Στην εκδήλωση συμμετείχαν η Έλενα Μπότση, Κοινωνιολόγος, Συν-Εκπρόσωπος των Οικολόγων Πράσινων που κατάγεται από την περιοχή, ο Δημήτρης Πολιτόπουλος, Συν-Εκπρόσωπος των Οικολόγων Πράσινων, ο Αναπλ.Καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιάννης Χατζηγεωργίου, Ειδικός στη διαχείριση βοσκών και λειμώνων (Τμήμα Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής), η Ιουλία Δρούγα, Αρχιτέκτων-Πολεοδόμος, Υπουργείο Περιβάλλοντος (Μητροπολιτικός Σχεδιασμός – πρ. Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας) και ο Γιάννης Τσιρώνης (πρ. Αναπλ. Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, μέλος των ΟΠ).
Την εκδήλωση παρακολούθησε διαδικτυακά και ο Κτηνοτροφικός Σύλλογος Περιφέρειας Αττικής «Άγιος Γεώργιος», ενώ χρήσιμες παρεμβάσεις έγιναν από την κτηνοτρόφο και Γραμματέα του Συλλόγου Μάγδα Κοντογιάννη.
Όπως τόνισε η Έλενα Μπότση, στόχος της εκδήλωσης ήταν η αναζήτηση εξηγήσεων και προτάσεων πάνω σε τρεις παράγοντες που απασχολούν την περιφέρεια της Αττικής και που είναι μεταξύ τους σε μεγάλο βαθμό αλληλένδετοι:
1) Η συρρίκνωση της κτηνοτροφίας και η μαζική εγκατάλειψη του κλάδου σε περιοχές όπως τα Βίλια με μακρά παράδοση στην εκτατική ημινομαδική κτηνοτροφία καθώς και η εξαφάνιση παραδοσιακών δραστηριοτήτων εκμετάλλευσης του δάσους.
2) Η οριζόντια απαγόρευση εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες της ποιμενικής βόσκησης σε όλη την Αττική που βασίζεταισε ανεπικύρωτη μελέτη του ΟΡΣΑ.
3) Η πύκνωση των πευκοδασών και των λοιπών δασικών εκτάσεων και ο πολύ αυξημένος κίνδυνος ανεξέλεγκτης καταστροφικής πυρκαγιάς, όπως αυτές που βιώνουμε φέτος στην Αττική και τη Νότια Ελλάδα, αλλά και αυτές των προηγούμενων ετών σε συνδυασμό με ανεπαρκείς πολιτικές πρόληψης.
Με αφετηρία τα τρία αυτά ερωτήματα οι ομιλητές/τριες τόνισαν τα εξής:
Τα πλούσια οικοσυστήματα της χώρας μας δημιουργήθηκαν στο πέρασμα πολλών αιώνων από τη γεωργική δραστηριότητα των κατοίκων της περιοχής και από άλλες ανθρωπογενείς παρεμβάσεις. Η μαζική εγκατάλειψη της ποιμενικής κτηνοτροφίας τις τελευταίες δεκαετίες, στέρησε από τα οικοσυστήματα τους ‘φροντιστές’ τους που για αιώνες διαμόρφωσαν το τοπίο και οδήγησαν σε μία πλούσια βιοποικιλότητα. Τα οικοσυστήματα αυτά είναι το αποτέλεσμα της οικολογικής συμβίωσης της αυτοφυούς χλωρίδας και πανίδας, με τα εκτρεφόμενα ζώα και τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες σε αυτά (όπως η ξύλευση, η ρητινοσυλλογή, η συλλογή καύσιμου υλικού για τις ανάγκες του νοικοκυριού, η μελισσοκομία). Η απαγόρευση της ποιμενικής βόσκησης και των άλλων παραδοσιακών δραστηριοτήτων, που αιτιολογήθηκε με βάση την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων, οδήγησε στο διάστημα αυτό στην πύκνωση της βλάστησης από λίγα φυτικά είδη και τη σημαντική απώλεια βιοποικιλότητας, δηλαδή σε μία ‘πράσινη έρημο’ στις εκτάσεις αυτές, οι οποίες απειλούνται άμεσα από ανεξέλεγκτες καταστροφικές πυρκαγιές που θα φέρουν την οριστική ερημοποίηση.
Η κάποτε ισχυρή κτηνοτροφία στις εν λόγω περιοχές της Αττικής είχε σημαντική συμβολή στην διατροφική αυτάρκεια των κοινοτήτων, αλλά και σε μία εύρωστη και ανθεκτική τοπική οικονομία.
Οι κοινωνικές επιπτώσεις της εγκατάλειψης της ποιμενικής κτηνοτροφίας και των αγροδασικών επαγγελμάτων και η στροφή των διάδοχων γενεών σε δημόσιες υπαλληλικές θέσεις ή στην εστίαση είναι εξίσου σημαντικές, εφόσον χάνεται η παραδοσιακή τεχνογνωσία, εγκαταλείπονται οι υποδομές και διακόπτεται η συνέχεια του λαϊκού πολιτισμό που διαμορφώθηκε στους αιώνες από τη συμβίωση του ανθρώπου με τη φύση.
Η συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα επιδρά και στον τοπικό τουρισμό, ο οποίος είναι άμεσα συνδεδεμένος με την διάθεση τοπικών ποιοτικών προϊόντων που πλέον θα αντικατασταθούν από εισαγόμενα ή παραγόμενα σε κτηνοτροφικές μονάδες εντατικού τύπου. Σημειώνεται ότι από τις 900.000 αιγοπροβατοτροφικές εκμεταλλεύσεις της χώρας πριν 60 χρόνια, όπου τα ¾ της επιφάνειάς της ήταν βοσκόμενα, έχουμε σήμερα 150.000 τέτοιες εκμεταλλεύσεις με τον ίδιο συνολικό αριθμό ζώων και 15% βοσκότοπους.
Επιπλέον, η πολιτιστική κληρονομιά που είναι στενά δεμένη με την κτηνοτροφία στην περιοχή της Δυτικής Αττικής εκτός από τη σημασία της για την συλλογική ταυτότητα και την κοινωνική συνοχή αποτελεί κεντρικό στοιχείο για ένα βιώσιμο και αειφορικό τουρισμό.
Οι ομιλητές/τριες συμφώνησαν στη ανάγκη της επαναφοράς των κατάλληλων αγροτοδασικών δραστηριοτήτων στην περιφέρεια της Αττικής και πιο συγκεκριμένα:
• Στην ανάγκη αναθεώρησης της ισχύουσας ΔΑΔ (Δασικής Αστυνομικής Διάταξης) που απαγορεύει οριζόντια την ποιμενική βόσκηση, με εκπόνηση διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης σε επίπεδο Περιφέρειας ή Δημοτικής Ενότητας για διακριτές περιοχές σε συνεργασία πάντα με την τοπική κοινωνία.
• Στην άρση των περιορισμών κάρπωσης του δάσους από τους κατοίκους της περιοχής (κοπή κλαδιών για τροφοδοσία των ζώων και για καύσιμη ύλη, ρητινοσυλλογή κλπ.)
• Στην ολοκλήρωση των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών (ΕΠΜ) για τις προστατευόμενες περιοχές (Γεράνεια, Κιθαιρώνας, Ψάθα κλπ.) και των εκκρεμών Τοπικών Πολεοδομικών Σχεδίων (στον Α΄ κύκλο πιλοτικής εφαρμογής περιλαμβάνονται 12 Δήμοι εκ των οποίων και ο Δήμος Μάνδρας-Ειδυλλίας) που θα επαναπροσδιορίσουν χρήσεις γης και δραστηριότητες στον αστικό και εξωαστικό χώρο.
• Στην διαφύλαξη των πόρων της Αττικής ως πολύτιμων και πεπερασμένων όπως προβλέπει ήδη το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας.
• Στον έλεγχο της αδόμητης γης με ταυτόχρονη διαφύλαξη της γεωργικής γης, της βιοποικιλότητας και του αγροτικού τοπίου.
• Στη δημιουργία ενός ‘πράσινου τόξου’ που θα περιλαμβάνει τους ορεινούς όγκους της Δυτικής Αττικής (Γεράνεια, Πατέρας, Πάστρα, Κιθαιρώνας), ως περιοχές προστασίας του οικοσυστήματος, αναψυχής, πεζοπορίας και θέας και όπου θα αναδεικνύονται τα «ιστορικά περάσματα» αρχαίων δρόμων και μονοπατιών.
Συμπερασματικά, η πολιτική ηγεσία θα πρέπει να στηρίξει την παραδοσιακή ποιμενική κτηνοτροφία και την δασοπονία στα δάση και τις δασικές εκτάσεις της Δυτικής Αττικής για λόγους περιβαλλοντικούς, τοπικότητας, οικονομικούς και βιωσιμότητας, ενώ οι τοπικές κοινωνίες θα πρέπει να συμβάλλουν στην αναθεώρηση των εφαρμοζόμενων πολιτικών με σκοπό να προασπίσουν το φυσικό και πολιτισμικό τους περιβάλλον.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις