Η πολωνική αγορά γαλακτοκομικών προϊόντων



Η γενική εικόνα της πολωνικής αγοράς γαλακτοκομικών προϊόντων κατά το 2013 μπορεί να χαρακτηριστεί ως ικανοποιητική, καθώς τόσο η εγχώρια ζήτηση όσο και οι εξαγωγές ακολουθούν ανοδική πορεία.

Σήμερα, ο μέσος Πολωνός καταναλώνει ετησίως σχεδόν 200 λίτρα γάλακτος και προϊόντων του, ποσότητα που παρουσιάζεται αυξημένη κατά 10 λίτρα σε σχέση με τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά που παραμένει σημαντικά μικρότερη του κοινοτικού μέσου όρου των 260 λίτρων -στη σχετική κατάταξη προηγείται η Σουηδία με σχεδόν 500 λίτρα/έτος.

Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας ερευνών ''Euromonitor'' εκτιμάται ότι έως το 2015 οι πωλήσεις τυροκομικών θα είναι κατά τουλάχιστον 20% περισσότερες σε σχέση με το προηγούμενο έτος ενώ και ότι οι πωλήσεις ροφημάτων γιαούρτης θα αυξηθούν κατά 50%. Όσον αφορά σε στοιχεία για την αξία της πολωνικής αγοράς γαλακτοκομικών υπολογίζεται ότι θα αυξηθεί, διαμορφούμενη έως το 2015 στα 17 δισ. Ζλότυ (~4,1 δισ. Ευρώ), έναντι 15 δισ. Ζλότυ το 2012.

Στην ανάπτυξη της αγοράς συμβάλλουν, πέραν της εσωτερικής ζήτησης και οι αυξανόμενες εξαγωγές γαλακτοκομικών προϊόντων, οι οποίες έχουν σχεδόν τετραπλασιαστεί από το 2004, έτος ένταξης της χώρας στην Ε.Ε.. Μάλιστα, σύμφωνα με την Ένωση Εργοδοτών, Εξαγωγέων και Εισαγωγέων του κλάδου, τα γαλακτοκομικά αποτελούν έναν από τους βασικούς πυλώνες στους οποίους στηρίζεται η εξωστρέφεια του πολωνικού τομέα αγροτικών προϊόντων και τροφίμων.

Σύμφωνα με στοιχεία του Ιδρύματος Προγραμμάτων Αγροτικών Ενισχύσεων (FAMMU/FAPA), το 2012 οι εξαγωγές γαλακτοκομικών αυξήθηκαν για τρίτο συνεχόμενο έτος, με την αξία τους να υπερβαίνει τα 1,4 δισ. Ευρώ (+3,4%), ενώ παράλληλα η αξία των εισαγωγών ανήλθε στα 473,4 εκ. Ευρώ (-1%).

Αν και ο ρυθμός ανάπτυξης των εξαγωγών γαλακτοκομικών επιβραδύνθηκε κατά το συγκεκριμένο διάστημα, η αύξηση των εξαγωγών και η μείωση των εισαγωγών είχαν ως αποτέλεσμα τη διεύρυνση του πλεονάσματος του εμπορικού ισοζυγίου (στα 943,4 εκ. Ευρώ από 892,6 εκ.).

Η εν λόγω επιβράδυνση των εξαγωγών αποδίδεται στην επιδείνωση της κατάστασης της κοινοτικής αγοράς γαλακτοκομικών κατά το πρώτο ήμισυ του 2012. Οι τιμές του βουτύρου και του γάλακτος σε σκόνη έπεσαν, λόγω της πλεονάζουσας παραγωγής, των μεγάλων αποθεμάτων, της ασθενούς εξαγωγικής ζήτησης και της γενικότερης οικονομικής αβεβαιότητας. Στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, οι τιμές στις κύριες εξαγωγικές αγορές της Πολωνίας κινήθηκαν ανοδικά. Η ξηρασία στις ΗΠΑ και η αύξηση των τιμών των ζωοτροφών οδήγησαν σε αύξηση του κόστους παραγωγής, ενώ οι μέσες τιμές των γαλακτοκομικών στην Πολωνία ήταν το 2013 χαμηλότερες σε σύγκριση με το 2011.

Κατά το 2012, τα τυροκομικά κατέλαβαν την πρώτη θέση της κατάταξης των εξαγόμενων προϊόντων, με αξία 550,4 εκ. Ευρώ (+13,3%) και όγκο 177.100 τόνους (+16,6%), αντιπροσωπεύοντας το 39% της συνολικής αξίας των εξαγωγών γαλακτοκομικών. Η Πολωνία διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή αγορά τυροκομικών (μεγαλύτερη παραγωγή έχουν μόνο οι ΗΠΑ, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ολλανδία και η Ιταλία), διοχετεύοντας το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της (70%) στις χώρες της Ε.Ε..

Τη δεύτερη θέση της κατάταξης των εξαγόμενων γαλακτοκομικών καταλαμβάνουν τα γάλατα σε σκόνη, των οποίων ο μεν όγκος αυξήθηκε (+3,1%) στους 111.600 τόνους, η δε αξία μειώθηκε στα 235,6 εκ. Ευρώ (-6%). Όσον αφορά στο (ρευστό/υγρό) γάλα, ο μεν όγκος των εξαγωγών αυξήθηκε στους 288.300 τόνους, η δε αξία μειώθηκε στα 186,2 εκ. Ευρώ σε σύγκριση με το 2011. Η αξία των εξαγωγών γιαούρτης, κεφίρ και συναφών προϊόντων μειώθηκε κατά 7%, διαμορφούμενη στα 115,8 εκ. Ευρώ, ενώ και ο όγκος τους μειώθηκε στους 109.800 τόνους (-10,4%). Σημαντική αύξηση (+28%) καταγράφηκε στην αξία των εξαγωγών καθαρής πρωτεΐνης ορού γάλακτος (whey), η οποία ανήλθε στα 173,8 εκ. Ευρώ. Οι εξαγωγές βουτύρου κατέγραψαν μείωση, τόσο ως προς τον όγκο (31.200 τόνοι, ήτοι -8,7%) όσο και ως προς την αξία (92 εκ. Ευρώ, ήτοι -32%). Αυξητικά κινήθηκαν οι εξαγωγές παγωτού , τόσο σε επίπεδο όγκου (35.000 τόνοι, ήτοι +20,8%), όσο και σε επίπεδο αξίας (63 εκ. Ευρώ, ήτοι +27%).

Η αύξηση των εξαγωγών γαλακτοκομικών (+3,4%) ήταν το 2012 κατά πολύ μικρότερη σε σύγκριση με την αύξηση των συνολικών εξαγωγών του τομέα των αγροτικών προϊόντων και τροφίμων (+14,82%), γεγονός το οποίο σήμανε την υποβάθμιση του ρόλου των γαλακτοκομικών στις συνολικές εξαγωγές τροφίμων (μερίδιο 8,1%, έναντι μεριδίου 9,02% το 2011).

Αν και τα πολωνικά γαλακτοκομικά πωλούνται κυρίως στις αγορές των κ-μ της Ε.Ε., οι Πολωνοί εξαγωγείς έχουν ευνοηθεί από την αυξανόμενη ζήτηση για γαλακτοκομικά στην Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Μεταξύ άλλων, σημαντική αύξηση έχουν σημειώσει οι πολωνικές εξαγωγές γάλακτος σε σκόνη στην Αλγερία και καθαρής πρωτεΐνης ορού γάλακτος (whey) στην Κίνα και την Ινδονησία. Επίσης, η αξία των εξαγωγών στη Ρωσία έχει αυξηθεί τόσο, ώστε η Ρωσία να αποτελεί των τρίτο κατά σειρά προορισμό πολωνικών τυροκομικών. Τέλος, οι εξαγωγές τυροκομικών στην Ουκρανία διπλασιάστηκαν το περασμένο έτος.

Πρόσφατες σχετικές δηλώσεις του προέδρου μιας εκ των μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κλάδου, της MLEKOVITA, δείχνουν ότι οι ίδιοι οι Πολωνοί παραγωγοί γαλακτοκομικών προϊόντων αντιλαμβάνονται ότι η επέκταση των δραστηριοτήτων τους στις αγορές της Ανατολής είναι ζωτικής σημασίας, καθώς οι δυτικοευρωπαϊκές αγορές θα πρέπει να θεωρούνται μάλλον κορεσμένες, δεδομένης της ισχυρής παρουσίας ντόπιων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.

Το 2012, οι εισαγωγές τυροκομικών στην Πολωνία αυξήθηκαν κατά 25% σε σύγκριση με το 2011, συνεπεία διαφόρων παραγόντων. Για παράδειγμα, το ρωσικό εμπάργκο είχε ως αποτέλεσμα τη στροφή των γερμανικών επιχειρήσεων του κλάδου στην κοινοτική αγορά, με χαμηλότερες τιμές, ενώ, την ίδια στιγμή, οι αυξημένες πολωνικές εξαγωγές τυροκομικών στη Ρωσία είχαν δημιουργήσει ένα σημαντικό κενό στην εγχώρια αγορά, κενό το οποίο κάλυψαν τα γερμανικά προϊόντα. Μέχρι σήμερα, οι εισαγωγές τυροκομικών στην Πολωνία ήσαν μάλλον περιορισμένες, κατάσταση που δείχνει να μεταβάλλεται, καθώς στο διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2013 εισήχθησαν 31.000 τόνοι τυροκομικών, με τις εκτιμήσεις να κάνουν λόγο για συνολικές εισαγωγές της τάξης των 50.000 τόνων έως το τέλος του 2013.

Πηγή: Γραφείο Ο.Ε.Υ. Βαρσοβίας