Η εκτόξευση κόστους λιπασμάτων, ενέργειας, πρώτων υλών, εργατικού κόστους και μεταφορικών, συμπιέζει μέχρι εξαφάνισης το εισόδημά τους και συρρικνώνει την παραγωγή ενώ οι αυξήσεις μετακυλίονται στον καταναλωτή.
Την τελευταία διετία με την εκδήλωση της πανδημίας και τις τεκτονικές αλλαγές που προκλήθηκαν στο ενεργειακό και την εφοδιαστική αλυσίδα οι φορείς του πρωτογενούς τομέα και οι αγρότες - κτηνοτρόφοι μιλούν διαρκώς για την έλευση της «τέλειας καταιγίδας». Τα δεδομένα που διαμορφώνονται φέτος δείχνουν ότι η καταιγίδα έχει ήδη έρθει και τα μαύρα σύννεφα δεν θα φύγουν γρήγορα.
Οι αυξήσεις στα ράφια και οι εντεινόμενες φωνές για επιπλέον μέτρα στήριξης από τους παραγωγούς, η συζήτηση για την επισιτιστική επάρκεια που δεν γινόταν τόσο έντονα ούτε την εποχή των σεναρίων του Grexit και ο κίνδυνος για τις ελληνικές εξαγωγές αποτελούν τη νέα κανονικότητα. Ο διπλασιασμός κατά περιπτώσεις του κόστους παραγωγής για ορισμένους κλάδους σε σχέση με το «ειδυλλιακό» πλέον 2019 εξαιτίας της αύξησης των τιμών στο ηλεκτρικό ρεύμα, το πετρέλαιο, τις ζωοτροφές, τα λιπάσματα, τα μεταφορικά, τα ακραία καιρικά φαινόμενα κ.ά. είναι μια πρώτη απλή ερμηνεία.
Πίσω από αυτό κρύβονται όμως και χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες του ελληνικού αγροτικού τομέα, που έχει χάσει αρκετές ευκαιρίες πραγματικής αναμόρφωσης, παρότι μέσα σε αυτό το ρευστό περιβάλλον το ελληνικό αγροτικό ισοζύγιο είναι ξανά θετικό μετά από περίπου 35 χρόνια.
Εκπρόσωποι μεγάλων αγροτικών φορέων σχολιάζουν στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ότι πέρα από τα πρόσκαιρα μέτρα στήριξης που πρέπει να είναι γενναία και να δοθούν με ταχύτητα ώστε να αποδώσουν, απαιτούνται μεγαλύτερες τομές όπως ο επανασχεδιασμός της οικονομικής αιμοδότριας νέας «πράσινης» ΚΑΠ, που έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις, αλλά και η ουσιαστική αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης ώστε να μην οδηγηθούμε μεσοπρόθεσμα σε ερήμωση της υπαίθρου και μαρασμό του αγροτικού τομέα.
Πηγές του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης μας απαντούν από την πλευρά τους πως από την αρχή του 2022 εξαγγέλλονται διάφορα μέτρα στήριξης για επιμέρους κλάδους της πρωτογενούς παραγωγής. Μέχρι το τέλος του έτους η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να εξετάσει και κάποια περαιτέρω μέτρα ανάλογα με τις δημοσιονομικές δυνατότητες και την πορεία του προϋπολογισμού.
Αυτή είναι η πολιτική βούληση για όσο καιρό διαρκεί η κρίση στον πρωτογενή τομέα και ανεξαρτήτως της εκλογικής χρονιάς. Κάτι άλλο που έχει ζητηθεί και εξετάζεται είναι φορολογικά κίνητρα, όπως για παράδειγμα στους συνεταιρισμούς, ή ελαφρύνσεις στον ΦΠΑ. Ακόμη, μας επισημαίνεται ότι και στο τελευταίο συμβούλιο υπουργών της Ε.Ε. ο υπουργός, Γιώργος Γεωργαντάς, ζήτησε επιπλέον ευρωπαϊκούς πόρους για τον πρωτογενή τομέα.
Σατολιάς: «Η γεωργία μας έχει δομικά προβλήματα»
Μια πρώτη καταγραφή δείχνει ότι η κρίση είναι εντονότερη στην κτηνοτροφία, όμως ούτε η φυτική παραγωγή στερείται προβλημάτων. Σύμφωνα με τον Παύλο Σατολιά, πρόεδρο της Εθνικής Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ), τα ελληνικά προϊόντα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη, φέτα έχουν τρομερές δυνατότητες και μπορούν να ταξιδέψουν σε όλο τον πλανήτη. Προϋπόθεση όμως είναι πρώτα να διασωθεί η εγχώρια παραγωγή και να εξασφαλιστεί η διατροφική επάρκεια. «Βλέπουμε μια συνολική αύξηση στο κόστος παραγωγής πάνω από 25% σε σχέση με το 2021. Σε σχέση με το 2019 πριν από τον κορονοϊό και τις πολλαπλές κρίσεις που είδαμε, το κόστος παραγωγής ανέβηκε περίπου κατά 50%», αναφέρει.
Σε ερώτησή μας για τους κλάδους που πλήττονται περισσότερο «δυσκολεύεται» να ξεχωρίσει έναν συγκεκριμένο: «Οταν ακριβαίνουν το λίπασμα, η ενέργεια και το αγροτικό πετρέλαιο, δοκιμάζεται συνολικά η γεωργία. Δεκάδες προϊόντα έχουν πρόβλημα, όπως το μήλο, το ροδάκινο, οι αμπελουργοί. Ομως τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα στην κτηνοτροφία».
Οι συντελεστές κόστους σε όλη την αλυσίδα, από τον κτηνοτρόφο ώς τον τελικό καταναλωτή, κινούνται ανοδικά. Δεν είναι μόνο το κόστος παραγωγής που ανεβαίνει με γεωμετρική πρόοδο αλλά και τα μεταφορικά (ειδικά από και προς τη νησιωτική Ελλάδα), το κόστος μεταποίησης (στις δευτερογενείς μονάδες, π.χ. γαλακτοβιομηχανίες και άλλες μονάδες τυποποίησης) και το εργατικό κόστος, καθώς οι Ελληνες και πάρα πολλοί μετανάστες εργαζόμενοι, όταν είναι διαθέσιμοι, απλά δεν μπορούν να δουλέψουν με τα ίδια μεροκάματα όταν ανεβαίνει τόσο πολύ το κόστος ζωής. «Οι αυξήσεις θα παγιωθούν στη λιανική, με το πρόβλημα να μετακυλίεται στον καταναλωτή, ο οποίος με τη σειρά του περιορίζει τις αγορές του. Η κατάσταση μας προβληματίζει, αφού δεν προβλέπεται να εξισορροπήσει σύντομα, δημιουργώντας κίνδυνο φτωχοποίησης σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού».
Για να αποφευχθούν τα πιο δυσοίωνα σενάρια δεν αρκούν «έκτακτες επιδοτήσεις», αλλά είναι αναγκαίο η νέα ΚΑΠ να έχει παραγωγικό αποτύπωμα και να οδηγήσει σε επενδύσεις. «Μόνο με αυτόν τον τρόπο η γεωργία θα είναι πιο ανθεκτική αύριο σε παρόμοιες κρίσεις (οικονομικές, γεωπολιτικές, περιβαλλοντικές) που θα ξαναέρθουν. Ηδη ζούμε σε αυτό το καθεστώς τα τελευταία 15 χρόνια. Η ελληνική γεωργία έχει δομικά προβλήματα. Ενδεικτικά αναφέρω την ανάγκη για ψηφιοποίηση, μεγάλες δημόσιες επενδύσεις, αρδευτικά έργα και πρωτοβουλίες ώστε να ελεγχθεί το κόστος παραγωγής. Σημαντικό ρόλο πρέπει να παίξουν επιτέλους και τα νέου τύπου συνεταιριστικά σχήματα. Δεν το έχουμε καταφέρει, υπάρχουν όμως καλά παραδείγματα που μπορούμε να ακολουθήσουμε», καταλήγει.
Πεβρέτος: «Βρισκόμαστε στα όρια της καταστροφής»
Στα γραφεία του Συνδέσμου Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ), όπου ο πρόεδρος, Παναγιώτης Πεβερέτος, δεν σταματάει να δέχεται παράπονα από κτηνοτρόφους για το «κυνήγι» από τράπεζες και εισπρακτικές για χρέη που απειλούν με πλειστηριασμό όχι μόνο τις μονάδες τους, αλλά και τα ίδια τους τα σπίτια.
Ειδικά στην κτηνοτροφία, μεταξύ 2019 και 2022 το κόστος παραγωγής έχει διπλασιαστεί, ενώ σε σχέση με πέρυσι το φθινόπωρο έχει αυξηθεί τουλάχιστον κατά 25%, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ. «Με τις ζωοτροφές και την ενέργεια να αποτελούν το 85% του κόστους παραγωγής, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά. Χωρίς να πρόκειται για λαϊκισμό βρισκόμαστε στα όρια της καταστροφής» τονίζει στην «Εφ.Συν.» ο πρόεδρος του ΣΕΚ, ζητώντας όσο το δυνατόν ταχύτερα στοχευμένα μέτρα στήριξης για τους πραγματικούς παραγωγούς με ποσά τουλάχιστον 150 εκατομμυρίων ευρώ έναντι των 90 που εξαγγέλθηκαν στη ΔΕΘ.
Ο ΣΕΚ ζητάει νέα συνάντηση με την ηγεσία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης ώστε να εξειδικευτούν και να προχωρήσουν τα εξαγγελθέντα ή άλλα σχεδιαζόμενα -ίσως και με επιπλέον ευρωπαϊκούς πόρους- μέτρα στήριξης.
Ηδη πριν ξεσπάσει η ρωσο-ουκρανική σύρραξη η αύξηση στις ζωοτροφές ήταν ύψους 70%, για να αγγίξει ή να ξεπεράσει το 100% μετά τον πόλεμο. Βασικές φυτικές ζωοτροφές όπως το κριθάρι, το τριφύλλι, η σόγια, το καλαμπόκι και τα σιτηρά έχουν αυξηθεί από 30% ώς 50%. Ανάλογη ή και μεγαλύτερη είναι η αύξηση στις λεγόμενες «βιομηχανικές» ζωοτροφές. Μέσα στο 2022 το αιγοπρόβειο και το αγελαδινό γάλα άρχισαν να πωλούνται κατά 25%-30% ακριβότερα στις διάφορες μονάδες ή βιομηχανίες, όμως και πάλι η αύξηση δεν μπορούσε να καλύψει τις απώλειες των κτηνοτρόφων.
Για τη νέα σεζόν οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται σε ακόμα υψηλότερες τιμές για να μπορέσουν οι κτηνοτρόφοι να καλύψουν μέρος των εξόδων τους. Χαρακτηριστικό ότι το κόστος παραγωγής για ένα λίτρο αιγοπρόβειου γάλακτος αγγίζει περίπου το 1,64 ευρώ το λίτρο χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η εργασία, τιμή που προσεγγίζει εκείνη της βενζίνης (!), με τους κτηνοτρόφους να ζητούν να το πουλήσουν κοντά στο 1,80.
Μια πρώτη εικόνα του ΣΕΚ για το πρώτο εξάμηνο του 2022 δείχνει μείωση 1,5% στην ελληνική παραγωγή αιγοπρόβειου γάλακτος, με το «κακό» σενάριο να προβλέπει 5% μείωση ώς το τέλος του έτους και γενικά μειωμένη παραγωγικότητα για τη φετινή σεζόν. Αυτό σημαίνει ότι κινδυνεύουν να μειωθούν οι ελληνικές εξαγωγές σε ΠΟΠ προϊόντα όπως η φέτα, να επιταχυνθεί η ερήμωση της υπαίθρου καθώς ο πληθυσμός των κτηνοτρόφων είναι «γερασμένος», αλλά και να ακριβύνει ακόμα περισσότερο το τραπέζι του Ελληνα καταναλωτή.
Ο κλάδος της κτηνοτροφίας απασχολεί περίπου 350.000 άτομα σε οικογενειακές κατά βάση επιχειρήσεις, όπου εάν προστεθούν οι εργαζόμενοι φτάνουν το μισό εκατομμύριο. Η κτηνοτροφία απορροφά το 1/3 της φυτικής παραγωγής της χώρας, με το πρόβλημα στην αλυσίδα να μεταφέρεται και στους υπόλοιπους καλλιεργητές εφόσον οι κτηνοτρόφοι στερούνται ρευστότητας για να αγοράσουν ζωοτροφές.
Μοναδική νότα αισιοδοξίας και δυνατότητα ενίσχυσης της διαπραγματευτικής ισχύος των παραγωγών είναι η οργάνωσή τους σε συνεταιρισμούς, κάτι στο οποίο ο κ. Πεβερέτος επιμένει ιδιαίτερα. Πέραν όμως των στοχευμένων πρόσκαιρων ενισχύσεων, της μείωσης του ΦΠΑ και των διάφορων φοροελαφρύνσεων, η αναγέννηση της ελληνικής κτηνοτροφίας περνά κυρίως μέσα από ολοκληρωμένα μέτρα στήριξης της υπαίθρου σε υποδομές όπως παιδεία, υγεία και ευρυζωνικότητα με κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης, προτάσεις που έχουν κατατεθεί από τον ΣΕΚ στο πρόσφατο παρελθόν.
Πηγή: ΕΦ.ΣΥΝ.