Η σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, που καταγράφηκε και το 2022 αναμένεται να φανεί στις τιμές το 2023.
Μείζον πρόβλημα και για το 2023 αναδεικνύεται η ακρίβεια, η οποία σύμφωνα με την ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), έχει ριζώσει καλά και αναμένεται να παραμείνει για τουλάχιστον δύο χρόνια ακόμη.
Αυξημένα τα κόστη παραγωγής
Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο ο «εισαγόμενος πληθωρισμός» όσο και ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία έχουν δείξει το τι θα συμβεί το επόμενο διάστημα.
Έτσι, με βάση την ΕΛΣΤΑΤ, περαιτέρω άνοδο, της τάξης του 21,3%, σημείωσε ο γενικός δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία τον Οκτώβριο εφέτος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Οκτωβρίου 2021, έναντι αύξησης 33,9% που σημειώθηκε κατά τη σύγκριση των αντίστοιχων δεικτών το 2021 με το 2020.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η νέα αύξηση στον λεγόμενο «εισαγόμενο πληθωρισμό» οφείλεται:
α. Στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες εκτός ευρωζώνης κατά 26,8%, και
β. Στην αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών από χώρες ευρωζώνης κατά 10,2%.
Παράλληλα, ο γενικός δείκτης παρουσίασε αύξηση 1,5% τον Οκτώβριο 2022 σε σύγκριση με τον δείκτη του Σεπτεμβρίου 2022, έναντι αύξησης 4,8% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2021.
Ανοδικά κινείται και το κόστος παραγωγής στη βιομηχανία, λόγω ενέργειας και πρώτων υλών. Συγκεκριμένα, νέα μεγάλη αύξηση κατά 26,2% σημείωσε ο γενικός δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία (σύνολο εγχώριας και εξωτερικής αγοράς) τον Νοέμβριο εφέτος σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Νοεμβρίου 2021, έναντι αύξησης 24,5% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2021 με το 2020. Κάτι που βέβαια αναμένεται να φανεί στο "ράφι" το επόμενο διάστημα.
Αναλυτικά, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η περαιτέρω αύξηση του κόστους παραγωγής των εγχώριων βιομηχανιών οφείλεται στις εξής μεταβολές των δεικτών των επιμέρους αγορών:
α. Στην αύξηση του δείκτη τιμών παραγωγού εξωτερικής αγοράς κατά 27,6%, και
β. Στην αύξηση του δείκτη τιμών παραγωγού εγχώριας αγοράς κατά 25,8%.
Ωστόσο, ο γενικός δείκτης παρουσίασε μείωση 5,8% τον Νοέμβριο 2022 σε σύγκριση με τον δείκτη του Οκτωβρίου 2022, έναντι αύξησης 1,1% που σημειώθηκε κατά την αντίστοιχη σύγκριση των δεικτών το 2021.
Την ίδια ώρα, όπως επισημαίνεται στην Ετήσια Έκθεση του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ με τίτλο «Κρίσεις, ελληνική οικονομία και μικρές επιχειρήσεις» καταγράφεται, σημαντική αύξηση του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, το πρώτο εξάμηνο του 2022 το κόστος ενέργειας αυξήθηκε μεσοσταθμικά κατά 76%, το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 43,5%, το κόστος καυσίμων οχημάτων κατά 57,8% και το κόστος προμήθειας εξοπλισμού και μηχανημάτων κατά 26,2%.
Επίσης, με βάση τις έρευνες οικονομικού κλίματος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι αύξησαν τις τιμές τους διαρκώς αυξάνονται καθώς από 6,6% που ήταν το 2ο εξάμηνο του 2020, ανήλθαν στο 23,6% το 1ο εξάμηνο του 2021, στο 34,8% το 2ο εξάμηνο του 2021 και στο 59,2% το 1ο εξάμηνο του 2022. Αντίστοιχα την ίδια περίοδο με βάση τα στοιχεία του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, μειώνονται σημαντικά οι επιχειρήσεις οι οποίες δήλωσαν ότι μείωσαν τις τιμές τους καθώς και όσες τις διατήρησαν σταθερές.
Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις επιχειρήσεων οι οποίες αύξησαν τις τιμές τους κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021 παρατηρήθηκαν στις εμπορικές επιχειρήσεις (43,8%) και τις μεταποιητικές επιχειρήσεις (50%).
Για το 2023, παράγοντες της αγοράς προβλέπουν σταδιακές ανατιμήσεις που μπορεί αθροιστικά να ξεπεράσουν και το 20% σε συγκεκριμένους κωδικούς.
Ποδαρικό με ανατιμήσεις σε 500 προϊόντα
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Realnews, η νέα χρονιά θα κάνει «ποδαρικό» με ανατιμήσεις σε τουλάχιστον 500 προϊόντα ευρείας κατανάλωσης, αριθμός που, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο εντός Ιανουαρίου.
Οι βιομηχανίες και οι εμπορικές επιχειρήσεις έχουν αποστείλει ήδη στα καταστήματα τροφίμων τα νέα τους τιμολόγια, που περιλαμβάνουν μεσοσταθμικές αυξήσεις σε ποσοστό 10%.
Αναλυτικότερα, από τις αμέσως επόμενες ημέρες αναμένεται να αυξηθούν σταδιακά οι τιμές στα εξής προϊόντα:
- Παιδικές πάνες, απορρυπαντικά, σαμπουάν, ξυραφάκια, σοκολατοειδή και μπεσαμέλ έως 30%,
- ζυμαρικά και σάλτσες έως 29%,
- λουκούμια έως 27%,
- τσίχλες και καραμέλες έως 22%,
- λιαστές ντομάτες έως 20%,
- μπάρες δημητριακών και κονσέρβες λαχανικών έως 19%,
- καθαριστικά σπιτιού έως 18% τυριά,
- μπισκότα και φρυγανιές έως 16%,
- ζωοτροφές έως 15%,
- ελαιόλαδο έως 14%, ρύζι 13%,
- κονσέρβες τόνου έως 12,5%,
- μαρμελάδες και ξύδι βαλσάμικο έως 11%,
- εμφιαλωμένο νερό έως 10%,
- αναψυκτικά έως 9%, γιαούρτια 7,5%,
- βρεφικό γάλα και φρουτόκρεμες έως 8%,
- φασόλια και κρουασάν έως 7%,
- μέλι και καφές εσπρέσο έως 6%
- είδη προσωπικής υγιεινής έως 5%
Σημειώνεται, ωστόσο, ότι οι συγκεκριμένες ανατιμήσεις δεν αφορούν το σύνολο των κατηγοριών αλλά μεμονωμένα προϊόντα βιομηχανιών τροφίμων, κάποιες από τις οποίες προμηθεύουν σχεδόν όλες τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ.
Μαχαίρι στην κατανάλωση
Σύμφωνα με έρευνα της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος,η ανασφάλεια και ο φόβος είναι τα βασικά συναισθήματα που δηλώνουν ότι νιώθουν 4 στους 10 (37%) καταναλωτές σε σχέση με την οικονομική κατάσταση που βιώνουν σήμερα.
Το σημαντικότερο εύρημα της έρευνας είναι ότι ένας στους δύο καταναλωτές περιόρισε τις αγορές βασικών καταναλωτικών αγαθών, όπως για παράδειγμα τα τρόφιμα, ενώ το 70% δηλώνει ότι έχει περιορίσει τις δαπάνες ένδυσης και υπόδησης, καθώς και εκείνες που αφορούν ψυχαγωγία και ταξίδια.
Επίσης, ένας στους πέντε (22%) καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος και ένας στους τέσσερις καταναλωτές (25%) θέρμανσης δηλώνουν ότι δεν είναι σε θέση να αποπληρώσουν τους αντίστοιχους λογαριασμούς.
Οι καταναλωτές, εκτός από τη μείωση της κατανάλωσης, προσπαθούν να αγοράσουν προϊόντα που βρίσκονται σε προσφορές, αλλά και εκείνα που περιλαμβάνονται στο «καλάθι του νοικοκυριού».
Σημειώνεται ότι από τα μέσα Φεβρουαρίου αναμένεται να ξεκινήσουν οι αιτήσεις για το market pass, με την καταβολή των πρώτων επιδομάτων να πραγματοποιείται στο τέλος Φεβρουαρίου.