«Τέλος Ιουνίου, το αργότερο αρχές Ιουλίου, τα μέλη της ομάδας εργασίας που συστήθηκε πρόσφατα, μαζί με τα μέλη της υπό σύστασης επιτροπής των οινοποιών, θα έχουν νέα συνάντηση, προκειμένου να προσδιοριστούν οι παράμετροι της επιστημονικής έρευνας».
Σε ποιες από τις επτά δημοτικές κοινότητες της Περιφερειακής Ενότητας Κιλκίς αποδίδει καλύτερα η ποικιλία νεγκόσκα και πού αυτή του ξινόμαυρου, από τις οποίες «γεννιούνται» τα ΠΟΠ κρασιά Γουμένισσας; Πώς μπορεί ν' αναδειχθεί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα η Ζώνη Παραγωγής Ονομασίας Προέλευσης «Γουμένισσα» και να μπει τάξη στις 1700 καλλιεργούμενες εκτάσεις; Απαντήσεις σε αυτά κι άλλα ερωτήματα φιλοδοξεί να δώσει επιστημονική έρευνα που έχουν σε γραμμή αφετηρίας η Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής (ΔΑΟΚ) της Περιφερειακής Ενότητας Κιλκίς, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και οι έξι οινοποιοί στην περιοχή.
«Σήμερα υπάρχει μια αναρχία, καθένας βάζει όπου θέλει, ό,τι θέλει», επισήμανε, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο γεωπόνος ΔΑΟΚ Π.Ε Κιλκίς, Βασίλης Ιωαννίδης, προσθέτοντας: «τέλος Ιουνίου, το αργότερο αρχές Ιουλίου, τα μέλη της ομάδας εργασίας που συστήθηκε πρόσφατα, μαζί με τα μέλη της υπό σύστασης επιτροπής των οινοποιών, θα έχουν νέα συνάντηση, προκειμένου να προσδιοριστούν οι παράμετροι της επιστημονικής έρευνας, η οποία φιλοδοξούμε να αποτελεί ισχυρό όπλο στα χέρια των οινοποιών, για ζητήματα εντός κι εκτός ελληνικών συνόρων».
Όπως επισήμανε ο κ. Ιωαννίδης, θα επιλεγούν τα τέσσερα χωράφια, από τα οποία αρχής γενομένης από φέτος, θα παραχθούν οι ίδιες ποσότητες οίνου από την ίδια ποικιλία. «Έτσι, θα δούμε ποιες περιοχές της Ζώνης Ονομασίας Προέλευσης "Γουμένισσα" είναι αυτές που βγάζουν πιο ποιοτικό προϊόν, και θα μπορέσουμε να προσδιορίσουμε και τη διαδικασία παραγωγής», επισήμανε.
Κατά τον ίδιο, φέτος τα 1700 στρέμματα, όπου καλλιεργούνται η ποικιλία νεγκόσκα και αυτή του ξινόμαυρου, αναμένεται να δώσουν περί του 90 τόνους σταφύλια, έναντι των 70 τόνων το 2018, που αντιστοιχούν σε 120.000 φιάλες. Τα ΠΟΠ κρασιά Γουμένισσας, σύμφωνα με τον κ. Βασιλειάδη, εξάγονται στις αγορές της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας και την τελευταία τριετία στην Αμερική, ενώ γίνονται κρούσεις και στην αγορά της Κίνας.