Η δίψα της ανθρωπότητας για ανάπτυξη έχει «καταστροφικό κόστος για τη Φύση», προειδοποιεί μια νέα έκθεση για τις οικονομικές, υγειονομικές και κοινωνικές πλευρές της οικονομικής ανάπτυξης.
Η έκθεση των 600 σελίδων, που παραγγέλθηκε πριν από δύο χρόνια από τη βρετανική κυβέρνηση, αποτελεί τον καρπό της εργασίας διεθνών ειδικών, υπό τον συντονισμό ενός καθηγητή της Οικονομίας στο πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, του Πάρθα Ντασγκούπτα.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματά τους, μολονότι το παγκόσμιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ έχει διπλασιασθεί από το 1992, το «φυσικό κεφάλαιο», δηλαδή η εκτίμηση για το όφελος που αντλείται από υπηρεσίες που προσφέρονται από τη Φύση, έχει μειωθεί από την πλευρά του κατά 40% κατά κεφαλήν.
«Μολονότι η ανθρωπότητα κατέγραψε απέραντη ευημερία αυτές τις τελευταίες δεκαετίες, ο τρόπος με τον οποίο φθάσαμε σ' αυτή την ευημερία σημαίνει ότι την επιτύχαμε με κόστος καταστροφικό για τη Φύση», γράφουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Οι ίδιοι απευθύνουν έκκληση για μια αποκατάσταση της ισορροπίας του δεσμού ανάμεσα στον Άνθρωπο και τη Φύση, υπενθυμίζοντας πολυάριθμες άλλες μελέτες για τους στενούς δεσμούς ανάμεσα στην προστασία της βιοποικιλότητας και τις ανθρώπινες συνθήκες ζωής, κυρίως όσον αφορά την υγεία.
Η τρέχουσα μαζική εξάλειψη ζωικών ειδών «υπονομεύει την παραγωγικότητα, την ανθεκτικότητα και την προσαρμοστικότητα της Φύσης», γράφουν επίσης.
Οι ήδη ορατές συνέπειες αυτής της απώλειας, όπως η τρέχουσα πανδημία της Covid-19, ευνοούμενη από τις μεταμορφώσεις των γαιών (κυρίως την αποψίλωση δασών για τη γεωργία) και την εκμετάλλευση ορισμένων άγριων ειδών, μπορεί να αποτελέσουν «το αόρατο τμήμα του παγόβουνου», αν η ανθρώπινη οικονομική ανάπτυξη συνεχισθεί χωρίς αλλαγές.
Κάτι περισσότερο από ένα σχέδιο Μάρσαλ
«Εξαρτιόμαστε πλήρως από τη Φύση», προειδοποιεί σε πρόλογο της έκθεσης ο βρετανός δημιουργός ντοκιμαντέρ και μαχητικός οικολόγος Ντέιβιντ Ατένμπορο. «Μας παρέχει τον αέρα που αναπνέουμε και όλα όσα τρώμε. Όμως την καταστρέφουμε τόσο ώστε πολλά από τα οικοσυστήματά της βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάρρευσης».
Ωστόσο, υπογραμμίζεται στην έκθεση, τα οικονομικά μοντέλα, που βασίζονται μόνο στην ανάπτυξη, δεν ενσωματώνουν τα οφέλη που αντλούνται από τη βιοποικιλότητα.
Κατά συνέπεια τα προγράμματα προστασίας της φύσης συχνά υποχρηματοδοτούνται, ενώ τομείς όπως τα ορυκτά καύσιμα ή η εντατική γεωργία, οι επιπτώσεις των οποίων στη βιοποικιλότητα και την άνοδο της θερμοκρασίας στον πλανήτη είναι αποδεδειγμένες, απολαμβάνουν ετήσιες επενδύσεις ύψους από 4 έως 6 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Αυτά τα επενδυτικά μοντέλα, που συχνά υποστηρίζονται από τα κράτη, «εντείνουν το πρόβλημα καθώς αμείβουν τους ανθρώπους περισσότερο για να εκμεταλλεύονται τη Φύση απ' όσο για να την προστατεύουν», αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης, εκφράζοντας τη λύπη τους γι' αυτό. Απευθύνουν έκκληση να αντικατασταθεί ο παραδοσιακός υπολογισμός της ανάπτυξης (ΑΕΠ) με έναν υπολογισμό της οικονομικής ευημερίας που να λαμβάνει υπόψη τις υπηρεσίες που παρέχονται από τη Φύση.
Όμως ένας τέτοιος αναπροσανατολισμός προς μια περισσότερο βιώσιμη ανάπτυξη θα απαιτούσε συστημικές αλλαγές --κυρίως την «απανθρακοποίηση» του ενεργειακού συστήματος -- που θα γίνουν «με φιλοδοξία, συντονισμό και πολιτική βούληση παρόμοια, ακόμη και ανώτερη, εκείνης του σχεδίου Μάρσαλ» για την οικονομική ανοικοδόμηση μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι συντάκτες της έκθεσης, όπως και αριθμός διεθνών πολιτικών αξιωματούχων και στελεχών ενώσεων πριν απ' αυτούς, ζητούν να αποτελέσουν μοχλούς για την έναρξη αυτών των αλλαγών δύο σημαντικά ραντεβού της πράσινης διπλωματίας, η COP 15 για τη βιοποικιλότητα και η COP 26 για το κλίμα, που προβλέπεται πλέον να πραγματοποιηθούν το 2021, αφού αναβλήθηκαν εξαιτίας της πανδημίας.