«Η πίεση που ασκείται στα συστήματα τροφίμων είναι τεράστια, ενώ το ίδιο το κύκλωμα παραγωγής τους συμβάλει κατά 30% στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου».
Την εκτίμηση ότι αν η ανθρωπότητα συνεχίσει στη σημερινή τροχιά δεν θα επιτευχθούν οι στόχοι βιώσιμης ανάπτυξης που η Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ έχει θέσει για την περίοδο ώς το 2030, διατύπωσε ο αναπληρωτής διευθυντής του Τμήματος Επισιτιστικής Ασφάλειας του FAO, Ντιβάιν Ντζιε (Divine Njie), μιλώντας διαδικτυακά στο 11ο συνέδριο Αγροτεχνολογίας του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, στη Θεσσαλονίκη (σ.σ. οι στόχοι αυτοί αφορούν μεταξύ άλλων την καταπολέμηση της φτώχειας και της πείνας, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τη διατήρηση των φυσικών πόρων).
Όπως είπε ο κ.Ντζιέ, σε μια περίοδο που ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται με μεγάλη ταχύτητα και η αστικοποίηση το ίδιο (ήδη 50%-55% των ανθρώπων στον πλανήτη ζουν σε αστικές περιοχές), η πίεση που ασκείται στα συστήματα τροφίμων είναι τεράστια, ενώ το ίδιο το κύκλωμα παραγωγής τους συμβάλει κατά 30% στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
«Δεν έχουμε πετύχει τον στόχο να ταΐσουμε τον παγκόσμιο πληθυσμό. Σήμερα, 820 εκατ. άνθρωποι υποσιτίζονται στον πλανήτη και 3,1 δισ. δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να καταναλώσουν υγιεινές τροφές. Η κλιματική αλλαγή προκαλεί ακραία φαινόμενα (...), εξαιτίας των οποίων καταστρέφονται μεγάλες ποσότητες τροφίμων και η αύξηση της θερμοκρασίας επιδρά στα επιβλαβή για τις καλλιέργειες φυτά και άρα και στην παραγωγικότητα των καλλιεργειών» σημείωσε και συμπλήρωσε πως στις τρέχουσες συνθήκες ευνοούνται οι μολυσματικές ασθένειες, ενώ η υψηλή κατανάλωση ζωϊκών τροφίμων προκαλεί την αυξημένη παραγωγή ζωοτροφών, των οποίων η ασφάλεια δεν είναι πάντα διαπιστωμένη.
Αν η απώλεια τροφίμων ήταν κράτος θα ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος ρυπαντής με αέρια θερμοκηπίου
Επιπλέον, τα υψηλά επίπεδα απώλειας και σπατάλης τροφίμων «φωτογραφίζουν», σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του FAO, ένα σύστημα που δεν είναι βιώσιμο. «Οι αριθμοί ως προς την απώλεια και σπατάλη τροφίμων είναι τρομακτικοί» είπε ο κ.Ντζιέ, αναφέροντας ενδεικτικά ότι το 14% των τροφίμων που παράγονται παγκοσμίως (δημητριακά, κρέας, αλιεύματα κ.ά), «χάνονται» για διάφορους λόγους σε κάποιο σημείο μετά το στάδιο της συγκομιδής και μέχρι να φτάσουν στα σούπερ μάρκετ, ενώ για άλλο ένα 17% η απώλεια καταγράφεται κατά την πρόσβαση του καταναλωτή στο εστιατόριο ή το λιανικό εμπόριο. Η μεταφορά των προϊόντων σε πολύ μεγάλες αποστάσεις, εξήγησε, τα εκθέτει σε τεράστιες πιθανότητες ποσοτικής απώλειας και ποιοτικής αλλοίωσης.
«Αν συνδυάσουμε την ποσοτική απώλεια και την ποιοτική αλλοίωση, χάνεται τρομακτική ποσότητα τροφίμων, γεγονός που μεταξύ άλλων οδηγεί σε εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου. Αν η απώλεια και σπατάλη τροφίμων ήταν χώρα, θα ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος ρυπαντής μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα, από άποψη εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου» σημείωσε ο κ. Ντζιε, ενώ σε ό,τι αφορά την επιδίωξη για την καθιέρωση της κυκλικής οικονομίας στον τομέα των τροφίμων και της γεωργίας, επισήμανε ότι «το βασικότερο στοιχείο για να δημιουργηθεί κυκλική προσέγγιση είναι να υπάρχουν θεσμοθετημένες πολιτικές και στρατηγικές» και να εκπαιδευτεί το ανθρώπινο δυναμικό.
Ο Θεόδωρος Καλλίτσης, Farm Manager στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή, επισήμανε πως στο σημερινό ταχέως μεταβαλλόμενο τοπίο, το ζήτημα δεν είναι ποιες καλλιέργειες θα πρέπει να επιλεγούν τα επόμενα πέντε ή δέκα χρόνια, αλλά το ίδιο το γεγονός ότι όλα αλλάζουν δραματικά. Αφού αναφέρθηκε στις αλλαγές σε ό,τι αφορά τις χειμερινές και θερινές βροχοπτώσεις, επισήμανε ότι το «finding water», η εύρεση δηλαδή του νερού για την άρδευση είναι το βασικό ζήτημα. «Προβλέπουμε ότι θα έχουμε κάποια μείωση στο καλαμπόκι, σταθερότητα ή μικρή αύξηση στα σιτηρά και σχεδόν την ίδια ή λίγο περισσότερη παραγωγή για την πατάτα, όσο κρατάμε σταθερό το νερό» επισήμανε, ενώ πρόσθεσε πως το ίδιο το ταξίδι των τροφίμων από μόνο του είναι μια πρόκληση, αναφερόμενος μεταξύ άλλων στον ρόλο των υπηρεσιών διανομής. Ο κ.Καλλίτσης αναφέρθηκε ακόμα στους νέους μικροοργανισμούς που προκύπτουν, αλλά και στην αυξανόμενη αντοχή σε αντιβιοτικά. Τη συζήτηση συντόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Pelopac, Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης._