«Απολύτως αναγκαίες είναι οι παρεμβάσεις που εγγυώνται την ασφάλεια του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων για την αποτελεσματική ανάκαμψη της οικονομίας», σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ).
Τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στην αγορά εργασίας το 2020 συνοψίζει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ στο νέο δελτίο οικονομικών εξελίξεων που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.
Σύμφωνα με την ΓΣΕΕ η τρέχουσα κατάσταση της αγοράς εργασίας μπορεί στατιστικά να αποτυπωθεί καλύτερα από τις μεταβολές στον αριθμό των απασχολουμένων και των οικονομικά μη ενεργών.
Συγκεκριμένα, στη διάρκεια του 2020, η απασχόληση μειώθηκε σημαντικά τον Μάιο (κατά 83 χιλ. άτομα σε σχέση με τον Απρίλιο), ενώ αυξήθηκε επίσης σημαντικά τον Αύγουστο (κατά 93 χιλ. άτομα σε σχέση με τον Ιούλιο). Η μεταβολή των οικονομικά μη ενεργών είχε την αντίθετη κατεύθυνση.
Συνεπώς, οι επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στην απασχόληση δεν αποτυπώθηκαν σε αντίστοιχη μεταβολή του αριθμού των ανέργων, αλλά σε μεταβολή του αριθμού των οικονομικά μη ενεργών.
Σημαντικό στοιχείο όσον αφορά τις προοπτικές της αγοράς εργασίας είναι ότι μετά τον Οκτώβριο, όταν η οικονομία βρέθηκε εκ νέου σε lockdown, παρατηρείται μια σταδιακή αύξηση των μη ενεργών με ταυτόχρονη μείωση των απασχολουμένων και των ανέργων.
Κατά την ΓΣΕΕ, δεν είναι ξεκάθαρο αν η δυναμική που παρατηρείται στο τέλος του 2020 θα συνεχιστεί, αλλά σε αυτό το διάστημα είναι η πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης που η μεταβολή των οικονομικά μη ενεργών προέρχεται και από τη μείωση των ανέργων.
Όπως σημειώνεται στην έκθεση, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο η κατάσταση στην αγορά εργασίας να έχει οδηγήσει μερίδα ατόμων ικανών να εργαστούν εκτός εργατικού δυναμικού, γεγονός το οποίο έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της απασχόλησης και της οικονομίας.
Κατά την ΓΣΕΕ, καθοριστικές ως προς τις προοπτικές θα είναι οι εξελίξεις εντός του 2021, όπου θα φανεί αν η πανδημική κρίση και η πολιτική διαχείρισή της θα αφήσει τελικά ένα μεσοπρόθεσμο αρνητικό αποτύπωμα στην αγορά εργασίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συνομοσπονδία αναφέρει πως η διατήρηση των μέτρων στήριξης των εργαζομένων σε καθεστώς αναστολής εργασίας μέχρι την ομαλή επανέναρξη της οικονομίας κρίνεται επιβεβλημένη, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα καταρρεύσουν πλήρως τα χαμηλά εισοδήματα, θα εκτιναχθεί η ήδη υψηλή εισοδηματική ανισότητα και η ανεργία, επιφέροντας σημαντικό πλήγμα στην κοινωνική συνοχή.
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ τονίζει πως παρά το γεγονός ότι η πανδημική κρίση επηρέασε κυρίως τον αριθμό των απασχολουμένων και των οικονομικά μη ενεργών, ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανεργία κατά κλάδο, αφού αποτυπώνει έως ένα σημείο τον βαθμό ευθραυστότητας της αγοράς εργασίας.
Ο κλάδος του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών και αποθήκευσης παρουσιάζει το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας και μεταβλητότητας. Με εξαίρεση το γ’ τρίμηνο του 2020, το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται σημαντικά (από 34,4% το δ’ τρίμηνο του 2019 σε 39,4% το β’ τρίμηνο του 2020 και 37% το δ’ τρίμηνο του ίδιου έτους).
Αντιθέτως, το ποσοστό ανεργίας στη μεταποίηση παρουσιάζει βελτίωση αν και οριακή (μείωση κατά 1,5% το δ’ τρίμηνο του 2020 σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019).
Ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο κλάδος της μεταποίησης εξακολουθεί και παράγει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό ανέργων, το οποίο κινείται σταθερά άνω του 10%, όταν στους άλλους κλάδους το ποσοστό δεν ξεπερνάει το 7%.
Εξίσου σημαντικό είναι κατά το ΙΝΕ ΓΣΕΕ το γεγονός ότι η πανδημική κρίση δεν είχε την ίδια επίπτωση σε όλες τις ηλικίες.
Ενώ στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες το ποσοστό ανεργίας παραμένει σχετικά σταθερό, στις δύο αυτές ομάδες αυξάνεται σημαντικά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι νέοι που δεν εργάζονται, δεν βρίσκονται στην εκπαίδευση ή σε κάποιας μορφής επιμόρφωση παρουσιάζουν μεγάλη αύξηση μετά το β’ τρίμηνο του 2020, χωρίς ιδιαίτερες προοπτικές βελτίωσης.
Μεγάλη ήταν η αύξηση και για τις γυναίκες ηλικίας 25 έως 29 ετών, με το ποσοστό ανεργίας να αυξάνεται από 25% το δ’ τρίμηνο του 2019 σε 33% το δ’ τρίμηνο του 2020.
Συνεπώς, η πανδημική κρίση ενισχύει την ανισότητα φύλου, ειδικότερα σε νέες ηλικίες, σε μια αγορά εργασίας η οποία χαρακτηρίζεται από ούτως ή άλλως υψηλή ανισότητα και κατακερματισμό.
Αναφορικά με τις επιπτώσεις της πανδημίας στην απασχόληση, κύριο χαρακτηριστικό αποτελεί η μείωση των ωρών εργασίας για ένα μεγάλο ποσοστό των μισθωτών και ταυτόχρονα η αύξηση της υπερωριακής απασχόλησης για ένα άλλο μικρότερο.
Τέλος, λόγω της συγκυρίας, μειώθηκε οριακά η ζήτηση για θέσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, αφού το 2020 οι νέες θέσεις εργασίας αφορούσαν κατά 51% θέσεις πλήρους απασχόλησης. Σημειώνεται ότι το 2019 το ποσοστό ήταν ίσο με 49%.