* Μελέτη του Μάκη Μπαλαούρα, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΑΣΟΕΕ), Master of Science στα Δημόσια Οικονομικά στο Birkbeck University of London – πρώην Βουλευτή Ηλείας, Κεντρική Επιτροπή ΣΥΡΙΖΑ, Προέδρου ΔΣ εφημερίδας «Η Εποχή»
Η χώρα μας, έχοντας βαριά κληρονομιά από καταστροφικές πολιτικές του παρελθόντος, προκειμένου να προχωρήσει στην ανασυγκρότησή της πρέπει να στηριχθεί πρωτίστως στον πρωτογενή τομέα, ο οποίος, παρά και τη δική του καταστροφή, διαθέτει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Με άλλα λόγια, μπορεί να γίνει ο βατήρας για την εκτίναξη της ανάπτυξης.
Η ανασυγκρότησή της πρέπει να γίνει με εθνική στρατηγική, με περιφερειακό σχεδιασμό, με σύγχρονα και ισχυρά συνεργατικά σχήματα. Με έναν, δηλαδή, ολιστικό σχεδιασμό και διασύνδεσή του με επιμέρους στόχους άλλων κλάδων και δραστηριοτήτων στη βάση της περιφερειακής ανάπτυξης και την ενίσχυση της απασχόλησης. Στην Πολιτεία πέφτει ιδιαίτερο βάρος για δημιουργία υποδομών, τεχνική στήριξη, σύστημα κινήτρων-αντικινήτρων εξειδίκευση στόχων, χρηματοδότηση, σύνδεση εκπαίδευσης-έρευνας-επιχειρήσεων, ενίσχυση συλλογικών-συνεργατικών σχημάτων.
- Ανάπτυξη για ποιους;
Όταν μιλάμε για ανάπτυξη οφείλουμε να προσδιορίσουμε το ποιοι, κυρίως, θα ωφεληθούν από αυτή. Και εδώ ανοίγει, πάλι, η εμπλοκή των συλλογικών σχημάτων και των συμμετεχόντων σε αυτά. Μέσω αυτών, οι παραγωγοί θα καρπωθούν μεγαλύτερο μερίδιο του πλεονάσματος από τον κόπο τους, ενώ ταυτόχρονα θα αντισταθμιστεί η ισχύς των κυρίαρχων μονοπωλιακών-ολιγοπωλιακών δομών περιορίζοντας τον έλεγχο που αυτές ασκούν στις καλλιέργειες και στη συνολική οικονομική αλυσίδα.
- Γιατί ο αγώνας των παραγωγών δε φέρνει καρπούς
Γιατί αν και εξαιρετικά, τα προϊόντα μας δεν ανταμείβουν επαρκώς τους παραγωγούς. Αυτό οφείλεται σε μια σειρά από λόγους:
- Η έλλειψη πνεύματος συνεργατικότητας των αγροτοκτηνοτρόφων.
- Ο μικρός κλήρος των αγροδιατροφικών εκμεταλλεύσεων.
- Οι μικρές σε μέγεθος μεταποιητικές αγροδιατροφικές μονάδες.
- Η απουσία συνεργασιών μεταξύ των μικρών εξαγωγικών επιχειρήσεων.
- Η «μαύρη» οικονομία, που στερεί από τη νόμιμη το να γίνει εγχωρίως και διεθνώς ανταγωνιστική.
- O «συντηρητισμός» των παραγωγών για αναζήτηση νέων αγαθών.
- Η απουσία συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα. Οριζόντια, κάθετα και κυκλικά μεταξύ αγροτών, μεταποίησης, τυποποίησης, προώθησης και εμπορίας των προϊόντων και ερευνητικών κέντρων-ΑΕΙ.
- Η απουσία του κράτους με συμβουλευτική προς τους εμπλεκόμενους στην παραγωγή.
- Η απαξίωση της συνεταιριστικής ιδέας και του συνεταιριστικού κινήματος, από το πελατειακό κράτος, που τα χρησιμοποίησε ως οχήματα κομματικών εξυπηρετήσεων.
- Τα κύρια προβλήματα του αγροδιατροφικού συμπλέγματος
- Απουσία τεχνολογικής και επιστημονικής στήριξης, καθώς και γεωργικών εφαρμογών.
- Γεωργική έρευνα σχεδόν ανύπαρκτη και μη επαρκώς συνδεδεμένη με τη γεωργική πράξη και αδυναμία διάχυσης και εφαρμογής των αποτελεσμάτων της. Η Ελλάδα δαπανά 11 ευρώ ανά 10 στρέμματα, όταν στην Ευρώπη δαπανούν 33 ευρώ ανά 10 στρέμματα και παγκοσμίως 19 ευρώ ανά 10 στρέμματα. Είναι αναγκαία, λοιπόν, η δημιουργία ενός εθνικού προγράμματος για την ολοκλήρωση του βήματος που έγινε από τη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, για συνεργασία Υπουργείου – Πανεπιστημίων - ιδρυμάτων έρευνας. Πάντως, μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση της ΝΔ δεν φαίνεται να δίνει ιδιαίτερη σημασία.
- Γερασμένος γεωργικός πληθυσμός, δυσοίωνο στοιχείο για το μέλλον της γεωργίας-κτηνοτροφίας. Το πρόβλημα εντοπίζεται πιο έντονο στις ορεινές και «μειονεκτικές» περιοχές. Στην Ελλάδα περισσότερο από το 30% των εργαζομένων στον γεωργικό τομέα είναι ηλικίας άνω των 64 ετών και μόνο το 5% είναι κάτω των 35 ετών. Για αυτό το λόγο ένα μεγάλο μέρος του νέου χρηματοδοτικού προγράμματος (σ.σ. σε ποιο πρόγραμμα γίνεται αναφορά;) πρέπει να διατεθεί για τη στήριξη νέων αγροτών ηλικίας κάτω των 41 ετών.
- Ελλιπείς δημόσιες υποδομές και υπηρεσίες που «εξωθούν» τον πληθυσμό της περιφέρειας να μετακινείται στα αστικά κέντρα.
- Χαμηλό επίπεδο κατάρτισης γεωργών-κτηνοτρόφων, μικρό μέγεθος- πολυτεμαχισμός της γης, μικρό ποσοστό επιχειρηματικής γεωργίας, απουσία υγιούς αγροτικού συνεργατισμού.
- Επιδοτήσεις: Μετά το 1981, η ελληνική γεωργία, στο πλαίσιο της ΚΑΠ, έριξε όλο το βάρος στις επιδοτήσεις, αγνοώντας βασικά διαρθρωτικά προβλήματα, όπως ο μικρός κλήρος, τα ελλιπή έργα υποδομής, η εισαγωγή τεχνολογίας-καινοτομίας, η μη ορθολογική εκμηχάνιση με επακόλουθο το υψηλό κόστος παραγωγής κ.ά.
- Ανοργάνωτοι αγρότες: Μειωμένη διαπραγματευτική δύναμη των μεμονωμένων γεωργών απέναντι στις ολιγοπωλιακά διαρθρωμένες αγορές των εμπόρων, διότι τα αγροτικά προϊόντα δεν έχουν μεγάλο χρόνο ζωής, αντίθετα υποφέρουν» από αστάθεια και μη προβλεψιμότητα της παραγωγής, καθώς και αδυναμία ευέλικτης ανταπόκρισης της προσφοράς σε έκτακτες μεταβολές της ζήτησης.
- Δεν πουλά το προϊόν, το «παραδίδει»: Σημαντικό πρόβλημα είναι το υψηλό κόστος ενέργειας (32%) ως μερίδιο του συνολικού κόστους παραγωγής, καθώς και το ύψος ΦΠΑ. Η ευάλωτη φύση των προϊόντων και ο ρόλος των μεσαζόντων επιδεινώνουν το πρόβλημα. Το άνοιγμα της ψαλίδας (τιμή καταναλωτή προς τιμή παραγωγού) κυμαίνεται από 5 έως 8 φορές, ενώ στην Ευρώπη είναι μόνο 2,25 φορές.
- «Ελληνοποιήσεις» προϊόντων: Σοβαρό πρόβλημα δημιουργεί το φαινόμενο των «ελληνοποιήσεων» σε προϊόντα όπως το γάλα, η φέτα, τα αιγοπρόβατα, οι πατάτες, τα οπωροκηπευτικά, η ντομάτα, τα μήλα. Συνέπεια η εξαπάτηση των καταναλωτών και κίνδυνος δημόσιας υγείας από προϊόντα χωρών με χρήση.
- Αναγκαίες ενέργειες για εθνική στρατηγική
Ο πρωτογενής τομέας και οι σχετιζόμενες επιχειρήσεις, επέδειξαν εξαιρετική αντοχή μέσα στην κρίση. Το ίδιο συμβαίνει και στην εποχή του κορονοϊού.
Στη μετά-κορονοϊό εποχή, ο ρόλος του πρωτογενή τομέα στην οικονομία πρέπει να ιδωθεί εξ αρχής. Με μίγμα οικονομικών κλάδων και επενδυτικών πολιτικών, που απαιτεί κατ’ αρχάς εύρεση νέων τρόπων προώθησης τροφίμων λόγω πανδημίας. Μείωση της υπέρμετρης πριμοδότησης του τουριστικού τομέα, ειδικά σε κορεσμένες περιοχές και ενίσχυση του πρωτογενή τομέα και υποστηρικτικών σε αυτόν κλάδων (κατασκευή εξοπλισμού, υποδομών, πολλαπλασιαστικό υλικό…).
Εξασφάλιση αυτάρκειας, σε ικανό βαθμό βασικών αγροτικών προϊόντων σε περίπτωση νέας κρίσης, μιας που οι εθνικές πολιτικές προστασίας επανέρχονται, όπως φάνηκε στην κρίση του κορονοϊού. Δηλαδή αυτάρκεια σε πολλαπλασιαστικό υλικό, μηχανολογικό εξοπλισμό κλπ.
Ανασχεδιασμός περιφερειακών πολιτικών και έμφαση στις περιοχές που η οικονομική δραστηριότητα κατά κύριο λόγο είναι η αγροτοκτηνοτροφική παραγωγή και το επιτρέπουν οι τοπικές συνθήκες. Ορεινές, ημιορεινές και νησιωτικές περιοχές που μπορεί να ασκηθεί η εκτατική κτηνοτροφία και γεωργία (βλέπε Πίνδος, Νάξος, Λήμνος, Ικαρία κ.λπ) για παραγωγή ποιοτικών προϊόντων με σωστές περιβαλλοντικές προϋποθέσεις, όπως η βοσκοφόρτωση (ο πραγματικός αριθμός ζώων που χρησιμοποιεί το βοσκότοπο για μια δεδομένη χρονική περίοδο).
Έμφαση στην εγχώρια κατανάλωση, δηλαδή δημιουργία οικονομικών προϋποθέσεων για ένα ικανοποιητικό εισόδημα στους εργαζόμενους, ώστε να εξασφαλίζεται ισορροπία με τις εξαγωγές, που επίσης είναι ευάλωτες σε κρίσεις. Σήμερα η σχέση Γεωργίας- Κτηνοτροφίας είναι «70-30», αυτή πρέπει να αλλάξει προς όφελος της κτηνοτροφίας, με έμφαση στα κτηνοτροφικά φυτά προκειμένου να μειωθεί το κόστος παραγωγής της κτηνοτροφίας, γεγονός που θα σημάνει εγκατάλειψη μη ανταγωνιστικών καλλιεργειών.
Συμβουλευτικές υπηρεσίες: Σε όλη την αλυσίδα επιλογής κατάλληλου αγρού για συγκεκριμένη καλλιέργεια, ποικιλίας, είδους ή φυλής ζώου, σωστή στέγασης, διατροφής, υγιεινής, ευζωίας, οργάνωσης, λειτουργίας, καλλιεργητικών πρακτικών και διαχείρισης. Η δημιουργία ενός αποτελεσματικού δικτύου συμβουλευτικών υπηρεσιών πρέπει να περιλαμβάνει και να αξιοποιεί τους γεωπόνους και κτηνιάτρους του ΥπΑΑΤ, των Περιφερειών, των ΔΑΟΚ, των Δήμων, να συνδέεται με την έρευνα (ΕΛΓΟ, ΑΕΙ), δομημένα, χωρίς επικαλύψεις, να υπάρχει επιμόρφωση και επαρκής στελέχωση ώστε να καλύπτονται οι άγονες περιοχές. Να έχει την δυνατότητα παρεμβάσεων σε υπερτοπική κλίμακα (πχ ζωονόσοι, ιώσεις στη ντομάτα, δακοκτονία).
Γενετική καθαρότητα: Να δοθεί έμφαση στον έλεγχο της γενετικής καθαρότητας των εισαγομένων σπόρων, σε συνδυασμό με την καταγραφή του γονιδιώματος των εγχώριων φυλών ζώων και φυτών. Παραγωγή ανταγωνιστικού πολλαπλασιαστικού υλικού φυτοϋγειονομικά ελεγχόμενου και μαζική αξιοποίηση τεχνολογιών.
Αλλαγή παραγωγικού μοντέλου: Καταρχάς άμεση αλλαγή μοντέλου με στόχο την επάρκεια τροφίμων. Ταυτόχρονα, ανάπτυξη συστημάτων ποιότητας, όπως βιολογικά φυτικά-ζωικά προϊόντα, Προϊόντα Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ), προϊόντα Προστατευόμενης Γεωργικής Ένδειξης (ΠΓΕ) υψηλής διατροφικής αξίας και ποιότητας. Αξιοποίηση των τοπικών παραδοσιακών ποικιλιών φυτών που μπορούν να δώσουν προϊόντα ποιότητας και μπορούν να παράγουν σε δυσμενή περιβάλλοντα και των ντόπιων φυλών αγροτικών ζώων που επίσης προσαρμόζονται σε αντίξοα περιβάλλοντα.
Βελτίωση των παραδοσιακών προϊόντων, ανάπτυξη νέων καινοτόμων, όπως φαρμακευτικά, αρωματικά φυτά, υπερτροφές ή πλούσια σε Ω3 λιπαρά.
Επαγγελματική Εκπαίδευση: Μόνο το 7% του εργατικού δυναμικού διαθέτει τέτοια σε αντίθεση με την Ευρώπη που φτάνει το 50%.
Σύνδεση της πρωτογενούς παραγωγής με το τουριστικό προϊόν, τον πολιτισμό και την τοπική γαστρονομία.
- Καταλύτης ανάπτυξης οι συνέργειες και η συνεργατικότητα
Ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των συνεργαζόμενων και τη διεκδίκηση αυξημένου μεριδίου στις ξένες αγορές είναι η μαζική αύξηση του βαθμού συνεργασίας στο πλαίσιο του αγροδιατροφικού τομέα, σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους τρόπους. Οριζόντια, μεταξύ των αγροτών (παραδοσιακοί συνεταιρισμοί, συνεταιρισμοί νέου τύπου, Ομάδες Παραγωγών και Οργανώσεις Παραγωγών, αγροτικές επιχειρήσεις κλπ.) ή και μεταξύ των μεταποιητικών επιχειρήσεων, κάθετα μεταξύ των αγροτών και των μεταποιητικών επιχειρήσεων (συμβολαιακή γεωργία, υβριδικά σχήματα συνεργασίας μεταξύ συνεταιρισμών και ιδιωτικών επιχειρήσεων), μεταξύ των μεταποιητικών και των εμπορικών επιχειρήσεων, μεταξύ ολόκληρης της αλυσίδας αξίας και των ερευνητικών κέντρων. Υπό μια προϋπόθεση: να είναι επιχειρηματικά αποτελεσματικές και οικονομικά προσοδοφόρες, σε μια εσωτερική αγορά στην οποία αντιμετωπίζουν τον ισχυρό ανταγωνισμό της «μαύρης» οικονομίας και ως εκ τούτου δεν διαθέτουν περιθώρια ταχείας οργανικής ανάπτυξης. Ενίσχυση των καταναλωτικών συνεταιρισμών και σύνδεση τους με τους αγροτοκτηνοτροφικούς.
Η γενική εικόνα των συνεταιρισμών στην Ελλάδα είναι αρνητική. Μέσα σε αυτό το κλίμα, όμως, υπάρχουν και φωτεινά παραδείγματα.
Με την εμπειρία και τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα του Ν. 4384/2016, πρέπει να δημιουργηθεί ένα «πλαίσιο» που θα δίνει στα μέλη των συνεταιρισμών τη δυνατότητα να επιλέγουν τα ίδια την εσωτερική τους οργάνωση και την επιχειρησιακή τους κατεύθυνση. Ο ανταγωνισμός μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής, πρέπει να είναι ζητούμενο, αλλά, κυρίως να επικεντρώσουμε τις προσπάθειες μας στη διαφοροποίηση του προϊόντος δια μέσου της ποιότητας και να βάλουμε όλες τις άλλες παραμέτρους στην εξυπηρέτηση και εκπλήρωση αυτού του σκοπού.
Όλη η μελέτη: https://bit.ly/33T6d8K
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις