Καμπανάκι κινδύνου για ανατιμήσεις στα ράφια.
Σαφή μηνύματα για τσουνάμι ανατιμήσεων σε ευρεία γκάμα προϊόντων τους επόμενους μήνες έχουν δώσει βιομηχανία και λιανεμπόριο, ενώ ήδη εδώ και καιρό οι καταναλωτές βλέπουν τις τιμές σε βασικά αγαθά να έχουν πάρει την ανηφόρα.
Οι αιτίες της ακρίβειας είναι πολλές. Ένα μέρος της τροφοδοτείται από τις πληθωριστικές πιέσεις και την κερδοσκοπία στις διεθνείς αγορές πρώτων υλών, ένα άλλο από το παιχνίδι που παίζουν χώρες και αγορές με τις τιμές των καυσίμων. Δεδομένη είναι και η εγχώρια κερδοσκοπία ενώ τη δική τους βαρύτητα έχουν και οι φετινές αναποδιές του καιρού που κατέστρεψαν αρκετές παραγωγές που είχαν σαν αποτέλεσμα οι τιμές να εκτοξευτούν λόγω της μικρής προσφοράς και της μεγάλης ζήτησης.
Προάγγελος των ανατιμήσεων είναι και το κόστος στη βιομηχανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν και με μικρότερη αύξηση σε σύγκριση με τους δύο προηγούμενους μήνες, ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία έκλεισε για τον Ιούνιο 2021, με αύξηση 12,6% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουνίου 2020. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφονται στις τιμές παραγωγού στα πετρελαιοειδή, καθώς και σε ό,τι σχετίζεται με την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, κάτι που μεταφράζεται σε ντόμινο ανατιμήσεων στην εφοδιαστική αλυσίδα.
Σύμφωνα με την «Εφημερίδα των Συντακτών», σημειώθηκε ρεκόρ μηνιαίας αύξησης 20% στα φρούτα, ανατιμήσεις 15% σε βασικά είδη διατροφής, ενώ από 15% έως 60% ήταν οι αυξήσεις σε καύσιμα και λιπαντικά και 35% στα αεροπορικά εισιτήρια.
Επισημαίνεται δε ότι τα σουπερμάρκετ, προσπαθούν να «καμουφλάρουν» τις σημαντικές αυξήσεις στα προϊόντα προχωρώντας σε προσφορές, ωστόσο οι καταναλωτές ήδη διαπιστώνουν την πραγματική εικόνα των ανατιμήσεων.
Μάλιστα, η άνοδος στις τιμές αρκετών προϊόντων επιβεβαιώνονται σε μεγάλο βαθμό και από τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, σύμφωνα με τα οποία τον Ιούνιο αυξήθηκαν οι τιμές, μεταξύ άλλων, στο αρνί και στο κατσίκι κατά 17%, σε βρώσιμα έλαια 15%, στις πατάτες 8,6%, στα καύσιμα και στα λιπαντικά 15,8%, στα νωπά ψάρια 4,1%, στα τυριά 2,5%, στο ελαιόλαδο 1,3%, στα πουλερικά 1,2% και στα είδη ένδυσης και υπόδησης σε ποσοστό 0,5%.
Στον αντίποδα, σύμφωνα πάντα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, μειωμένες είναι οι τιμές σε ετήσια βάση στο γιαούρτι σε ποσοστό 6%, στους χυμούς φρούτων κατά 4,7%, στο φρέσκο γάλα και στο χοιρινό κρέας κατά 3% και στο μοσχάρι κατά 1%.
Όπως είναι φυσικό το όλο θέμα προξενεί ανησυχία στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης που εκτιμά ότι το όλο θέμα μπορεί να επιβραδύνει την αναθέρμανση της κατανάλωσης και συνακόλουθα την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι επιτακτική ανάγκη να απαντηθούν: Πρόκειται πραγματικά για προσωρινό φαινόμενο εισαγόμενης ακρίβειας και ποιες κινήσεις πρέπει να γίνουν ώστε να αποφευχθούν τα φαινόμενα της εγχώριας αισχροκέρδειας;