Από τις αρχές Απριλίου το ελληνικό εμπόριο διέρχεται ίσως από την πιο κρίσιμη καμπή της πανδημίας. Είναι η περίοδος που, υπό προϋποθέσεις, θα σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους της μεγάλης περιπέτειας που ξεκίνησε πριν από 14 μήνες.
Από τις αρχές Απριλίου το ελληνικό εμπόριο διέρχεται ίσως από την πιο κρίσιμη καμπή της πανδημίας. Είναι η περίοδος που, υπό προϋποθέσεις, θα σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους της μεγάλης περιπέτειας που ξεκίνησε πριν από 14 μήνες.
Η «υβριδική» επαναλειτουργία των εμπορικών καταστημάτων στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας με click in shop και click away δεν έφερε – και δεν θα μπορούσε άλλωστε – «έκρηξη» της αγοραστικής κίνησης, ούτε όμως και ανεξέλεγκτη αύξηση των κρουσμάτων COVID 19, γεγονός που επιτρέπει συγκρατημένη αισιοδοξία για μία καλύτερη συνέχεια. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με την πρόοδο του μαζικού εμβολιασμού και τη χρήση των self-tests, επέτρεψε στην κυβέρνηση να προχωρήσει στη σταδιακή επανεκκίνηση και άλλων σημαντικών δραστηριοτήτων, όπως η διεξαγωγή των μαθημάτων της τρίτης Λυκείου με φυσική παρουσία.
Αν δεν υπάρξει κάποια αναπάντεχη επιδημιολογική ανατροπή, έχει προαναγγελθεί για τον Μάιο του άνοιγμα του τουρισμού και της εστίασης, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Επιβεβαιώνεται έτσι η τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία της ΕΣΕΕ ότι η μικρομεσαία εμπορική επιχείρηση, τηρώντας στο ακέραιο τα περιοριστικά μέτρα, λειτουργεί πρακτικά ως ασπίδα κατά της πανδημίας και ως το ιδανικό σημείο για restart της πραγματικής οικονομίας. Ωστόσο, αυτή η νέα ευαίσθητη φάση λειτουργίας της αγοράς, είναι γεμάτη παγίδες και εμπόδια. Το, ελέω πανδημίας, «αφυδατωμένο» από ρευστότητα μικρομεσαίο εμπόριο, κινδυνεύει να μείνει στα μισά του δρόμου και να πετάξει λευκή πετσέτα προτού καν φθάσει στον πολυπόθητο προορισμό της «κανονικότητας».
Η κατάσταση είναι ασφυκτική και, εν συντομία, έχει ως εξής: Στις αποθήκες των καταστημάτων ένδυσης και υπόδησης απαξιώνεται μεγάλος όγκος εμπορευμάτων που αγοράστηκε πέρυσι και έμεινε στα αζήτητα λόγω των lockdown. Για ρευστότητα ή έστω δυνατότητα λήψης δανείου προκειμένου να αγοραστεί καινούριο εμπόρευμα, ούτε λόγος, τουλάχιστον στα περισσότερα εξ αυτών. Ο τζίρος είναι άγνωστο πότε θα επανέλθει στα προ πανδημίας επίπεδα. Την ίδια ώρα, επίκεινται εντός του θέρους λήξεις αρκετών από τις αναστολές φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Ένας αριθμός εργαζομένων έχει επιστρέψει στα καταστήματα, οι αναστολές συμβάσεων εργασίας τους σταμάτησαν και άρα η υποχρέωση καταβολής μισθού από τον εργοδότη επανέρχεται από την πρώτη μέρα. Μια θάλασσα από «χρέη της πανδημίας» και μεταχρονολογημένων επιταγών, που σε πολλές περιπτώσεις έχουν αλλάξει «χέρια» τρεις και τέσσερις φορές, απειλεί να πνίξει το νέο ξεκίνημα του λιανεμπορίου, προτού καν πάρει ανάσα.
Με άλλα λόγια, ο «πολύ-τραυματίας» μικρομεσαίος έμπορος καλείται να κολυμπήσει στα βαθιά, προτού επουλώσει τις πληγές της πολύμηνης απραξίας. Όπως το θέτει εμφατικά η Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2020 που παρουσίασε πρόσφατα η ΕΣΕΕ, διαπιστώνεται ξεκάθαρα ότι η πανδημία απειλεί τη βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητα των εγχώριων επιχειρήσεων, οι οποίες ήταν ήδη εξαιρετικά επιβαρυμένες από τη μακροχρόνια οικονομική ύφεση που προηγήθηκε. Προειδοποιεί μάλιστα πως ο μεγαλύτερος κίνδυνος της πανδημίας είναι ότι πολύ περισσότερες επιχειρήσεις, 35% αντί για 18%, είναι πιθανόν να μετατραπούν από βιώσιμες σε προβληματικές.
Τώρα είναι λοιπόν η ώρα της αλήθειας και για την κυβέρνηση. Η στιγμή που πρέπει να αποδείξει ότι έχει και η ίδια την αποφασιστικότητα να μην αφήσει τον εμπορικό κόσμο χωρίς «καύσιμα» στα μισά του δρόμου. Η ΕΣΕΕ, όπως πράττει με υπευθυνότητα και ρεαλισμό από την αρχή της πανδημίας, επισημαίνει ότι η νέα συγκυρία απαιτεί διαφορετικές και περισσότερο στοχευμένες ρυθμίσεις.
Τέσσερα είναι τα πλέον επείγοντα μέτρα που έχει ανάγκη η αγορά:
- Πρώτον, είναι ανάγκη να δοθεί μία λύση στο ζήτημα των μεταχρονολογημένων επιταγών. Πρακτικές προτάσεις που «περνούν» από την ΑΑΔΕ και όχι τη ΔΙΑΣ, έχει επεξεργαστεί η επιστημονική ομάδα του ΙΝ.ΕΜ.Υ – ΕΣΕΕ, με σεβασμό στις ανάγκες τόσο των εκδοτών όσο και των κομιστών.
- Δεύτερον, έχουμε ζητήσει από το Υπουργείο Ανάπτυξης να υπάρξει και για το λιανεμπόριο επιδότηση κεφαλαίου κίνησης μέσω ΕΣΠΑ, όπως έγινε με την εστίαση. Δεν είναι μόνο ζήτημα δικαιοσύνης και ισονομίας, αλλά και κοινής λογικής: Ρευστότητα δεν χρειάζεται μόνο ένα καφέ ή ένα εστιατόριο για να ξαναλειτουργήσει, αλλά ακόμα πιο πολύ ένα εμπορικό κατάστημα, ιδίως εκείνο που πουλά εποχικά είδη.
- Τρίτον, δεν είναι δυνατόν να εξαιρούνται από την επιδότηση παγίων δαπανών 130 χιλιάδες ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις. Μήπως δεν έχουν έξοδα λειτουργίας αυτοί οι έμποροι που εργάζονται μόνοι τους, ή απασχολούν με μερική απασχόληση τα μέλη της οικογένειάς τους; Είναι σαν να επικυρώνεται με κυβερνητική απόφαση μία συνθήκη αθέμιτου ανταγωνισμού, σε βάρος μάλιστα των πιο αδύναμων κρίκων της λιανεμπορικής αλυσίδας.
- Τέταρτον, δεν υφίσταται κανένας λόγος για περαιτέρω καθυστέρηση στη θέσπιση του ακατάσχετου επιχειρηματικού λογαριασμού. Είναι το «εργαλείο» που θα εξασφαλίσει την απρόσκοπτη λειτουργία της εμπορικής επιχείρησης στην εποχή της εκτίναξης των ψηφιακών συναλλαγών.
Σε δεύτερο χρόνο, αλλά εντός του έτους και όταν βεβαίως ομαλοποιηθούν περισσότερο η εικόνα και οι προοπτικές της οικονομίας, θα θέλαμε οπωσδήποτε να δούμε συγκεκριμένες κυβερνητικές πρωτοβουλίες για την οριστική κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος και της προκαταβολής φόρου. Και τα δύο είναι απομεινάρια της σκληρής μνημονιακής εποχής που πρέπει να αφήσουμε οριστικά πίσω μας.
Εάν ληφθούν έγκαιρα οι αποφάσεις για αυτά τα μέτρα που η ΕΣΕΕ προτείνει από θέση ευθύνης και σύνεσης, η μικρομεσαία εμπορική επιχειρηματικότητα θα αναπνεύσει, θα σταθεί στα πόδια της και θα τερματίσει με τις μικρότερες δυνατές απώλειες στον μαραθώνιο της διπλής υγειονομικής και οικονομικής κρίσης. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχουμε ένα δύσκολο καλοκαίρι και ένα απρόβλεπτο φθινόπωρο, καθώς αφενός ο αβέβαιος και φέτος αριθμός των τουριστικών αφίξεων δεν εγγυάται την επιβίωση των χιλιάδων εμπορικών επιχειρήσεων που εξαρτώνται άμεσα από αυτόν και αφετέρου παραμένει άγνωστος Χ η εγχώρια αγοραστική ζήτηση.