Η βιολογική γεωργία, μια πρακτική που σέβεται το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία, έχει κερδίσει σημαντικό έδαφος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, παρά τη σημαντική αύξηση των βιολογικών εκτάσεων, υπάρχουν ακόμα πολλά περιθώρια βελτίωσης.
Ένα κενό μεταξύ στόχων και πραγματικότητας
Παρόλο που η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) παρέχει σημαντική στήριξη στη βιολογική γεωργία, μια πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνέδριου (ΕΕΣ) αποκαλύπτει σημαντικές αδυναμίες.
- Χαλαρή εφαρμογή των κανόνων - Το ΕΕΣ διαπίστωσε ότι τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν πάντα με συνέπεια τους κανόνες της βιολογικής παραγωγής.
- Έλλειψη στόχευση - Η στήριξη της ΚΑΠ δεν επικεντρώνεται αρκετά στην ενίσχυση της θέσης των βιολογικών γεωργών στην αγορά και στην ανάπτυξη του τομέα.
- Ανεπαρκής παρακολούθηση - Δεν υπάρχει ένα αποτελεσματικό σύστημα για την παρακολούθηση και αξιολόγηση των περιβαλλοντικών και κλιματικών οφελών της βιολογικής γεωργίας.
Ποιο αναλυτικά η έκθεση που δημοσίευσε, το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) σπέρνει αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της υποστήριξης που παρέχει η ΕΕ στον τομέα της βιολογικής γεωργίας. Η τρέχουσα στρατηγική παρουσιάζει σημαντικές αδυναμίες, ενώ δεν υπάρχει όραμα ούτε τιμές-στόχος για τον τομέα της βιολογικής παραγωγής μετά το 2030. Μολονότι τα δισεκατομμύρια ευρώ που παρέχει ετησίως η ΕΕ έχουν αυξήσει τις εκτάσεις βιολογικής γεωργίας, η προσοχή στις απαιτήσεις και τις ανάγκες του τομέα είναι ελάχιστη. Ως εκ τούτου, η βιολογική παραγωγή εξακολουθεί να αποτελεί μια εξειδικευμένη αγορά, και το ΕΕΣ προειδοποιεί ότι είναι πιθανό η ΕΕ να μην επιτύχει τον στόχο που έθεσε στον συγκεκριμένο τομέα.
Η βιολογική γεωργία αποτελεί βασική συνιστώσα της ενωσιακής στρατηγικής «Από το αγρόκτημα στο πιάτο» και διαδραματίζει ρόλο στην επίτευξη των φιλόδοξων στόχων της ΕΕ για το περιβάλλον και το κλίμα. Κατά την περίοδο 2014-2022, οι ευρωπαίοι γεωργοί έλαβαν στήριξη ύψους περίπου 12 δισεκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΚΓΠ), προκειμένου να στραφούν στη βιολογική γεωργία ή να διατηρήσουν σχετικές πρακτικές, ενώ σχεδιάζεται να διατεθεί επιπλέον ποσό ύψους σχεδόν 15 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το 2027. Ωστόσο, ο βαθμός υιοθέτησης της βιολογικής γεωργίας διαφέρει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών και κυμαίνεται από ποσοστό χαμηλότερο του 5 % της γεωργικής έκτασης στις Κάτω Χώρες, την Πολωνία, τη Βουλγαρία, την Ιρλανδία και τη Μάλτα έως υψηλότερο του 25 % στην Αυστρία.
«Η ευρωπαϊκή γεωργία καθίσταται οικολογικότερη και η βιολογική γεωργία διαδραματίζει καίριο ρόλο σε αυτό. Ωστόσο, προκειμένου η επιτυχία να είναι μακροχρόνια, η εστίαση των προσπαθειών αποκλειστικά και μόνο στην αύξηση των εκτάσεων βιολογικής γεωργίας δεν επαρκεί. Πρέπει να καταβληθούν περισσότερες προσπάθειες ώστε ο τομέας να υποστηρίζεται στο σύνολό του, αναπτύσσοντας την αγορά και τονώνοντας την παραγωγή», δήλωσε η Keit Pentus-Rosimannus, Μέλος του ΕΕΣ και αρμόδια για τον έλεγχο. «Διαφορετικά, αντί για μια ακμάζουσα βιομηχανία υπό την ώθηση ενημερωμένων καταναλωτών, κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε ένα μη ισορροπημένο σύστημα που θα εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τη χρηματοδότηση της ΕΕ.»
Το ΕΕΣ διαπίστωσε ότι οι περιβαλλοντικοί στόχοι και οι στόχοι της αγοράς δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη στο πλαίσιο της στήριξης της ΚΓΠ. Για παράδειγμα, οι γεωργοί μπορούν να λαμβάνουν χρήματα από την ΕΕ ακόμη και αν δεν εφαρμόζουν τα πρότυπα σχετικά με την αμειψισπορά ή την καλή διαβίωση των ζώων, τα οποία συνιστούν βασικές αρχές της βιολογικής γεωργίας. Το κλιμάκιο ελέγχου διαπίστωσε επίσης ότι η έκδοση άδειας για τη χρήση μη βιολογικών σπόρων κατά τη φύτευση βιολογικών καλλιεργειών αποτελούσε κοινή νομική πρακτική. Τονίζει επίσης ότι, επί του παρόντος, δεν υπάρχει τρόπος μέτρησης του βαθμού υλοποίησης των υποτιθέμενων περιβαλλοντικών οφελών της βιολογικής γεωργίας.
Η στήριξη της ΚΓΠ είχε ως στόχο να αποζημιώνει τους γεωργούς για τα πρόσθετα έξοδα και την απώλεια εισοδήματος που επέφερε η μετάβαση από τη συμβατική στη βιολογική γεωργία. Οι παραγωγοί βιολογικών προϊόντων δεν ήταν υποχρεωμένοι να παράγουν κανένα βιολογικό προϊόν προκείμενου να λαμβάνουν χρήματα από την ΕΕ, γεγονός που συνέτεινε σε μια κατάσταση στην οποία η βιολογική παραγωγή εξακολουθεί να αποτελεί μια πολύ μικρή αγορά, αντιπροσωπεύοντας λιγότερο από το 4 % της συνολικής αγοράς τροφίμων της ΕΕ.
Γενικότερα, το ΕΕΣ θέτει υπό αμφισβήτηση την στρατηγική της ΕΕ στον τομέα αυτό. Μολονότι το τρέχον σχέδιο δράσης για τον τομέα της βιολογικής παραγωγής είναι βελτιωμένο σε σχέση με το προηγούμενο, απουσιάζουν από αυτό ορισμένα βασικά στοιχεία. Εξακολουθεί να μην προβλέπει κατάλληλους και ποσοτικοποιήσιμους στόχους για τον τομέα, ούτε και τρόπους μέτρησης της προόδου. Επιπλέον, το ΕΕΣ επισημαίνει την απουσία στρατηγικού οράματος για την περίοδο μετά το 2030, το οποίο θα παρείχε τη σταθερότητα και τη μακροπρόθεσμη προοπτική που χρειάζονται για να διασφαλιστεί η επιτυχία στον συγκεκριμένο τομέα.
Στην πράξη, η μόνη (μη δεσμευτική) τιμή-στόχος που έχει θέσει η ΕΕ για τον τομέα αφορά την αύξηση των εκτάσεων με βιολογικές καλλιέργειες. Ωστόσο, η ανάπτυξη της βιολογικής γεωργίας και οι φιλοδοξίες για την επέκτασή της διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των χωρών της ΕΕ, σε βαθμό που η ΕΕ κινδυνεύει να μην επιτύχει την τιμή-στόχο του 25 % για το 2030. Το ΕΕΣ προειδοποιεί ότι για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, ο ρυθμός διάδοσης των πρακτικών βιολογικής γεωργίας στην Ευρώπη πρέπει να διπλασιαστεί.
Από τη δεκαετία του 1990, η ΕΕ ενθάρρυνε τη χρήση περισσότερο περιβαλλοντικά βιώσιμων γεωργικών πρακτικών. Μεταξύ αυτών, η βιολογική γεωργία παραμένει η μόνη μέθοδος γεωργικής παραγωγής που, επί του παρόντος, είναι τυποποιημένη και ρυθμίζεται σε ενωσιακό επίπεδο. Η βιολογική γεωργία έχει ως στόχο την παραγωγή τροφίμων με τη χρήση φυσικών ουσιών και διαδικασιών, συμβάλλοντας στην αύξηση της βιοποικιλότητας και στη μείωση της ρύπανσης των υδάτων, του αέρα και του εδάφους.
Το 2022, περίπου 17 εκατομμύρια εκτάρια γης στην ΕΕ καλλιεργούνταν με βιολογικές μεθόδους, ήτοι το 10,5 % της συνολικής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης.
H ειδική έκθεση 19/2024, με τίτλο «Βιολογική γεωργία στην ΕΕ – Κενά και ασυνέπειες υπονομεύουν την επιτυχία της πολιτικής», είναι διαθέσιμη στον ιστότοπο του ΕΕΣ.
Εντός του έτους, το ΕΕΣ πρόκειται επίσης να δημοσιεύσει έκθεση σχετικά με την πολιτική της ΕΕ για την επισήμανση των τροφίμων.
Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις