Οι τελικές εκτιμήσεις για την "εκτός έτους" συγκομιδή στην Ελλάδα, που επηρεάστηκε από τις καιρικές συνθήκες, δείχνουν ότι η παραγωγή ελαιολάδου της χώρας θα πέσει κάτω από τους 200.000 τόνους που είχαν αρχικά προβλεφθεί και θα φτάσει κάπου μεταξύ 150.000 και 170.000 τόνων ελαιολάδου.
Τα στοιχεία παραγωγής που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δείχνουν επίσης μια φτωχή σοδειά ελαιολάδου 175.000 τόνων, τη χαμηλότερη των τελευταίων έξι ετών και σε πλήρη αντίθεση με την περσινή εξαιρετική συγκομιδή των 340.000 τόνων περίπου.
"Πρόκειται για μια από τις χειρότερες σοδειές των τελευταίων 30 ετών", δήλωσε ο παραγωγός και ελαιοτριβέας Περικλής Τσουκαλάς από την περιοχή της Ηλείας στην Πελοπόννησο. "Οι αρχικές εκτιμήσεις για 17.000 τόνους ελαιολάδου στην περιοχή θα πρέπει να αναθεωρηθούν προς τα κάτω σε περίπου 14.000 τόνους".
"Εκτός από τη μειωμένη ποσότητα, μόνο το 70% του φρεσκοπιεσμένου ελαιολάδου χαρακτηρίζεται εδώ ως έξτρα παρθένο λόγω προβλημάτων με τη μύγα του δάκου", πρόσθεσε. "Τα φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται δεν μπορούν να καταπολεμήσουν αποτελεσματικά το παράσιτο".
Οι παραγωγοί σε άλλες περιοχές ήταν επίσης προβληματισμένοι από τις εξαιρετικά χαμηλές αποδόσεις.
"Δεν είναι ότι πήραμε λιγότερο ελαιόλαδο φέτος- δεν πήραμε καθόλου", δήλωσε ο Γιάννης Σουρίδης από τον αγροτικό σύλλογο Ποτός-Θεολόγος στο νησί του Αιγαίου Θάσου. "Ο σύλλογός μας παρήγαγε πέρυσι 1.100 τόνους ελαιόλαδο. Φέτος, όμως, παράξαμε μόνο 50 τόνους. Μπορείτε να δείτε τη διαφορά".
Ο σύμβουλος ποιότητας και γευσιγνώστης ελαιολάδου Νίκος Κουτσούκος απέδωσε τους λόγους της απόκλισης μεταξύ της αρχικά εκτιμώμενης και της τελικά προβλεπόμενης απόδοσης ελαιολάδου στην απόδοση του ελαιοκάρπου και στις ακανόνιστες καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της συγκομιδής.
"Την ώρα της άλεσης, οι ελιές δεν είχαν την αναμενόμενη απόδοση", δήλωσε ο Κουτσούκος στο Olive Oil Times. "Με απλά λόγια, ένα κιλό ελιές απέδωσε λιγότερο ελαιόλαδο από ό,τι περίμεναν οι παραγωγοί".
"Μια άλλη αιτία είναι τα ξαφνικά καιρικά φαινόμενα, όπως οι χαλαζοπτώσεις, που έπληξαν τα ελαιόδεντρα σε ορισμένες παραγωγικές περιοχές, ρίχνοντας τις ελιές στο έδαφος και επιτείνοντας περαιτέρω το πρόβλημα της μειωμένης καρποφορίας φέτος", πρόσθεσε.
Ο κ. Κουτσούκος, εκπαιδευμένος χημικός με περισσότερα από 25 χρόνια εμπειρίας στον ελληνικό ελαιοκομικό τομέα, περιέγραψε την παραγωγή ελαιολάδου στις κύριες παραγωγικές περιοχές της χώρας, επισημαίνοντας την έντονη μείωση στις περισσότερες από αυτές.
"Η Ελλάδα αναμένεται να αποδώσει μόνο περίπου 150.000 τόνους ελαιολάδου κατά τη φετινή σοδειά, σχεδόν το ήμισυ της περσινής ποσότητας", είπε.
"Στη χερσόνησο της Πελοποννήσου, η παραγωγή στις βόρειες περιοχές θα κυμανθεί κοντά στο μόλις 20-30% της περσινής παραγωγής", πρόσθεσε ο κ. Κουτσούκος. "Αρκετά ελαιοτριβεία στις περιοχές αυτές δεν άνοιξαν φέτος λόγω της σημαντικά περιορισμένης συγκομιδής ελιάς".
"Η κατάσταση είναι καλύτερη Στα νότια και νοτιοδυτικά της χερσονήσου, με τις περιοχές της Μεσσηνίας, της Ηλείας και της Λακωνίας να είναι πιθανό να πάρουν το 50% της περσινής ποσότητας", συνέχισε.
Το 2022/23, στην Πελοπόννησο παρήχθησαν περισσότεροι από 100.000 τόνοι ελαιολάδου, σχεδόν το ένα τρίτο της συνολικής εθνικής παραγωγής.
Ο κ. Κουτσούκος επιβεβαίωσε επίσης τη δραματική μείωση της παραγωγής στην Κρήτη, κόμβο της ελληνικής ελαιουργίας σε καλές εποχές.
"Επισκέφθηκα πρόσφατα το νησί και είδα μια απότομη πτώση της παραγωγής κατά 60 έως 70 τοις εκατό στις περισσότερες περιοχές", είπε. Στα Χανιά, ωστόσο, τα στοιχεία της παραγωγής φαίνονται ελαφρώς πιο αισιόδοξα, με την απόδοση να αναμένεται να ανέλθει σε περίπου 17.000 τόνους έναντι 28.000 τόνων που παρήχθησαν πέρυσι.
Περιμένουμε να πάρουμε το 60% της περσινής απόδοσης", δήλωσε ο Γιάννης Μαμιδάκης από το τοπικό τμήμα γεωργίας. "Σε άλλες περιοχές [στην Κρήτη], η πτώση της παραγωγής θα είναι μεγαλύτερη αυτή τη σεζόν".
Σύμφωνα με άλλους εμπειρογνώμονες του κλάδου στο νησί, η παραγωγή θα φτάσει μετά βίας τους 30.000 τόνους σε σύγκριση με τους 130.000 τόνους που θα παραχθούν το 2022/23.
Ο κ. Κουτσούκος δήλωσε επίσης ότι στη Βόρεια Ελλάδα, όπου τα ελαιόδεντρα ευδοκιμούν κυρίως στις παράκτιες περιοχές λόγω των σκληρών χειμώνων, η παραγωγή ελαιολάδου είναι επίσης πολύ περιορισμένη και πιθανότατα δεν θα ξεπεράσει το 30% της περσινής παραγωγής.
"Θα έχουμε ακριβέστερα στοιχεία για όλη τη χώρα όταν θα έχουμε τις επίσημες εκτιμήσεις από τις περιφερειακές γεωργικές υπηρεσίες", πρόσθεσε ο κ. Κουτσούκος.
Σε ό,τι αφορά την ποιότητα, σημείωσε ότι παραμένει υψηλή στις περισσότερες περιοχές της χώρας, παρά τις ανησυχίες για τις επιπτώσεις των εχθρών και των ασθενειών.
"Η ποιότητα του ελαιολάδου της φετινής περιόδου είναι υψηλή, αν και στην αρχή της συγκομιδής ανησυχούσαμε για τα προβλήματα που προκάλεσαν ο δάκος της ελιάς και το γλοιοσπόριο", είπε.
"Ωστόσο, η εξέλιξη των καιρικών συνθηκών κατά τη διάρκεια της περιόδου συγκομιδής βοήθησε στο να μετριαστούν οι όποιες σοβαρές επιπτώσεις των παθογόνων στο ελαιόλαδο που παρήγαγε φέτος η Ελλάδα", πρόσθεσε ο κ. Κουτσούκος. "Είχαμε μόνο κάποιες εκδηλώσεις της μύγας στην Κρήτη και σποραδικά στην ηπειρωτική Ελλάδα, οι οποίες προκάλεσαν μόνο μικρά προβλήματα".
Ο κ. Κουτσούκος δήλωσε ότι, παρά την έλλειψη εργατών γης, οι παραγωγοί σε όλη τη χώρα έσπευσαν να συγκομίσουν τις ελιές τους λόγω της υψηλής τιμής που μπορεί να αποφέρει το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο.
"Μακροπρόθεσμα, όμως, τέτοιες υψηλές τιμές μπορεί να βλάψουν το ίδιο το προϊόν", είπε. "Το υψηλής ποιότητας έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, για παράδειγμα, θα μπορούσε να γίνει ένα πολυτελές προϊόν διατροφής μόνο για όσους έχουν βαθιές τσέπες".
"Κατά τη γνώμη μου, όλος ο κόσμος οδεύει προς μια εποχή όπου τα τρόφιμα υψηλής ποιότητας, όπως το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο, θα γίνουν πολύ ακριβά", πρόσθεσε.
Ο κ. Κουτσούκος επεσήμανε τέλος ότι οι τιμές ρεκόρ στην προέλευση στην Ελλάδα, που έχουν σκαρφαλώσει ακόμη και στα 10,00 ευρώ ανά κιλό έξτρα παρθένου στη Λακωνία, σε συνδυασμό με την πενιχρή συγκομιδή της σεζόν, έχουν δημιουργήσει ένα περίπλοκο αίνιγμα για τον κλάδο του ελαιολάδου της χώρας.
"Ο τομέας στην Ελλάδα βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι", δήλωσε ο ίδιος. "Η εγχώρια αγορά ελαιολάδου είναι πρακτικά στάσιμη αυτή τη στιγμή, με τους παραγωγούς να διατηρούν τα περιορισμένα αποθέματά τους, αναμένοντας περαιτέρω αύξηση των τιμών, και είναι σχεδόν αδύνατο να προβλέψει κανείς προς τα πού θα πάνε τα πράγματα".
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις