτροπίες χρόνων μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η πάγια πολιτική για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων στην πρωτογενή παραγωγή είναι η απόδοση επιδομάτων ή φοροελαφρύνσεων, μία πολιτική που δεν ισχύει μόνο για τη χώρα μας αλλά και για τα υπόλοιπα Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η πολιτική δεν είναι εσφαλμένη. Δεν μπορεί όμως να αποτελεί λύση σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση που επηρεάζει τους οικονομικούς συντελεστές που αφορούν την ύπαιθρο και τα προϊόντα της. Καλύπτει εν μέρει βραχυχρόνια προβλήματα, εάν επιθυμούμε όμως να μιλάμε για βιώσιμη ανάπτυξη στην ύπαιθρο απαιτούνται στρατηγικές που θα απευθύνονται σε βάθος χρόνου. Στρατηγικές που εάν εφαρμοστούν αποτελεσματικά θα είναι ικανές σε αντίστοιχες περιπτώσεις στο μέλλον να στηρίξουν την οικονομία της υπαίθρου.
Οι στρατηγικές αυτές είναι πολυεπίπεδες και εμπλέκουν και άλλους οικονομικούς κλάδους εκτός της γεωργίας. Η εφαρμογή νέων τεχνολογιών, η μεταποίηση, η πιστοποίηση των αγροτικών προϊόντων, οι εξαγωγές αποτελούν τομείς που μέχρι και σήμερα είναι σε πρώιμο στάδιο και χαίρουν ανάπτυξης. Η απόσταση από τη θεωρία στην πράξη και σε αυτές τις περιπτώσεις είναι σημαντική. Δεν μπορούμε για παράδειγμα να μιλάμε για γεωργία ακριβείας και να απευθυνόμαστε σε παραγωγούς που δεν έχουν βασικές γνώσεις και δεξιότητες σε νέες τεχνολογίες. Η γεωργία 4.0 που είναι το επόμενο και σημαντικό βήμα στην ανάπτυξη της υπαίθρου για να είναι αποτελεσματική θα πρέπει οι γεωργοί που θα κληθούν να την εφαρμόσουν να γνωρίζουν πώς να αξιοποιήσουν τα μέσα που τους προσφέρει. Στην αντίθετη περίπτωση θα αποτελέσει ένα ακόμα φιλόδοξο σχέδιο που δεν ευδοκίμησε. Η μεταποίηση των αγροτικών προϊόντων που έχει το πλεονέκτημα ότι προσφέρει σημαντικά οικονομικά οφέλη στους παραγωγούς συγκριτικά με την εμπορία των νωπών προϊόντων και παράλληλα εξασφαλίζει για τα προϊόντα αυτά μεγαλύτερη διάρκεια ζωής, σήμερα είναι μία επίπονη γραφειοκρατική διαδικασία που αποθαρρύνει σημαντικά όσους παραγωγούς επιθυμούν να δημιουργήσουν μία μεταποιητική μονάδα. Όσο αφορά την πιστοποίηση των αγροτικών προϊόντων είναι γενική διαπίστωση πως οι περισσότεροι αγρότες δεν αντιλαμβάνονται τη χρησιμότητα των πιστοποιητικών καθώς και τα οφέλη που υπάρχουν με την παραγωγή ασφαλών και παράλληλα ποιοτικών προϊόντων.
Για το λόγο αυτό είναι σημαντικές οι κατάλληλες παρεμβάσεις ώστε να διευρυνθούν οι ορίζοντες των παραγωγών και να οδηγηθούν σε ασφαλής και εποικοδομητικούς για αυτούς δρόμους. Ίσως να ήρθε τώρα ο καιρός ώστε να βαδίσουν και σε κάποιο καινούριο μονοπάτι από αυτό που μέχρι σήμερα βάδιζαν. Για να συμβεί αυτό απαιτείται πρόσβαση στη γνώση, στη σωστή πληροφόρηση και στην απόκτηση των κατάλληλων δεξιοτήτων ώστε να ανταπεξέλθουν αποτελεσματικά στις νέες προκλήσεις.
Είναι επομένως αντιληπτό ότι μία πολιτική που αποσκοπεί στην επίλυση σημαντικών προβλημάτων της υπαίθρου και δεν λειτουργεί «πυροσβεστικά» δεν επιλύει μόνο τα προβλήματα των επιπτώσεων στην πρωτογενή παραγωγή από τη λήψη μέτρων λόγω της ασθένειας του Κορωνοϊού, αλλά παράλληλα δημιουργεί δυνατά θεμέλια για μία βιώσιμη γεωργική ανάπτυξη. Απαιτούνται γερά και σταθερά βήματα στη γεωργία και επανασχεδιασμός της αγροτικής πολιτικής στη χώρα μας. Ίσως θα ήταν δόκιμο στις μέρες του Covid – 19 να μιλάμε για γεωργία 0.0 αντί για γεωργία 4.0, κάνοντας με αυτό τον τρόπο ένα restart στην ύπαιθρο, τους ανθρώπους και τα προϊόντα της.