Υπάρχει ελπίς για τον κατσίγαρο;

 ΜΑ ΤΙ ΜΥΡΙΖΕΙ τόσο άσχημα; Το έχουμε πει πολλές φορές όταν έτυχε να βρεθούμε σε μια παραλία, σ' ένα ποτάμι, ακόμη και σ' ένα βουνό που έτυχε να γειτνιάζει με... ελαιοτριβείο. Εκτός από τους αγρότες που υπομένουν καρτερικά το βασανιστήριο, οι γείτονες διαμαρτύρονται ενώ οι τουρίστες παίρνουν άρον άρον την πραμάτειά τους κι όπου φύγει φύγει. Παρ' όλα αυτά, λύση υπάρχει και δεν είναι και τόσο πολυδάπανη.

Η μέθοδος των ανοικτών δεξαμενών εξάτμισης αποβλήτων ελαιουργείων επικράτησε λόγω του χαμηλού κόστους και της ευκολίας εφαρμογής για τις οικογενειακές επιχειρήσεις Η μέθοδος των ανοικτών δεξαμενών εξάτμισης αποβλήτων ελαιουργείων επικράτησε λόγω του χαμηλού κόστους και της ευκολίας εφαρμογής για τις οικογενειακές επιχειρήσεις .Η Ελλάδα, με εξαίρεση τη φετινή χρονιά που παρατηρήθηκε ακαρπία, κατέχει την τρίτη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή ελαιολάδου με μέση παραγωγή περίπου 400.000 τόνους το χρόνο, με κυριότερες ελαιοκομικές περιοχές την Κρήτη, την Πελοπόννησο, την κεντρική Ελλάδα και ορισμένα νησιά του Αιγαίου.

Εκτός των λόγων που έχουν να κάνουν με την αισθητική και τη μυρωδιά, τα υγρά απόβλητα των ελαιουργείων, αν και ποικίλλουν σημαντικά, χαρακτηρίζονται συνήθως από υψηλό ρυπαντικό φορτίο, που κάνει απαγορευτική την κατάληξή τους στο νερό.

Τα Υγρά Απόβλητα Ελαιουργείων (ΥΑΕ), αν και αποτελούν υποπροϊόντα επεξεργασίας του ελαιοκάρπου, συγκαταλέγονται στα κατ' εξοχήν βεβαρημένα από πλευράς ρυπαντικού φορτίου γεωργικά βιομηχανικά απόβλητα, διότι έχουν πάρα πολύ οργανικό φορτίο. Για να κατανοήσουμε τα μεγέθη, η ετήσια παραγωγή υγρών αποβλήτων ενός τριφασικού ελαιουργείου μέσης δυναμικότητας βγάζει τα απόβλητα μιας πόλης 30.000 κατοίκων, πέρα από τα στερεά! Τα τριφασικά ελαιουργεία βγάζουν το λάδι, τα υγρά απόβλητα και τον ελαιοπυρήνα, ενώ τα διφασικά, πιο σύγχρονα, βγάζουν λάδι και το υγρό μείγμα που περιέχει μείγμα στερεών με μεγαλύτερη υγρασία, δηλαδή πάνω από 60%-65%.

Η σύστασή τους ποικίλλει ανάλογα με τις κλιματολογικές συνθήκες, την ποικιλία, την προσβολή από έντομα, τις καλλιεργητικές συνθήκες, το στάδιο ωρίμασης του καρπού και από παράγοντες σχετικούς με τη διαδικασία εξαγωγής του ελαιολάδου.

Μετά την απαγόρευση διάθεσης των Υγρών Αποβλήτων Ελαιουργείων (ΥΑΕ) σε φυσικούς αποδέκτες (ρυάκια, ποταμοί, θάλασσα, κ.λπ.), με σκοπό την αποφυγή της ρύπανσης του περιβάλλοντος, η μέθοδος των δεξαμενών εξάτμισης έχει επικρατήσει λόγω του χαμηλού κόστους εφαρμογής.

Κίνδυνοι ρύπανσης

Ωστόσο, ειδικά σε τουριστικές περιοχές δημιουργεί προβλήματα από τις δυσμενείς οσμές που παράγονται, ενώ η πλημμελής κατασκευή των δεξαμενών (μη στεγανοποίηση) εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους ρύπανσης των υδροφορέων.

Και όμως η απόθεση των Υγρών Αποβλήτων των Ελαιουργείων (ΥΑΕ) στο έδαφος θα ήταν μια περιβαλλοντικά αποδεκτή και οικονομικά εφικτή μέθοδος διαχείρισης, όπως υποστηρίζουν από το Ινστιτούτο Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών Χανίων οι ερευνητές Κ. Χαρτζουλάκης, Γ. Ψαρράς, Μ. Μουτσοπούλου και Ε. Στεφανουδάκη.

Οπως εξηγούν, η αποθήκευση των ΥΑΕ σε ανοικτές δεξαμενές εξάτμισης, παρά το μικρό κόστος, παρουσιάζει αρκετά προβλήματα, που εντοπίζονται, κυρίως, στην πιθανότητα μόλυνσης των επιφανειακών και υπογείων υδάτων και στη δημιουργία εστιών μόλυνσης και δυσάρεστων οσμών, ιδιαίτερα κατά την τουριστική περίοδο.

Η χρήση του εδάφους ως φυσικού συστήματος επεξεργασίας των ΥΑΕ έχει προταθεί και εφαρμοστεί πειραματικά, με ενθαρρυντικά μέχρι τώρα αποτελέσματα. Οι αιτίες που δυσχεραίνουν την επεξεργασία και διάθεση των ΥΑΕ είναι:

1.Ο μεγάλος αριθμός και η διασπορά των ελαιουργείων και η οικογενειακή μορφή της επιχείρησης.

2.Ο μεγάλος όγκος των ΥΑΕ που παράγονται σε μικρό χρονικό διάστημα (4-5 μήνες).

3.Το υψηλό οργανικό φορτίο (40-80 g/l BOD και 50-150 g/l COD).

4.Η όξινη αντίδρασή τους (pH£5) και η μεγάλη ρυθμιστική ικανότητά τους.

5.Οι τοξικές τους ιδιότητες.

Στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος WAWAROMED όπου συμμετείχαν έξι ευρωπαϊκές ή και μεσογειακές ελαιοκομικές χώρες, μεταξύ των οποίων κι η Ελλάδα, με συντονίστρια χώρα τη Γερμανία, καθώς εκεί έχει αναπτυχθεί η αγροτική τεχνολογία, μελετήθηκαν οι επιδράσεις της εφαρμογής για τέσσερα χρόνια νωπών αποβλήτων ελαιουργείων, σε δόσεις μέχρι 1.500 λίτρα ανά δέντρο, στο έδαφος και στη θρεπτική κατάσταση και φυσιολογία των ελαιοδέντρων, καθώς και η πιθανότητα ρύπανσης του υπόγειου υδροφορέα.

Η εφαρμογή των ΥΑΕ αύξησε σημαντικά τη συγκέντρωση του καλίου στο έδαφος, που είναι θρεπτικό στοιχείο, ενώ τα επίπεδα φαινολών στο έδαφος ήταν πάντα μεγαλύτερα από το «μάρτυρα», δηλαδή από τους ελαιώνες στους οποίους δεν υπήρξαν απόβλητα.

Παρ' όλα αυτά, η γρήγορη αποδόμηση των φαινολών στο έδαφος είχε αποτέλεσμα η συγκέντρωσή τους να μην παρουσιάζει τάσεις αύξησης στη συνολική διάρκεια του πειράματος.

Επίσης, η εφαρμογή των ΥΑΕ δεν επηρέασε αρνητικά τη συγκέντρωση των ανόργανων στοιχείων στα φύλλα, τη φωτοσύνθεση, την παραγωγή καρπών και το ποσοστό ελαιολάδου, ενώ η σύσταση του νερού που συλλέχθηκε σε βάθος δύο μέτρων ήταν παρόμοια με αυτήν του μάρτυρα.

Πολύ μικρό κόστος

Με βάση τις δόσεις που χρησιμοποιήθηκαν στα συγκεκριμένα πειράματα, η συνολική παραγωγή ΥΑΕ από ένα ελαιουργείο μπορεί να εφαρμοστεί σε γειτονικούς ελαιώνες έκτασης περίπου 35 στρεμμάτων, ενώ από την ανάλυση του κόστους εφαρμογής των ΥΑΕ προκύπτει ότι αυτό δεν ξεπερνάει τα 0,007 ευρώ ανά λίτρο παραγόμενων αποβλήτων.

Η γρήγορη διάσπαση των ΥΑΕ στο έδαφος και η συμβολή στην αύξηση των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, σε συνδυασμό με το χαμηλό κόστος και την ευκολία εφαρμογής, κάνουν τη μέθοδο εφικτή για τις οικογενειακές επιχειρήσεις των ελαιουργείων.

Εν τούτοις, απαιτείται περαιτέρω επιστημονική έρευνα, που θα βοηθήσει στην αναπροσαρμογή του νομοθετικού πλαισίου, ώστε να γίνει σωστή εφαρμογή της μεθόδου, χωρίς να υπάρξουν δυσμενείς συνέπειες στο περιβάλλον και στα καλλιεργούμενα φυτά. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, για την εφαρμογή της μεθόδου θα πρέπει να γίνεται ανάλυση του εδάφους του ελαιώνα για να δούμε τι δόση μπορούμε να βάλουμε.

 

πηγη:enet.gr

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις