Όσον αφορά τα υγρά απόβλητα, το περιεχόμενο αυτών που συλλέχθηκαν από τον ελαιοδιαχωριστήρα διαφασικών συστημάτων, ήταν πολύ φτωχό όπως διαπιστώθηκε τόσο χρωματομετρικά (μ.ο. ~60 mg γαλλικού οξέος/L αποβλήτου), όσο και υγροχρωματογραφικά (μ.ο. ~27 mg υδροξυτυροσόλης και τυροσόλης/L αποβλήτου). Το εύρημα αυτό οφείλεται στην αρχή λειτουργίας του συγκεκριμένου τύπου ελαιοτριβείων καθώς σε δείγμα τριφασικού ελαιοτριβείου το περιεχόμενο ήταν ~1000 mg γαλλικού οξέος/L αποβλήτου και ~800 mg υδροξυτυροσόλης και τυροσόλης/L αποβλήτου αντίστοιχα. Ως αποτέλεσμα τα πρώτα δε φαίνονται κατάλληλα προς αξιοποίηση για τους σκοπούς του έργου.
Όσον αφορά τα φύλλα της ελιάς που ξηράθηκαν σε δυο διαφορετικές θερμοκρασίες (70o και 140o C) περιείχαν βιοδραστικές ενώσεις, συγκεκριμένα τόσο ελαιοευρωπαΐνη, όσο και φλαβονοειδή. Το περιεχόμενο κατά μ.ο. ήταν 31,5 g γαλλικού οξέος/kg ξηρού φύλλου, 3,7 g κερκετίνης/ kg ξηρού φύλλου και το αντίστοιχο περιεχόμενο σε ελαιοευρωπαΐνη 12 g /kg ξηρού φύλλου. Η διακύμανση του περιεχομένου στα φύλλα ήταν μεγάλη. Αν και στην πρώτη δειγματοληψία φάνηκε ότι η ξήρανση σε υψηλότερη θερμοκρασία οδήγησε σε υλικό που αύξησε σημαντικά το περιεχόμενο σε φαινόλες και ελαιοευρωπαΐνη, δεν επιβεβαιώθηκε κατά τη δεύτερη δειγματοληψία. Η εκτίμηση των χρωματικών χαρακτηριστικών της σκόνης των φύλλων με ειδικό χρωματόμετρο πριν την ανάλυση έδειξε ότι η ποιότητά τους είναι υποβαθμισμένη καθώς αυτό ήταν της ώχρας (70o C) ή καφέ (140o C). Δεδομένης της δυναμικής των φύλλων με βάση τη διεθνή βιβλιογραφία, για την περίπτωση της αποτελεσματικής αξιοποίησής τους για τις ανάγκες του έργου, αφενός πρέπει να διερευνηθεί κατά πόσο τα χρωματικά χαρακτηριστικά είχαν υποβαθμιστεί πριν την ξήρανση ή ήταν αποτέλεσμα της διαδικασίας ξήρανσης οπότε να γίνουν κατά περίπτωση διορθωτικές κινήσεις.
Όσον αφορά την ελαιοπυρήνα, η διαχείριση του υλικού στους 70o C είχε σημαντικές δυσκολίες και από τις περιορισμένες δοκιμές το περιεχόμενο σε ολικές φαινόλες ήταν περίπου 50% χαμηλότερο από εκείνο των αντίστοιχων δειγμάτων που ξηράθηκαν στους 140ο C, πιθανώς λόγω μη αποτελεσματικού περιορισμού οξειδωτικών ενζύμων. Αξίζει να αναφερθεί ότι κατόπιν της ξήρανσης της ελαιοπυρήνας, αν ακολουθηθεί μηχανική κλασμάτωσή της ώστε να απομακρυνθούν ή δυνατόν τα θραύσματα από το κουκούτσι, προκύπτει ένα υλικό πλουσιότερο κατά περίπου ~3,3 σε ολικές φαινόλες και ~4,5 φορές σε ολική υδροξυτυροσόλη και τυροσόλη αντίστοιχα. Κατά συνέπεια φαίνεται μια ενδιαφέρουσα πηγή βιοδραστικών φαινολών, αν και το περιεχόμενό της με βάση το μέσο όρο (όχι την εποχική διακύμανση) ήταν χαμηλότερο εκείνου των ολικών φαινολών (~1,5 φορά) και της ελαιοευρωπαΐνης (~2,6-φορές) των φύλλων αντίστοιχα. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων από τα δείγματα του πρώτου χρόνου είναι υπό εξέλιξη, αναμένοντας δειγματοληψίες στο 2ο έτος, λαμβάνοντας υπόψη τα μέχρι τώρα ευρήματα.
Το έργο OliveFeed αποτελεί σύμπραξη 3 ιδιωτικών (AVMAP, ΒΙΟΖΩΚΑΤ, Ένωση Αγροτικών Συνεταιρισμών Λακωνίας) και 4 ερευνητικών φορέων (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης & Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας).
|