Το παράδοξο της υψηλής χονδρεμπορικής τιμής και πού αποδίδεται
ην ένταση του ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά ηλεκτρικού ενέργειας, με τη χώρα μας να έχει από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε. τελικές τιμές ρεύματος για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat.
Ωστόσο, το παράδοξο είναι πως η Ελλάδα σύμφωνα με άλλη έρευνα της DG Energy έχει χονδρεμπορική τιμή υψηλότερη από το μέσο όρο χωρών της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Γεγονός που αποδίδεται στην απουσία των επιμέρους χρηματιστηριακών αγορών ενέργειας καθώς και στον ακριβό λιγνίτη. Τα δεδομένα αυτά σε συνδυασμό και με άλλα βάρη στο κόστος ενέργειας κάνουν τη βαριά βιομηχανία να διαμαρτύρεται για μη ανταγωνιστικές τιμές.
Ειδικότερα, και σύμφωνα με έρευνα της Eurostat για τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, την περίοδο του δεύτερου εξαμήνου του 2019, στα νοικοκυριά καθώς και στις κατηγορίες καταναλωτών όπως εμπορικές επιχειρήσεις, ξενοδοχεία,και βιοτεχνία προκύπτει ότι τα ελληνικά νοικοκυριά πληρώνουν μέση τιμή 155 ευρώ τη Μεγαβατώρα όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 216 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Δηλαδή οι ελληνικές οικογένειες έχουν φθηνότερη ηλεκτρική ενέργεια από τις ευρωπαϊκές. Μάλιστα η Ελλάδα κατατάσσεται στη 21η θέση των 27 χωρών ως προς το ύψος των τιμών. Επιπροσθέτως για την ίδια περίοδο και συγκριτικά με το δεύτερο εξάμηνο του 2018 στην Ελλάδα καταγράφηκε η δεύτερη μεγαλύτερη μείωση των τιμών οικιακού καταναλωτή στην Ε.Ε. (-5,8% στην Ευρώπη +1,3%).
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τη Eurostat, συμπεριλαμβάνεται και στις χώρες με τις χαμηλότερες τιμές ρεύματος για τις υπόλοιπες κατηγορίες των καταναλωτών (εμπόριο, βιοτεχνία και ξενοδοχεία). Βρίσκεται στη 12η θέση στο σύνολο των κρατών της Ε.Ε. με μέση τιμή τα 108 ευρώ ανά Μεγαβατώρα όταν η μέση τιμή της Ε.Ε. είναι τα 117 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς οι χαμηλές τιμές και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε τη δεύτερη μεγαλύτερη μείωση δείχνουν το μέγεθος του ανταγωνισμού που έχουν αναπτύξει οι εταιρίες προμήθειας ρεύματος μέσα από τις εκπτώσεις και τις προσφορές.
Η χονδρεμπορική τιμή
Ως προς το θέμα της χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος έκθεση της γενικής διεύθυνσης Ενέργειας (DG Energy) της Ε.Ε. για το πρώτο εξάμηνο του έτους δείχνει ότι η Ελλάδα έχει την υψηλότερη τιμή στην βραχυπρόθεσμη αγορά και συγκεκριμένα στη λεγόμενη προημερήσια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Η τιμή ήταν στα 41 ευρώ ανά Μεγαβατώρα όταν ο μέσος όρος στις προημερήσιες αγορές χωρών της νότιας και νοτιοανατολικής Ευρώπης ήταν στα 34 ευρώ ανά Μεγαβατώρα.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό το παράδοξο; Να έχουμε ακριβό χονδρεμπορικό κόστος ρεύματος αλλά φθηνότερη ηλεκτρική ενέργειας στους τελικούς καταναλωτές;
Παράγοντες της αγοράς, εξηγούν πως η Ελλάδα έχει μόνο προημερήσια αγορά, με όλες τις ποσότητες ρεύματος να περνούν υποχρεωτικά από εκεί. Κάτι που δεν συμβαίνει στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτές το σύνολο της χονδρεμπορικής συμπληρώνεται από την ενδοημερήσια, τις προθεσμιακές αγορές, τις αγορές εξισορρόπησης και τις αγορές διαθέσιμης ισχύος. Άρα οι παραγωγοί και εισαγωγείς ρεύματος ανακτούν το κόστος τους και από άλλες αγορές. Στην Ελλάδα αυτό δεν υφίσταται.
Επιπλέον στη χώρα μας έχουμε τον ακριβό λιγνίτη και η προημερήσια αγορά αντανακλά την πηγή της ακριβότερης ενέργειας και όχι τον μέσο όρο για την κάλυψη της ζήτησης, σύμφωνα με τις αναλύσεις των ειδικών.
Οι ίδιοι παράγοντες πάντως, τονίζουν ότι αυτό που ενδιαφέρει είναι πώς να έχουμε ακόμη φθηνότερο ρεύμα. Και αυτό για να συμβεί χρειάζεται να μειωθούν τα ποσοστά συγκέντρωσης της αγοράς στην παραγωγή και τη λιανική ρεύματος, να ενταθεί η πολιτική της διείσδυσης των φθηνών πια ΑΠΕ αλλά και να καθιερωθεί κι ένας μηχανισμός παρακολούθησης αντιανταγωνιστικών συμπεριφορών.
Η βιομηχανία
Από την άλλη πλευρά, η ενεργοβόρος βιομηχανία συνεχίζει να πιέζει για τη μείωση του ενεργειακού κόστους.
Στελέχη της επισημαίνουν ότι οι ελληνικές εξωστρεφείς μεταλλουργικές επιχειρήσεις, τσιμεντοβιομηχανίες και άλλες μεγάλες μεταποιητικές μονάδες, υστερούν στις διεθνείς αγορές από ξένους ανταγωνιστές των κλάδων τους.
Τρίτες χώρες αλλά κι ευρωπαϊκές επιδοτούν το ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων τους με αποτέλεσμα να κερδίζουν ανταγωνιστικότητα έναντι των ελληνικών.
Στη χώρα μας, σύμφωνα με παράγοντες της βιομηχανίας, δεν έχουν υλοποιηθεί ακόμη αποφάσεις, όπως η μείωση του βιομηχανικού ΕΤΜΕΑΡ αλλά και εκείνη για τη χρηματοδότηση με έσοδα έως 20% από τους πλειστηριασμούς των ρύπων του μηχανισμού αντιστάθμισης του CO2.
Φυσικά πηγές της βιομηχανίας χαιρετίζουν τη μείωση του ΕΦΚ στο ρεύμα της μέσης τάσης, ώστε αυτό να είναι στα επίπεδα της υψηλής τάσης. Όμως, όπως, προσθέτουν χρειάζονται κι άλλα μέτρα και παρεμβάσεις.