Σαρωτικές αλλαγές στην αλιεία: πώς θα διασφαλιστεί η αφθονία των θαλασσών μέσω της προσαρμογής

Πώς επηρεάζεται η αλιεία από την προσαρμογή των ψαριών στο μεταβαλλόμενο φυσικό περιβάλλον τους;

Η Μέλανι Μπράουν ψαρεύει κόκκινους σολομούς στο Μπρίστολ Μπέι της Αλάσκας εδώ και 40 χρόνια. Εκεί συγκεντρώνονται οι περισσότεροι άγριοι κόκκινοι σολομοί στον κόσμο, με τις ψαριές του περασμένου έτους να μετρούν σχεδόν 60 εκατομμύρια ψάρια. Πέρυσι όμως, όταν καταγράφηκε το θερμότερο καλοκαίρι στην Αλάσκα, η Μέλανι και οι άλλοι ψαράδες παρατήρησαν αποχαυνωμένους από τη ζέστη σολομούς, να παρασύρονται ξέπνοοι από το ποτάμι, δίχως να έχουν απελευθερώσει αβγά. «Σε περίπου τρία χρόνια, θα ξέρουμε σε τι βαθμό επηρέασε ο καύσωνας αυτή τη γενιά κόκκινων σολομών», λέει η Μπράουν.


«Λόγω των υψηλών θερμοκρασιών του περασμένου καλοκαιριού, οι σολομοί συγκεντρώνονταν εκτός της περιοχής απορροής του ποταμού, όπου ψαρεύω, και περίμεναν πιο δροσερά νερά», λέει η Μπράουν για την κατάσταση στην Αλάσκα. «Όταν πια δεν μπορούσαν να περιμένουν άλλο, ξεχύνονταν στο ποτάμι, τη στιγμή που φούσκωναν τα νερά της βαθιάς κοίτης, που είναι πιο δροσερά. Όταν συμβαίνει αυτό, όσοι ψαρεύουν με καρτέρι, όπως εγώ, έχουν λιγότερες πιθανότητες να πιάσουν σολομούς, οι οποίοι υπό φυσιολογικές συνθήκες θα πλησίαζαν την ακροποταμιά», εξηγεί η Μπράουν.

Αλιείς και επιστήμονες ανά τον κόσμο παρατηρούν ότι τα ιχθυαποθέματα αντιδρούν στις αλλαγές που υφίστανται τα φυσικά τους περιβάλλοντα, ενώ γίνονται ολοένα περισσότερες αναφορές στην κλιματική αλλαγή ως παράγοντα που διαμορφώνει μια νέα υποβρύχια πραγματικότητα. Παραμένει δύσκολο να ξέρουμε σε ποιο βαθμό ευθύνεται η κλιματική αλλαγή για αυτή την πραγματικότητα, αλλά ο διάλογος για την προσαρμογή εντείνεται.

Ο αντίκτυπος των θερμότερων και οξινισμένων υδάτων στους αλιευτικούς πόρους

Οι επιστήμονες επιβεβαιώνουν πως οι πληθυσμοί ψαριών του βορειοανατολικού Ατλαντικού μετακινούνται προς υψηλότερα γεωγραφικά πλάτη. Τα θερμότερα ύδατα αναγκάζουν τα ψάρια που επιβιώνουν σε ένα συγκεκριμένο εύρος θερμοκρασιών να αναζητήσουν πιο δροσερά νερά. Οι αλιείς των νοτιότερων ακτών του Ην. Βασιλείου πασχίζουν να ψαρέψουν μπακαλιάρους, αφού οι ιδανικές συνθήκες ωογονίας τους είναι σε νερά που κυμαίνονται μεταξύ 0 και 6 βαθμών Κελσίου. «Έχουν οπωσδήποτε σημειωθεί αλλαγές στα είδη της Βόρειας Θάλασσας», λέει η δρ Ελίζαμπεθ Μπερκ, αρμόδια πολιτικής της Εθνικής Ομοσπονδίας Αλιευτικών Οργανώσεων του Ην. Βασιλείου (NFFO).

Ενόσω η περιοχή των μπακαλιάρων συρρικνώθηκε, είδη όπως οι αντσούγιες, τα γκριζοσαυρίδια και οι γλώσσες μετανάστευσαν στα θερμότερα νερά της Βόρειας Θάλασσας, της Βαλτικής και της δυτικής Σκοτίας, δείχνει έρευνα του προγράμματος ClimeFish της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα τελευταία 30 χρόνια, 19 είδη εμπορικών ψαριών του Ατλαντικού μετατοπίστηκαν εντός των ευρωπαϊκών υδάτων, σύμφωνα με το ClimeFish.

«Οι καύσωνες έχουν επηρεάσει ιδιαίτερα τις τροπικές περιοχές, με τα ψάρια να μεταναστεύουν βορειότερα στον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό», εξηγεί ο δρ Νιούενχαους, διευθυντής του Συμβουλίου Επιστασίας των Θαλασσών (MSC) για τη Βόρεια Ευρώπη. «Προβλέπεται ύφεση στις ψαριές θαλασσινών σε αυτές τις περιοχές έως και 40 τοις εκατό μέχρι το 2050».

Πηγή: Υπηρεσία για την Κλιματική Αλλαγή του Κοπέρνικου / Θαλάσσιο Εργαστήριο του Πλίμουθ

«Πρέπει να κατανοήσετε πώς ρυθμίζεται η βασική φυσιολογία των ψαριών από στοιχειώδεις περιβαλλοντικές μεταβλητές, όπως η θερμοκρασία, το pH και η αλατότητα, καθώς και την ποσότητα διαθέσιμης τροφής, ούτως ώστε να καταλάβετε πώς αντιδρούν στην κλιματική αλλαγή οι πληθυσμοί των ψαριών και, συνεπώς, πώς επηρεάζονται οι κύκλοι ζωής τους και η αύξησή τους», λέει η δρ Άνα Κέιρος, ανώτερη επιστήμων στο Θαλάσσιο Εργαστήριο του Πλίμουθ. «Είναι σαφές ότι μετακινούνται βόρεια και εισέρχονται βαθύτερα σε περιοχές ειδών που ζουν σε κρύα νερά […] μακριά από περιοχές που συγκεντρώνουν αλιευτική δραστηριότητα, καθώς μπαίνουμε στις επόμενες τρεις δεκαετίες», λέει η δρ Άνα Κέιρος, που συνεργάζεται με την Υπηρεσία για την Κλιματική Αλλαγή του Κοπέρνικου (C3S) για την παροχή κλιματικών δεδομένων στα όργανα διαχείρισης αλιείας.

H προσαρμογή είναι δύσκολη για τα είδη του Βορρά

«Είναι γνωστό ότι τα μεγάλα ψάρια, τα οποία ωριμάζουν με βραδύτερο ρυθμό, γεννούν λιγότερα αβγά και προτιμούν έναν συγκεκριμένο τύπο περιβάλλοντος, εκδηλώνουν μεγαλύτερη ευαισθησία στην κλιματική αλλαγή», λέει ο δρ Μάρτιν Λίντεγκρεν, ανώτερος ερευνητής στο Πολυτεχνείο της Δανίας. «Οπότε, για να προβούμε σε μια γενίκευση, πολλά από τα μεγάλα και με εμπορική σημασία είδη είναι πιο ευάλωτα συγκριτικά με τα μικρά, καιροσκοπικά είδη, τα οποία είναι πιο ευπροσάρμοστα, όπως οι σαρδέλες, οι αντσούγιες ή οι παπαλίνες.

Οι αλιείς στο Ην. Βασίλειο παρατηρούν σημαντική ελάττωση σε κάποια είδη. «Τα ψάρια ωριμάζουν πιο αργά στα ψυχρότερα νερά», λέει η δρ Ελίζαμπεθ Μπερκ, αρμόδια πολιτικής της Εθνικής Ομοσπονδίας Αλιευτικών Οργανώσεων του Ην. Βασιλείου. «Πολύ συχνά, δείχνουν να ωριμάζουν περίπου μισό με ένα έτος αργότερα, αναλόγως το είδος. Έτσι ασκείται μεγαλύτερη πίεση στα ιχθυαποθέματα», προσθέτει η δρ Μπερκ. Η ίδια τάση παρατηρείται και στην Αλάσκα. Και οι Αλασκανοί ψαράδες πιάνουν μικρότερους σολομούς. Ο Γιουτζίν Άντερσον, που ψαρεύει στην περιοχή όλη του τη ζωή, συμφωνεί: «Εδώ και εφτά χρόνια, το μέσο βάρος των κόκκινων σολομών έχει πέσει από τα 3,5 στα 2,3 κιλά. Αυτό συμπίπτει με την άνοδο της θερμοκρασίας της θαλάσσιας επιφάνειας στον Κόλπο της Αλάσκας».

Η άνοδος της θερμοκρασίας ευνοεί κάποια άλλα είδη. Τα γοφάρια και άλλα εξωτικά είδη έχουν εγκατασταθεί σε νέα φυσικά περιβάλλοντα στη βορειοδυτική Μεσόγειο και στον Ατλαντικό Ωκεανό. Οι Βρετανοί ψαράδες μετά βίας βρίσκουν γλώσσες στις νότιες ακτές, αλλά έχουν κάνει την εμφάνισή τους λαβράκια, λέει η δρ Μπερκ. Τα είδη των θερμότερων νερών, όπως οι γλώσσες, οι κάπροι και τα χριστόψαρα, πιάνονται ολοένα συχνότερα και ίσως καταλήξουν να αποτελούν σημαντικότερους αλιευτικούς πόρους για την Ευρώπη, σύμφωνα με τη δρα Κέιρος.

Η παρακολούθηση των αλλαγών στα ιχθυαποθέματα αρωγός στην αλιεία

«Η παροχή ενημέρωσης για την προσαρμογή της αλιείας καθιστά σαφείς τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα επίπεδα της αλιευτικής δραστηριότητας σε συγκεκριμένες περιοχές πρέπει να ρυθμιστούν, ώστε να διασφαλιστεί η επιβίωση των πληθυσμών που πλήττονται από το κλίμα», λέει η δρ Κέιρος, και επιπλέον «επισημαίνει τους τόπους ανακατανομής των ψαριών, με στόχο τη στήριξη της αυξημένης αλιείας στις περιοχές εκείνες».

Ο εφοδιασμός των οργάνων διαχείρισης αλιείας, των αρχών και των μικρής κλίμακας αλιέων με κλιματικά δεδομένα αποκτά κεντρικό ρόλο στις προσπάθειες προσαρμογής, αλλά αξιοποιείται και για την αποφυγή της υπεραλίευσης. Μέσω της σύμπραξης της Υπηρεσίας για την Κλιματική Αλλαγή του Κοπέρνικου (C3S) και του Θαλάσσιου Εργαστηρίου του Πλίμουθ, διαπιστώνεται το είδος των δεδομένων που έχουν ανάγκη οι κυβερνήσεις και η αλιευτική βιομηχανία· έχουν αναπτύξει μια σειρά αναλυτικών δεικτών για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στα ιχθυαποθέματα, που θα δείχνουν πώς ενδέχεται να μεταβληθούν μελλοντικά η ανάπτυξη, οι κύκλοι ζωής, η κατανομή και η παραγωγικότητα των ειδών. Μέσω της διασταύρωσης των δεδομένων με τις ανάγκες των οικότοπων των ψαριών και τις συνήθειες μετανάστευσης είναι δυνατόν να προβλεφθεί η συμπεριφορά των ψαριών δυνάμει μελλοντικών κλιματικών αλλαγών.

«Πολλά μέτρα προσαρμογής είτε θα μπορούσαν να μοιάζουν είτε πράγματι μοιάζουν με τρέχοντα μέτρα για τη βιωσιμότητα της αλιείας, όπως η χρήση προβλέψεων σχετικά με την κλιματική αλλαγή για τον καθορισμό προστατευόμενων περιοχών», λέει ο δρ Χοσέ Αντόνιο Φερνάντεθ, ανώτερος ερευνητής στη βιώσιμη διαχείριση της αλιείας στο AZTI. «Αυτές οι δράσεις απαιτούν δεδομένα, και όσο περισσότερα είναι αυτά, τόσο το καλύτερο». Ο δρ Φερνάντεθ αναζητά τρόπους μείωσης της κατανάλωσης καυσίμων στην αλιευτική δραστηριότητα, ως μέρος του προγράμματος SUSTUNABLE του H2020, που ξεκινά αυτόν τον μήνα. «Επιπλέον δε, το πρόγραμμα προβλέπει την καινοτόμο χρήση των αλιευτικών σκαφών ως συστημάτων συλλογής ωκεανογραφικών δεδομένων».

www.sustanableproject.eu

Οι κοινότητες των αλιέων ήδη προσφέρουν βοήθεια. Ερευνητές του ιταλικού ISPRA συγκέντρωσαν πληροφορίες από ψαράδες της Μεσογείου σχετικά με τις κινήσεις των ειδών εντός της θαλάσσιας λεκάνης, ώστε να συλλέξουν νέα δεδομένα, αλλά και να ενισχύσουν τις ικανότητες προσαρμογής των κοινοτήτων. Η ισπανική CEPESCA ενσωματώνει κλιματικά δεδομένα σε μοντέλα αξιολόγησης της αλιείας, με στόχο τη μείωση της αβεβαιότητας σχετικά με την κατανομή των ειδών. Στη Νορβηγία, η εφαρμογή Vake/Catch θα χρησιμοποιεί δορυφορικά δεδομένα του Κοπέρνικου και αλιευτικές στατιστικές, αποσκοπώντας στη βελτιστοποίηση των αλιευτικών ποσοστώσεων και στη συσχέτιση των θαλάσσιων θερμοκρασιών με την αφθονία ιχθυαποθεμάτων και τα πρότυπα μετακινήσεων.

Η προσαρμογή που επέφερε η μετανάστευση των ψαριών έχει λάβει πολλές μορφές. Αφότου οι μπακαλιάροι μετακινήθηκαν στη Βόρεια Θάλασσα, μέρος του στόλου παράκτιας αλιείας του Ην. Βασιλείου στράφηκε στο ψάρεμα οστρακοειδών. «Ο υπεράκτιος στόλος κατάφερε να ακολουθήσει τα ιχθυαποθέματα. Οι επιλογές των μικρής κλίμακας αλιέων είναι περιορισμένες, οπότε αναγκάζονται να συνδυάζουν το ψάρεμα με άλλες, λιγότερο επικερδείς δραστηριότητες, όπως οι τουριστικές», λέει η δρ Μπερκ. Ωστόσο, σύμφωνα με το Seafish.org, μειώνονται τα τρωτά σημεία εντός της αλιευτικής βιομηχανίας όταν οι αλιείς δεν στηρίζονται στο ψάρεμα ενός είδους ή σε μία εισοδηματική πηγή.

Άδεια για ψάρεμα: τι και πού;

Πολλοί αλιείς προειδοποιούν πως, εφόσον τα ψάρια μετακινούνται, οι άδειες που υποχρεώνουν τους ψαράδες να ψαρεύουν ένα είδος εντός μιας περιοχής που έχει πάψει να αποτελεί οικότοπο αυτού του είδους ενδέχεται να λειτουργήσουν ανασταλτικά για την προσαρμογή. Οι αλιευτικές δραστηριότητες που λαμβάνουν υπόψη τις αλλαγές στην παραγωγικότητα και στους οικότοπους των ειδών μπορεί μελλοντικά να αποδειχθούν πιο κερδοφόρες, αλλά και να συμβάλλουν στην άμβλυνση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, δείχνουν ερευνητές του Πανεπιστημίου της Σάντα Μπάρμπαρα στην Καλιφόρνια. Αν οι αλιείς αποκτήσουν μεγαλύτερη ελευθερία επιλογών, θα αντεπεξέρχονται ευκολότερα σε περιπτώσεις ζημίας εξαιτίας της ανεπαρκούς απόδοσης κάποιου είδους.

Ο δρ Νιούενχαους, διευθυντής του Συμβουλίου Επιστασίας των Θαλασσών (MSC) για τη Βόρεια Ευρώπη, εξηγεί: «Για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας, οι ποσοστώσεις πρέπει να ακολουθούν τις συμβουλές των επιστημόνων και να συμβαδίζουν με τις μετακινήσεις των ιχθυαποθεμάτων. Τα κράτη, συμπεριλαμβανομένων των ευρωπαϊκών, κατέληξαν δύσκολα σε συμφωνία ως προς τις ποσοστώσεις ειδών όπως το σκουμπρί, η ρέγκα και το προσφυγάκι, καθότι αυτά μεταναστεύουν βορειότερα. «Η λύση μπορεί να βρίσκεται στις ελαστικές και δίκαιες κατανομές ποσοστώσεων μεταξύ των χωρών, που θα προκύπτουν λαμβάνοντας υπόψη τις μετακινήσεις ένεκα κλιματικής αλλαγής», σύμφωνα με τον δρα Μάρτιν Λίντεγκρεν, ανώτερο ερευνητή στο Πολυτεχνείο της Δανίας. «Έτσι, οι αλιείς θα καταφέρουν να επωφεληθούν από τις αλιευτικές δυνατότητες και τις αγορές». Την προσαρμογή μπορεί να συνδράμει περαιτέρω η κλιματική πληροφόρηση σε πραγματικό χρόνο. «Είναι σημαντικό να διατίθενται δεδομένα για πιο βραχυπρόθεσμες αλλαγές που μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές συνέπειες σε σύντομο χρονικό διάστημα. Υπάρχει ανάγκη για πρόσβαση σε ταχέα και άμεσα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης που προσφέρουν προγνώσεις, λόγου χάρη, για καύσωνες, εξάρσεις επιβλαβούς φυτοπλαγκτού ή ραγδαία εξάπλωση υποξίας – δηλαδή, συνθήκες χαμηλής περιεκτικότητας σε οξυγόνο».

ΠΗΓΗ