Τήρηση όλων όσων είχαν συμφωνηθεί στο προηγούμενο συμβούλιο υπουργών Γεωργίας και Αλιείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, ζήτησε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξής και Τροφίμων, Μάκης Βορίδης σε παρέμβασή του στην άτυπη σύνοδο του Συμβουλίου Υπουργών Γεωργίας και Αλιείας, που πραγματοποιήθηκε μέσω τηλεδιάσκεψης.
Παράλληλα, ο κ. Βορίδης εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τις πρόσφατες δηλώσεις του αντιπροέδρου της Κομισιόν, Φρανς Τίμερμανς, περί απόσυρσης της πρότασης της Επιτροπής για τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι έχει πάρει λάθος κατεύθυνση ως προς την περιβαλλοντική φιλοδοξία της Ένωσης, και ζήτησε να αποσταλεί σχετική επιστολή εξ ονόματος του συμβουλίου προς τον κ. Τίμερμανς.
Όπως ανέφερε, «τέτοιες δηλώσεις δημιουργούν ανασφάλεια στους Ευρωπαίους αγρότες, αλλά και σε όλους εμάς που εμπλεκόμαστε στη μεταρρύθμιση της μελλοντικής ΚΑΠ».
Αναφορικά με τα μινκ που βρέθηκαν θετικά στον κορονοϊό ο Έλληνας υπουργός στάθηκε στην ταχεία αντίδραση που επέδειξε η χώρα μας στην λήψη αυστηρών μέτρων βιοασφάλειας στις εκτροφές γουνοφόρων, παράλληλα με την ενδυνάμωση των κτηνιατρικών ελέγχων. «Σε συνεργασία με τις υγειονομικές αρχές, πραγματοποιείται ένα συνδυασμένο διαγνωστικό σχήμα που στοχεύει στην έγκαιρη ανίχνευση και παρέμβαση στον ανθρώπινο πληθυσμό και τα γουνοφόρα ζώα» δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Βορίδης και διαβεβαίωσε ότι έχουν γίνει όλες οι απαραίτητες ενέργειες με στόχο τον περιορισμό της διασποράς του ιού, προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία της δημόσιας υγείας.
Μιλώντας για την κατάσταση που επικρατεί στις αγορές λόγω των εκτάκτων συνθηκών εξαιτίας του κορονοϊού, η υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Φωτεινή Αραμπατζή, που συμμετείχε στην απογευματινή συνεδρίαση του άτυπου συμβουλίου, ζήτησε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή την επέκταση των πρωτοβουλιών και των μέτρων για την στήριξη των παραγωγών αγροτικών προϊόντων και το 2021.
«Οι περιορισμοί που έχουν επιβληθεί εξαιτίας της πανδημίας Covid-19 έπληξαν και εξακολουθούν να πλήττουν και στο 2ο κύμα, σημαντικές δραστηριότητες όπως ο τουρισμός και η εστίαση, τομείς με κρίσιμο ρόλο στην κατανάλωση γεωργικών προϊόντων» είπε η κ. Αραμπατζή και πρόσθεσε: «Η σημερινή δύσκολη κατάσταση αναμένεται να επιδεινωθεί περαιτέρω, καθώς οι προοπτικές κατανάλωσης γεωργικών προϊόντων στον τομέα HORECA είναι αμφίβολες και στενά εξαρτώμενες από την εξέλιξη της πανδημίας. Επιπλέον, εν όψει της περιόδου των Χριστουγέννων, είναι κρίσιμο να διατηρηθεί η ομαλή λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας στην Ένωση, με ό,τι αυτό προϋποθέτει».
Η υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, μιλώντας για τον κτηνοτροφικό κλάδο, ζήτησε την παρακολούθηση του τομέα του γάλακτος και των γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και μια «ενδεχόμενη παροχή έκτακτης οικονομικής βοήθειας και σε αυτόν τον κλάδο», ενώ σε ό,τι αφορά στον τομέα του χοίρειου κρέατος και τον τομέα των πουλερικών, ζήτησε τη λήψη έκτακτων μέτρων ανακούφισης. Άλλο αίτημα της κ. Αραμπατζή, ήταν η επέκταση των μέτρων στήριξης και για το 2021 για τον αμπελοοινικό κλάδο, τόσο για τους οινοποιούς όσο και για τους αμπελουργούς της χώρας. Υπενθύμισε ότι η «απόσταξη κρίσης» και ο «πράσινος τρύγος» αξιοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό και επιβάλλεται η επέκτασή τους. «Τέλος, δεν παύει να μας ανησυχεί και ο τομέας ελαιολάδου και επιτραπέζιων ελιών, που είναι πολύ σημαντικός για τη χώρα μου, κυρίως εξαιτίας της αβεβαιότητας των εξαγωγών» συμπλήρωσε.
Αναφορικά με τη συμφωνία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις χώρες Mercosur, η υφυπουργός, αναγνώρισε την οικονομική και γεωπολιτική σημασία της συμφωνίας, αλλά τόνισε ότι δεν μπορούν να ισχύουν άλλα, αυστηρότερα στάνταρτς, για τους Ευρωπαίους αγρότες, και άλλα για τους αγρότες των Τρίτων Χωρών και τάχθηκε υπέρ των αυξημένων ελέγχων στην είσοδο.
«Είχαμε ως χώρα επανειλημμένα εκφράσει τις ανησυχίες μας για την κατάργηση του συστήματος των τιμών εισόδου για τα οπωροκηπευτικά, μια παραχώρηση η οποία δεν θα πρέπει να αποτελέσει προηγούμενο για μελλοντικές διαπραγματεύσεις» επισήμανε η κ. Αραμπατζή και συμπλήρωσε: «Σε κάθε περίπτωση, προέχει πάντα η διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού για τους Ευρωπαίους παραγωγούς και η προστασία τους από αθέμιτες πρακτικές, ενώ η διατήρηση υψηλών περιβαλλοντικών και κοινωνικών προτύπων, πρέπει να είναι ψηλά στην ατζέντα μας κατά τη σύναψη των συμφωνιών».