Ιδιαίτερο προβληματισμό δημιουργεί η εικόνα που δίνουν οι υποβληθείσες Δηλώσεις Συγκομιδής οινοσταφύλων και το 2020.
Ιδιαίτερο προβληματισμό δημιουργεί η εικόνα που δίνουν οι υποβληθείσες Δηλώσεις Συγκομιδής οινοσταφύλων και το 2020. Η εικόνα δεν διαφοροποιείται σχεδόν καθόλου από τα προηγούμενα έτη και με δεδομένη την αδυναμία ελέγχου σε απογραφικό επίπεδο, νέες υποθέσεις μόνο, μπορούν να ερμηνεύσουν την «απροθυμία» υποβολής Δηλώσεων Συγκομιδής που προκύπτει ότι υπάρχει, βάσει των δεδομένων του ΥΠΑΑΤ που επεξεργάστηκε η ΚΕΟΣΟΕ.
Η γενική εικόνα που απορρέει από τα στοιχεία των Δηλώσεων Συγκομιδής είναι ότι δεν υπάρχουν στοιχεία παραγωγής σταφυλιών για το 55% των εκτάσεων που εμφανίζονται στο Αμπελουργικό Μητρώο, ποσοστό που είναι διαχρονικά σχεδόν αμετάβλητο.
Το 2020 υποβλήθηκαν Δηλώσεις Συγκομιδής για 284.194,40 στρέμματα, σε σύνολο 631.807 στρεμμάτων (απογραφή 2018/19), από τα οποία συγκομίστηκαν 265.168,5 τόνοι οινοποιήσιμων σταφυλιών, γεγονός που παραπέμπει σε παραγωγή οίνου το περασμένο Φθινόπωρο κάτω των 2.000.000 HL, επιβεβαιώνοντας τη φθίνουσα πορεία των παραγωγικών μεγεθών του κλάδου.
Εντύπωση φέτος προκαλεί, ο υψηλός αριθμός των μηδενικών Δηλώσεων Συγκομιδής, για μια χρονιά που δεν παρατηρήθηκαν καταστροφικά κλιματικά φαινόμενα, εξηγείται ίσως από το γεγονός ότι ακόμη και η μηδενική Δήλωση Συγκομιδής είναι απαραίτητος όρος για την επιλεξιμότητα των αιτούντων στα προγράμματα Αναδιάρθρωσης, καθώς και υπαγωγής στο μέτρο του Πράσινου Τρύγου.
Οι παραγωγοί του νομού Φλώρινας εμφανίζονται ως οι πλέον συνεπείς στις υποχρεώσεις τους ως προς την υποβολή Δήλωσης Συγκομιδής, αφού μόνο για το 4,45% των εκτάσεων του νομού δεν υπεβλήθησαν δηλώσεις. Οι υπόλοιποι νομοί κινούνται σε διψήφια ποσοστά, με τους νομούς της Περιφέρειας των Ιονίων Νήσων να εμφανίζουν τους «ασυνεπέστερους» παραγωγούς (87,11% των εκτάσεων δεν υπέβαλλαν Δήλωση Συγκομιδής), της Περιφέρειας Κρήτης (72,36%), της Αττικής (65,6%), της Δ. Ελλάδος (60,88%), του Ν. Αιγαίου (57,87%).
Η μονιμοποίηση του χαμηλού αριθμού υποβολής Δηλώσεων Συγκομιδής διαχρονικά, εγείρει για πρώτη φορά το θέμα της πραγματικής έκτασης του ενεργού αμπελώνα. Χωρίς τα δεδομένα ενός απογραφικού ελέγχου των εκτάσεων, αλλά με βάση τη γνώση της κατάστασης που επικρατεί σε πολλές αμπελουργικές περιοχές της χώρας, αναδύεται ένα νέο σενάριο που πιθανολογείται και βασίζεται στην απουσία στοιχείων παραγωγής για το μεγαλύτερο ποσοστό των εκτάσεων.
Είναι γνωστές πάρα πολλές περιπτώσεις, εγγραφών αμπελοτεμαχίων στο Αμπελουργικό Μητρώο εκτάσεων ,οι οποίες έχουν εγκαταλειφθεί για διάφορους λόγους, δεν έχουν δικαίωμα πλέον να αναδιαρθρωθούν και το κυριότερο, δεν παράγουν.
Το ζητούμενο είναι ποιο είναι το ποσοστό αυτών των εκτάσεων και ποιο είναι το ποσοστό του ενεργού ελληνικού αμπελώνα.
Δυστυχώς οι δειγματοληπτικοί έλεγχοι των ΔΑΟΚ πραγματοποιούνται σε αμπελώνες ενεργούς που δεν «δημιουργούν» προβλήματα. Η συμβολή τους στην κατεύθυνση ελέγχου των «ανενεργών» εκτάσεων θα ήταν καθοριστική, προκειμένου να αποκαλυφθεί η διάσταση του προβλήματος και να ασκηθούν αναπτυξιακές πολιτικές, γι αυτούς που ασχολούνται σε επαγγελματικό επίπεδο με την αμπελουργία.
Η διάσταση αυτή είναι απαραίτητο να διερευνηθεί και να ληφθούν πολιτικές αποφάσεις αφού η έκταση του ελληνικού αμπελώνα και η παραγωγή του, αποτελούν τα κύρια μεγέθη , βάσει των οποίων υπολογίζεται στις Βρυξέλλες το ύψος του προϋπολογισμού του ελληνικού Προγράμματος Στήριξης (Εθνικού Φακέλου), που ανέρχεται σήμερα στα 23 εκ. €. Εάν δεν υπάρξει σήμερα κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού στην κατεύθυνση «αποκατάστασης» των ενεργών εκτάσεων, αύριο θα βρεθούμε προ δυσάρεστων εκπλήξεων, αφού όπως προβλέπουν οι ενωσιακές διατάξεις ,οι εκτάσεις για τις οποίες δεν έχουν υποβληθεί Δηλώσεις Συγκομιδής για μία 5ετία ,θεωρούνται εγκαταλελειμμένες και δεν συμμετέχουν στα προβλεπόμενα μέτρα των κανονισμών της ΕΕ.