Σχεδόν δύο στους τρεις καταναλωτές δηλώνουν ότι τα συστατικά έχουν τουλάχιστον μέτρια επιρροή στις αγορές τους, σύμφωνα με νέα έρευνα του Διεθνούς Συμβουλίου Πληροφόρησης για τα Τρόφιμα (IFIC).
Ειδικότερα, το 30% δηλώνει ότι τα συστατικά έχουν μεγάλη σημασία, σύμφωνα με την έρευνα, η οποία διεξήχθη σε 1.054 ενήλικες τον περασμένο Μάιο. Το 63% των καταναλωτών δήλωσαν ότι δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα συστατικά.
Σχεδόν τα δύο τρίτα των καταναλωτών λένε ότι προσπαθούν να επιλέγουν τρόφιμα που παρασκευάζονται από καθαρά συστατικά, τα οποία οι περισσότεροι ορίζουν ως “όχι τεχνητά ή συνθετικά” (22%), ακολουθούμενα από τα “βιολογικά”, “φρέσκα”, “κάτι που ξέρουν ότι είναι θρεπτικό” και “φυσικό”. Σχεδόν οι μισοί θεωρούν ότι έχουν μια καλή διατροφή, με την κορυφαία δήλωση να είναι “καταναλώνω τρόφιμα που δεν είναι ιδιαίτερα επεξεργασμένα”.
Καθώς η ζήτηση για clean label προϊόντα έχει αυξηθεί, ο κλάδος έχει δυσκολευτεί να ορίσει την ορολογία. Αυτό συμβαίνει καθώς το clean label έχει ξεπεράσει την αναγνωρισιμότητα της μάρκας και είναι, πλέον, το σημαντικότερο κριτήριο των καταναλωτών κατά την αγορά ενός προϊόντος.
Οι κατασκευαστές τροφίμων, που επιθυμούν να επωφεληθούν από την τάση των clean labels, προσπαθούν να αντιληφθούν τι χαρακτηρίζουν οι καταναλωτές ως clean label. Οι ρυθμιστικές αρχές, με λίγη καθοδήγηση, έχουν αγωνιστεί να παράσχουν στον κλάδο σαφήνεια γύρω από τον όρο.
Αναδύονται μερικές τάσεις που ρίχνουν φως στο τι σημαίνει clean label για τους καταναλωτές. Οι φυσικές γεύσεις, τα συντηρητικά, τα γλυκαντικά και οι χρωστικές ουσίες “προτιμώνται κατά πολύ” έναντι των τεχνητών εκδοχών, σύμφωνα με την έρευνα του IFIC.
Περίπου οι μισοί καταναλωτές δηλώνουν ότι αποφεύγουν τις τεχνητές γλυκαντικές ουσίες, τα τεχνητά χρώματα, αρώματα και συντηρητικά – τουλάχιστον μερικές φορές. Το ένα τέταρτο των καταναλωτών αποφεύγει τα προϊόντα, των οποίων τα συστατικά έχουν ονόματα που τα κάνει να φαίνοντα σαν να είναι χημικά. Για περισσότερους από έναν στους τέσσερις καταναλωτές, το κύριο κίνητρο για την αποφυγή των συστατικών αυτών είναι οι ανησυχίες για την υγεία.
Εάν οι εταιρείες τροφίμων μάθουν πώς ενημερώνονται οι καταναλωτές για συγκεκριμένα συστατικά, μπορεί να καταφέρουν να ανταποκριθούν καλύτερα στις ανάγκες τους. Σύμφωνα με την έρευνα, το 62% των καταναλωτών ελέγχει τα συστατικά ενός προϊόντος και περισσότεροι από τους μισούς χρησιμοποιούν την επισήμανση στην μπροστινή πλευρά της συσκευασίας ως πηγή πληροφοριών.
Καθώς, όμως, όλο και περισσότεροι καταναλωτές δείχνουν προθυμία να μάθουν για τα συστατικά και να διαβάσουν τις ετικέτες, οι κατασκευαστές τροφίμων ίσως χρειαστεί να καταβάλουν μεγαλύτερη προσπάθεια για να καταλάβουν τι χαρακτηρίζεται ως clean label και τι όχι. Σήμερα, τρεις στους 10 καταναλωτές δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα συστατικά σε σύγκριση με πέντε χρόνια πριν, ενώ το 26% συμφωνεί απόλυτα ότι δίνει προτεραιότητα στα clean label συστατικά.
Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τους κατασκευαστές τροφίμων που δημιουργούν clean label προϊόντα ήταν η εύρεση κατάλληλων υποκατάστατων για τα συστατικά που είναι τεχνητά ή έχουν ονόματα που τα κάνουν να ακούγονται χημικά. Το 21% των αγοραστών στοχεύει να αποφύγει αυτό που φαίνεται επιβλαβές για την υγεία, ενώ το 18% ανησυχεί για τις πιθανές παρενέργειες των άγνωστων συστατικών. Αυτό έχει οδηγήσει σε αύξηση των προϊόντων με ελάχιστα, απλά και οικεία συστατικά.
Τα τελευταία χρόνια, οι μεγάλες εταιρείες προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τα τεχνητά συστατικά με φυσικά συστατικά, αλλά με “ανάμεικτη” επιτυχία. Για παράδειγμα, αφού εισήγαγε φυσικές αποχρώσεις για τα δημητριακά Trix το 2015, η General Mills επανήλθε τελικά στη χρήση τεχνητών χρωμάτων λόγω της ζήτησης των καταναλωτών.Είναι δεδομένο όμως ότι καθώς μεγαλώνει η απαίτηση των καταναλωτών για καλύτερα συστατικά οι εταιρείες θα πρέπει να προσαρμοστούν για να διατηρήσουν την θέση τους στην αγορά.