Τα παράδοξα και οι στρεβλώσεις στην αγορά, που οδηγούν νομοτελειακά σε πάρτι ακρίβειας σε βάρος των πολιτών και των παραγωγών, δεν έχουν τελειωμό.
Αν η Πολιτεία δεν μπορέσει κάποτε να εφαρμόσει τους αυστηρούς ελέγχους, η σημερινή κρίση ακρίβειας, ούτε η χειρότερη θα είναι, ούτε η τελευταία.
Η κερδοσκοπία όμως και η αισχροκέρδεια είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη έχει να κάνει με την αλυσίδα της μετακύλισης των αυξήσεων (και μόνον αυτών, διότι οι μειώσεις συνήθως περνούν σφυρίζοντας) πρώτα στον παραγωγό και μετά στον τελικό καταναλωτή των προϊόντων.
Ένα από τα πολλά παραδείγματα που καθένας μπορεί να σκεφτεί, το οποίο όμως επηρεάζει αποφασιστικά τις σημερινές και κυρίως τις αυριανές τιμές των προϊόντων φυτικής και ζωικής προέλευσης, αφορά στα λιπάσματα.
Από τη χρήση των λιπασμάτων εξαρτάται το μεγαλύτερο μέρος της πρωτογενούς παραγωγής, δηλαδή οι τιμές στα περισσότερα τρόφιμα. Το λίπασμα είναι η τροφή του φυτού, οπότε καθένας αντιλαμβάνεται πόσο καθοριστικό είναι και για τους γεωργούς και για τους κτηνοτρόφους.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έφερε τα πάνω κάτω στην αγορά των λιπασμάτων, όχι φυσικά μόνο στη χώρα μας, αλλά σε όλο τον κόσμο. Σε συνδυασμό μάλιστα και με την ενεργειακή κρίση και ειδικότερα με την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου, οι τιμές των λιπασμάτων ξέφυγαν από κάθε έλεγχο.
Ο πανικός που προκλήθηκε από τις κυρώσεις στη Ρωσία, εκτόξευσε τις τιμές, αδικαιολόγητα όμως, καθώς οι κυρώσεις δεν μπήκαν στα λιπάσματα... Έτσι, οι αυξημένες τιμές του 2021 είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθεί και το κόστος παραγωγής, το οποίο πολλαπλασιάστηκε εκ νέου, λόγω μιας εν μέρει τεχνητής κρίσης.
Η πραγματική αιτία για τη νέα αύξηση των τιμών ήταν η ενεργειακή κρίση, που τινάζει στον αέρα το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων παραγωγής λιπασμάτων στην Ευρώπη. Και συνολικά η αύξηση από το καλοκαίρι του 2021 μέχρι σήμερα στις τιμές των λιπασμάτων αγγίζει ή και ξεπερνά και τον διπλασιασμό.
Επειδή όμως το φυσικό αέριο πήγε οχτώ φορές πάνω, οι ευρωπαϊκές εταιρίες παραγωγής δεν μπορούν πλέον να σταθούν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Έτσι, κάποιες σταμάτησαν την παραγωγή, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται και ελλείψεις σε λιπάσματα στην αγορά.
Η αλυσίδα της ακρίβειας
Όλη αυτή η κατάσταση οδήγησε πολλούς καλλιεργητές να μειώσουν τη ζήτηση λιπασμάτων, να καταφύγουν σε άλλες καλλιεργητικές μεθόδους και να επενδύσουν σε άλλες καλλιέργειες, με μικρότερες απαιτήσεις σε λιπάσματα ή να περιορίσουν τις ποσότητες λιπασμάτων που χρησιμοποιούσαν παραδοσιακά για τις καλλιέργειές τους.
Οι υψηλές τιμές οδηγούν σε μειωμένη ζήτηση, διότι πολύ απλά δεν υπάρχει η δυνατότητα να ανταποκριθεί ο καταναλωτής των λιπασμάτων, ο αγρότης, ο οποίος επιπλέον έχει να αντιμετωπίσει αυξήσεις σε όλο το φάσμα του παραγωγικού κόστους, δηλαδή στις τιμές των φυτοφαρμάκων, των σπόρων, των μεταφορικών, των καυσίμων, των εργατικών κτλ.
Επειδή όμως όλα αυτά είναι μια αλυσίδα, το κόστος του παραγωγού περνά ουσιαστικά στο ράφι, δηλαδή στον τελικό καταναλωτή, ο οποίος έχει να πληρώσει και τις αυξήσεις στα ενδιάμεσα κόστη μέχρι να φτάσει το προϊόν για αγορά.
Αυτή είναι μια αλυσίδα της ακρίβειας, την οποία σε μεγάλο βαθμό επωμίζεται ο καταναλωτής. Κι επειδή όταν μιλάμε για λιπάσματα μιλάμε και για τα γεωργικά προϊόντα που βάζουμε όλοι στο τραπέζι μας, αλλά και για τα κρέατα - γαλακτοκομικά (για την παραγωγή ζωοτροφών λιπάσματα χρησιμοποιούνται), γίνεται αντιληπτό πως η ακρίβεια αυτή δεν μπορεί να αποφευχθεί κλείνοντας μια συσκευή, ούτε μπορεί να είναι λύση να μπούμε όλοι σε... δίαιτα.
Προβλήματα, όπως αυτό προφανώς δεν μπορεί να τα λύσει μια εθνική κυβέρνηση μόνη της. Γι' αυτό και κατανοώ το μόνιμο επιχείρημα της σημερινής κυβέρνησης πως η κρίση είναι διεθνής και χρειάζεται συνολικότερη αντιμετώπιση, με ευρωπαϊκή παρέμβαση.
Η πιο βασική παρέμβαση της κυβέρνησης στην κατεύθυνση του περιορισμού της υπέρμετρης αύξησης του κόστους παραγωγής ήταν η επιστροφή στο αγροτικό πετρέλαιο. Κίνηση σωτήρια για τους αγρότες. Μια ανάλογη κίνηση και στα λιπάσματα θα ήταν καίρια και με όφελος όχι μόνο για τους παραγωγούς, αλλά για όλους τους πολίτες. Ένα χτύπημα κατά της ακρίβειας στα είδη πρώτης ανάγκης, εφόσον εφαρμοστεί ορθολογικά...
Για να έχει κάποιος μια εικόνα της κατάστασης: τα λιπάσματα σποράς σιτηρών στη Θεσσαλονίκη από 16 – 20 ευρώ το σακί πήγαν στα 30 – 37 ευρώ. Τα επιφανειακά λιπάσματα (δεύτερη λίπανση τον Μάρτιο) πουλήθηκαν πέρσι τέτοια εποχή στα γεωπονικά καταστήματα σε διπλάσια τιμή σε σχέση με το προηγούμενο έτος και μάλιστα φέτος από τα τέλη Σεπτεμβρίου πήραν αύξηση 7 – 8 ευρώ το σακί. Πριν από δυο χρόνια η τιμή τους ήταν 11 – 13 ευρώ το σακί, πέρσι έφτασαν στα 26 – 27 και από τη νέα σεζόν (αρχή νέου έτους) αναμένεται να ξεπεράσουν τα 40 ευρώ το σακί. Η επιφανειακή λίπανση δεν αφορά μόνο στα σιτηρά, αλλά και το καλαμπόκι, τα δένδρα κτλ.
Και πέρσι πήγε καλά η παραγωγή, έδωσαν και οι έμποροι σχεδόν διπλάσια τιμή στον παραγωγό, οπότε κάπως μετριάστηκε το πράγμα. Θα γίνει όμως το ίδιο και του χρόνου; Και πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η αβεβαιότητα;
Αναγκαία η παρέμβαση
Στο κρίσιμο κομμάτι των λιπασμάτων, εφόσον δεν υπάρξει κάποια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία, η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει κίνηση ανάλογη με αυτή του πετρελαίου.
Και παράλληλα να προχωρήσει σε αυστηρούς ελέγχους. Προφανώς τα αρμόδια υπουργεία θα έχουν προετοιμαστεί να απαντήσουν στη συγκεκριμένη κριτική με νουμεράκια. Οι αριθμοί αποτελούν ισχυρό επιχείρημα, δεν λένε όμως πάντα όλη την αλήθεια. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι με όποιον πολίτη και να μιλήσεις σήμερα θα τον ακούσεις να παραμιλάει για την ακρίβεια παντού, ακόμη και στα είδη πρώτης ανάγκης.
Οπότε μια κυβέρνηση κάνει ό,τι μπορεί για να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα και κάνει στοχευμένες παρεμβάσεις, προσαρμοσμένες και στις ιδιαιτερότητες της εγχώριας αγοράς, της εγχώριας παραγωγής, προκειμένου τελικά η κρίση της ακρίβειας, όχι να μηδενιστεί, κάτι που είναι αδύνατο, αλλά να περιοριστεί κατά το δυνατόν.
Βήμα βήμα αντιμετωπίζονται εξάλλου τα προβλήματα...
Πηγή: Voria.gr
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις