Βλέπουμε ελλείψεις, φτιάχνουμε μέλλον

Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΖΕΡΒΑ, διευθυντή Εργαστηρίου Φυσιολογίας Θρέψεως & Διατροφής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, προέδρου της Ελληνικής Ζωοτεχνικής Εταιρείας, γενικού γραμματέα της Ελληνικής Γεωργικής Ακαδημίας.

 Η οικονομική κρίση την οποία βιώνουμε τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους, μεγάλο ποσοστό των οποίων είναι νέοι και μάλιστα απόφοιτοι Πανεπιστημίων. Σημαντικό, και ταυτόχρονα ελπιδοφόρο, είναι το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς τους νέους σκέφτονται σοβαρά να ασχοληθούν επιχειρηματικά με τον πρωτογενή τομέα (π.χ. μελισσοκομία, βιολογική γεωργία, αρωματικά φυτά, αιγοπροβατοτροφία κ.ά.). Οι βασικότερες προϋποθέσεις για την υλοποίηση της απόφασής τους είναι οι ειδικές γνώσεις που πρέπει να έχουν και το ανάλογο κεφάλαιο που απαιτεί η σχετική δραστηριότητα (επιχείρηση). Τις ειδικές γνώσεις τις παρέχει το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο με τα ειδικά εντατικά σεμινάρια που οργανώνει σε συνεχή βάση, τα οποία παρακολουθούν εκατοντάδες πτυχιούχοι Πανεπιστημιακών Σχολών.

Τα βασικά ερωτήματα που τίθενται είναι: υπάρχει προοπτική στον πρωτογενή τομέα και οι υπό ίδρυση εκμεταλλεύσεις θα είναι βιώσιμες; Μία γενική απάντηση είναι ότι η ζήτηση τροφίμων παρουσιάζει διεθνώς συνεχή αύξηση δεδομένου ότι για τη διατροφή του συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού της γης (αναμένεται να φθάσει τα 9 – 10 δις το 2050) θα απαιτηθεί σημαντική αύξηση της παραγωγής τροφίμων (κατά 70%). Στη χώρα μας έχουμε φθάσει στο σημείο να εισάγουμε σχεδόν όλα τα είδη τροφίμων: λαχανικά, όσπρια, φρούτα, γάλα, τυριά, κρέατα κλπ., οπότε ό,τι και να παραχθεί θα πωληθεί, αρκεί η παραγωγή και διάθεση αυτών να ακολουθήσει τους ενδεδειγμένους τρόπους παραγωγής και marketing. Πιστεύω, όμως, ότι το μορφωτικό επίπεδο των νέων ανθρώπων που εισέρχεται στον πρωτογενή τομέα εγγυάται τα κρίσιμα αυτά στοιχεία και στο μέλλον μπορεί, και θα αλλάξει, τον παραγωγικό χάρτη της Χώρας.

Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι η συνεχής αύξηση ενδιαφέροντος και ευαισθησίας των καταναλωτών για την επίδραση των τροφίμων επί της υγείας των και γι’ αυτό δίνουν ιδιαίτερη σημασία σε ορισμένα χαρακτηριστικά αυτών όπως είναι το προφίλ των λιπαρών οξέων, η περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικές ουσίας, ο τρόπος παραγωγής (φιλικός προς το περιβάλλον), επεξεργασίας και συντήρησης (με την ελάχιστη δυνατή χρήση χημικών ουσιών) κ.ά. Εναπόκειται, λοιπόν, στους παραγωγούς να λάβουν σοβαρά υπόψη τους τις τάσεις αυτές και να προσπαθήσουν να τις ικανοποιήσουν ώστε τα προϊόντα τους να έχουν αφενός προστιθέμενη αξία και αφετέρου εγγυημένη, κατά το δυνατόν, απορρόφηση. Στην προσπάθειά τους αυτή θα βρουν αρωγούς όλους εμάς τους ειδικούς επιστήμονες, που έχοντας λάβει σοβαρά τις τάσεις και τις επιθυμίες των καταναλωτών, έχουμε κατορθώσει με τις ερευνητικές μας προσπάθειες και δραστηριότητες να βελτιώσουμε σημαντικά την ποιότητα και την ασφάλεια των τροφίμων. Τη συσσωρευμένη  αυτή γνώση πρέπει να την εκμεταλλευτούν οι παραγωγοί στο μέγιστο δυνατό για την επίτευξη του στόχου τους και την επιτυχή έκβαση της επένδυσής τους.

Στο πλαίσιο του περιορισμένου, σε έκταση, αυτού κειμένου θα ήθελα να αναφερθώ συνοπτικά σε έναν κλάδο της κτηνοτροφίας  που έχει πολύ σημαντικές δυνατότητες και πιθανότητες επιτυχίας, συγκριτικά με άλλους.

Ο κλάδος αυτός είναι η αιγοπροβατοτροφία στον οποίο η Χώρα μας  έχει παράδοση αλλά και σημαντική συμμετοχή ως προς τον εκτρεφόμενο αριθμό αιγοπροβάτων και την παραγόμενη ποσότητα γάλακτος. Συγκεκριμένα, στη χώρα μας εκτρέφεται το 10% των προβάτων (4η στη σειρά) και το 45% των αιγών (1η στη σειρά) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), εξασφαλίζοντας 240 εκατ. ευρώ επιδοτήσεις (100% από την ΕΕ). Το ζωικό αυτό κεφάλαιο παράγει το 30% του συνολικά παραγόμενου αιγοπροβείου γάλακτος (χωρίς να υπάρχει μάλιστα ο περιοριστικός παράγοντας της ποσόστωσης) και το 12% του αιγοπροβείου κρέατος στην ΕΕ. Η χώρα μας κατέχει την πρώτη θέση σε παραγωγή αιγοπροβείου γάλακτος στην ΕΕ και είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο όπου η παραγόμενη ποσότητα αιγοπροβείου γάλακτος (61%) υπερβαίνει αυτήν του αγελαδινού (39%). Η Ελλάδα, επίσης, έχει κατοχυρώσει 21 τυριά ΠΟΠ.
  

Η φέτα αποτελεί χρυσή ευκαιρία για τον κλάδο, αρκεί να τηρηθούν κάποιοι κανόνες και να ληφθούν κάποια μέτρα από πλευράς τόσο της Πολιτείας όσο και των παραγωγών (αιγοπροβατοτρόφων) που θα διασφαλίσουν το προϊόν, το οποίο κατοχυρώθηκε με πολλή προσπάθεια και έχει αποκτήσει σημαντική φήμη παγκοσμίως. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ακόμα και εκτός συνόρων της ΕΕ προσπαθούν να το μιμηθούν και να το αξιοποιήσουν ως όνομα. Στο θέμα αυτό θα επανέλθω σε επόμενο άρθρο με περισσότερα στοιχεία.


 

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις