Ο αριθμός των αγροκτημάτων παγκοσμίως θα μειωθεί στο μισό μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα, καθώς το μέγεθος της φάρμας διπλασιάζεται, σύμφωνα με μελέτη του πανεπιστημίου του κολοράντο, Μπόλντερ.
Τα δεδομένα του FAO για τη γεωργική έκταση, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και το μέγεθος του αγροτικού πληθυσμού περισσότερο από 180 χωρών έχουν αναλυθεί για να ανασυγκροτηθεί, πρώτα, η εξέλιξη του αριθμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων 1969 και 2013 και στη συνέχεια, να προβλεφθούν αυτοί οι αριθμοί μέχρι το 2100.
Στις ΗΠΑ, μεταξύ 2007 και 2022, ο αριθμός των αγροκτημάτων μειώθηκε κατά 200.000. Η μελέτη δείχνει ότι ακόμη και οι αγροτικές κοινότητες που βασίζονται στη γεωργία στην Αφρική και την Ασία θα αντιμετωπίσουν μείωση του αριθμού των εκμεταλλεύσεων που βρίσκονται σε λειτουργία.
Ο αριθμός των αγροκτημάτων παγκοσμίως προβλέπεται να μειωθεί από 616 εκατομμύρια το 2020 σε 272 εκατομμύρια το 2100.
Ένας βασικός λόγος: καθώς η οικονομία μιας χώρας αναπτύσσεται, οι περισσότεροι άνθρωποι μεταναστεύουν στις αστικές περιοχές, αφήνοντας λιγότερους ανθρώπους στις αγροτικές περιοχές να απασχολούνται στη γη. Μέχρι το τέλος του αιώνα θα υπάρχουν λιγότερες φάρμες για να θρέψουν περισσότερους ανθρώπους.
Η μελέτη βρήκε ένα σημείο καμπής το 2050 με την ευρεία ενοποίηση του αριθμού των αγροκτημάτων στην Ασία, τη Μέση Ανατολή, τη βόρεια Αφρική, την Ωκεανία, τη Λατινική Αμερική και την καραϊβική. Η υποσαχάρια Αφρική θα ακολουθήσει την ίδια πορεία αργότερα μέσα στον αιώνα.
Η τάση προς λιγότερες αλλά μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερες μονοκαλλιέργειες, οι οποίες μπορεί να είναι πιο ανθεκτικές στα παράσιτα, καθώς και απώλεια βιοποικιλότητας σε κίνδυνο για την προσφορά τροφίμων.
Από την θετική πλευρά, όλο αυτό σημαίνει μεγαλύτερη παραγωγικότητα της εργασίας και οικονομική ανάπτυξη με μεγαλύτερο εργατικό δυναμικό σε μη γεωργικές θέσεις εργασίας και καλύτερα συστήματα διαχείρισης.