Το Γραφείο οικονομικών και εμπορικών υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Μόναχο επικοινώνησε με 20 από τις σημαντικότερες εταιρείες ελληνικών συμφερόντων, εισαγωγείς, εμπόρους και διανομείς ελληνικών προϊόντων, χονδρεμπόρους της Κεντρικής Λαχαναγοράς, υπευθύνους μεγάλων καταστημάτων λιανικής πώλησης, εμπορικούς αντιπροσώπους ελληνικών εταιρειών και άλλους παράγοντες της εκεί αγοράς οι οποίοι δραστηριοποιούνται στην περιοχή αρμοδιότητας του.
Από τις ανωτέρω επαφές και συνομιλίες προκύπτει μία αρκετά διαφοροποιημένη εικόνα, ανάλογα με τον εκάστοτε κλάδο δραστηριότητας και τον τρόπο λειτουργίας των συγκεκριμένων επιχειρήσεων.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις κατέγραψαν το τελευταίο δίμηνο μία ιδιαίτερα αισθητή μείωση του κύκλου εργασιών (άνω του 50% σε πολλές περιπτώσεις), αναβολές και ακυρώσεις παραγγελιών, προβλήματα καθυστερήσεων στις παραδόσεις και αυξημένη αβεβαιότητα ως προς την ομαλή ροή νέων παραγγελιών τους επόμενους μήνες.
Παρά τη σημαντική βοήθεια που έλαβαν από τη γερμανική κυβέρνηση, προκειμένου να αντιμετωπίσουν προβλήματα ρευστότητας, διατήρησης θέσεων εργασίας, με μερική έστω απασχόληση, κάλυψης των λειτουργικών τους δαπανών και των εκκρεμών φορολογικών και ασφαλιστικών τους υποχρεώσεων, οι περισσότερες επιχειρήσεις αναμένουν ότι, στο αμέσως προσεχές διάστημα, η ύφεση που θα πλήξει τη γερμανική οικονομία (της τάξεως του 6 με 7% κατά το τρέχον έτος, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Ινστιτούτου IFO), θα επηρεάσει αναμφίβολα αρνητικά τις πωλήσεις και τη συνολική τους κερδοφορία.
Αρκετές επιχειρήσεις και παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι, παρά την παραδοσιακή σταθερότητα που χαρακτηρίζει διαχρονικά τη γερμανική αγορά, η συνέχιση της πανδημίας και των επιπτώσεων της στην οικονομική δραστηριότητα και τους επόμενους μήνες, θα επιφέρει πιθανώς σημαντικές αλλαγές στη διαχείριση και στον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας. Οι αλλαγές αυτές θα οδηγήσουν σταδιακά σε μία ευρύτερη αναδιοργάνωση και αναπροσαρμογή της, εστιασμένη στον τελικό χρήστη ή καταναλωτή, στην ικανότητα άμεσης ανταπόκρισης σε απότομες μεταβολές και διακυμάνσεις της ζήτησης, καθώς και στη διαρκή αναζήτηση εναλλακτικών πηγών αγοραστών και προμηθευτών.
Για να ανταποκριθούν στις νέες αυτές προκλήσεις, ορισμένες εξαγωγικές μας επιχειρήσεις σχεδιάζουν στρατηγικές εξειδίκευσης, βασισμένες στην ικανοποίηση ειδικών αναγκών ή επιμέρους τομέων της αγοράς και εστίαση σε παράγοντες πέραν του κόστους και της τυποποιημένης ποιότητας, όπως ευελιξία στην παράδοση και εκτέλεση παραγγελιών, εξατομικευμένη σχεδίαση, καινοτομικές χρήσεις και εφαρμογές και παροχή ολοκληρωμένων συνοδευτικών υπηρεσιών.
Ειδικότερα, ως προς τους επιμέρους κλάδους ελληνικού εξαγωγικού ενδιαφέροντος επισημαίνουμε τα ακόλουθα:
Α) Τρόφιμα – Ποτά
Οι σημαντικότεροι εισαγωγείς ελληνικών τροφίμων και ποτών διοχετεύουν τα προϊόντα τους, κατά κύριο λόγο, στα πολυάριθμα ελληνικά εστιατόρια και, σε μικρότερο βαθμό, σε μεσογειακής κουζίνας εστιατόρια, ενώ ένα μικρότερο μέρος κατευθύνεται στη λιανική πώληση, σε ethnic καταστήματα και μικρά supermarkets ή μπακάλικα.
Όπως είναι εύλογο, η αναστολή της λειτουργίας των εστιατορίων και συναφών καταστημάτων το τελευταίο δίμηνο (με εξαίρεση τις παραδόσεις γευμάτων κατ’ οίκον σε συνεργασία με εταιρείες delivery και την παράδοση πακέτων υπό μορφή take away), επέφερε ραγδαία μείωση των πωλήσεων τους, ακύρωση νέων παραγγελιών και συνακόλουθα μεγάλη πτώση των εξαγωγών μας συσκευασμένων τροφίμων, με τηνζ< εξαίρεση ορισμένων μακράς διαρκείας βασικών αγαθών στα οποία σημειώθηκε ακόμα και συγκυριακή αύξηση.
Με την επαναλειτουργία των καταστημάτων εστίασης αναμένεται να υπάρξει κάποια σταδιακή ανάκαμψη. Ωστόσο, αρκετοί συνομιλητές μας επεσήμαναν ότι λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, της επιφυλακτικής στάσης πολλών πελατών τους και της γενικότερης αβεβαιότητας την οποία τροφοδοτεί η πανδημία, δεν πρέπει να αναμένεται επάνοδος στα θεωρούμενα, προ της κρίσης, ως φυσιολογικά επίπεδα πριν από την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος. Ως εκ τούτου, οι προοπτικές των εξαγωγών τυποποιημένων προϊόντων δεν θεωρούνται ιδιαίτερα ευοίωνες στο άμεσο μέλλον.
Αντίθετα, όπως μας ανέφεραν χονδρέμποροι της Κεντρικής Λαχαναγοράς, διανομείς νωπών προϊόντων και υπεύθυνοι μεγάλων αλυσίδων λιανικής πώλησης, οι εξαγωγές φρέσκων φρούτων και λαχανικών διατηρήθηκαν σε σταθερά επίπεδα ή και, σε μερικές περιπτώσεις, αυξήθηκαν το τελευταίο δίμηνο, λόγω της στροφής των καταναλωτών σε μοντέλα υγιεινής διατροφής και της αναγκαστικής αύξησης του αριθμού των γευμάτων στο σπίτι.
Παράλληλα, ένας περιορισμένος αριθμός παραδοσιακών μας προϊόντων, όπως φέτα, γιαούρτι, ελαιόλαδο και ελιές, τα οποία διακρίνονται από υψηλό βαθμό αναγνωρισιμότητας και έχουν αποκτήσει σταθερή πρόσβαση σε μεγάλες αλυσίδες supermarkets, διατήρησαν ή και αύξησαν τις πωλήσεις τους, αντισταθμίζοντας, ως ένα βαθμό, τη μείωση πωλήσεων μέσω των εστιατορίων.
Σημαντική αύξηση σημείωσαν, επίσης, οι διαδικτυακές παραγγελίες και το ηλεκτρονικό εμπόριο τροφίμων και ποτών, χωρίς, ωστόσο, να είναι σε θέση να αντισταθμίσουν την πτώση των πωλήσεων που επέφερε η αναστολή της λειτουργίας των καταστημάτων γαστρονομίας και εστίασης.
Β) Δομικά υλικά
Η κατασκευαστική και οικοδομική δραστηριότητα δεν ανακόπηκε το τελευταίο δίμηνο, παρατηρήθηκαν όμως αναβολές στην εκτέλεση προγραμματισμένων νέων έργων, μείωση της ζήτησης νέων κατοικιών και διαμερισμάτων. επιβράδυνση του ρυθμού υλοποίησης δημοσίων έργων, ακυρώσεις παραγγελιών και μείωση των εισαγωγών δομικών υλικών.
Κατασκευαστικές επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων και εκπρόσωποι ελληνικών εταιρειών οι οποίες εξάγουν προϊόντα αλουμινίου, χαλκοσωλήνες, ανελκυστήρες, ηλεκτρολογικό εξοπλισμό, μάρμαρα και γυψοσανίδες, ανέφεραν ότι υπέστησαν ήδη σημαντικές απώλειες από ακύρωση ή αναβολή παραγγελιών και ότι αναμένουν για το επόμενο χρονικό διάστημα επιβράδυνση της κατασκευαστικής δραστηριότητας και μείωση των πωλήσεών τους στην εδώ αγορά.
Βασικό μέλημα των εν λόγω εταιρειών, οι περισσότερες εκ των οποίων διατηρούν κάποια μορφή μόνιμης εγκατάστασης στην εδώ αγορά, είναι η διατήρηση των υφιστάμενων επιχειρηματικών συνεργασιών και η προάσπιση του μεριδίου αγοράς που κατέχουν, εν αναμονή της σταδιακής ανάκαμψης της κατασκευαστικής δραστηριότητας και βελτίωσης του γενικότερου οικονομικού περιβάλλοντος.
Γ) Φαρμακευτικά προϊόντα και καλλυντικά
Η ζήτηση πολλών φαρμακευτικών και παραφαρμακευτικών προϊόντων κατέγραψε αξιοσημείωτη αύξηση, λόγω των έκτακτων συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία του κορωνοϊού. Δεν γνωρίζουμε ακόμα αν ανάλογη αύξηση σημειώθηκε και στις πωλήσεις των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών, οι οποίες κατέχουν ένα αξιόλογο μερίδιο στην εδώ αγορά.
Όσον αφορά, τέλος, στα καλλυντικά το κλείσιμο των καταστημάτων λιανικής πώλησης θα πρέπει να επηρέασε αρνητικά τις πωλήσεις τους, αν και ένα σημαντικό μέρος των πωλήσεων των εν λόγω προϊόντων πραγματοποιείται διαδικτυακά.