Από την ακμή στην κρίση: Η πτώση του πρωτογενούς τομέα στην Ελλάδα και η ρύθμιση των Αγροτικών Δανείων το 2024

Από την αυτονομία στην εξάρτηση: Η παρακμή του πρωτογενούς τομέα και οι συνέπειές της

  • Από το 30% στο 3% του ΑΕΠ στην συρρίκνωση που αλλάζει το πρόσωπο του πρωτογενούς τομέα

Ο πρωτογενής τομέας της Ελλάδας, κάποτε ο θεμέλιος λίθος της εθνικής οικονομίας με αιχμή τη γεωργία και την κτηνοτροφία, έχει υποστεί μια δραματική πτώση τις τελευταίες δεκαετίες. Από το 30% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) τη δεκαετία του 1960, η συνεισφορά του έχει μειωθεί σήμερα σε μόλις 3-4%. Η επείγουσα ανάγκη για ανασυγκρότηση και η νέα ρύθμιση των αγροτικών δανείων το 2024 φέρνουν στο προσκήνιο τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες για μια βιώσιμη αγροτική ανάπτυξη

  • Η ιστορική διαδρομή του Πρωτογενούς Τομέα

Τη δεκαετία του 1960, η Ελλάδα ήταν μια κατά βάση αγροτική χώρα. Η πλειονότητα του πληθυσμού εργαζόταν στη γη, με τον πρωτογενή τομέα να αποτελεί τον κεντρικό πυλώνα της οικονομίας. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1970, η χώρα άρχισε να στρέφεται προς τη βιομηχανία και την παροχή υπηρεσιών. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η συνεισφορά του πρωτογενούς τομέα είχε μειωθεί στο 15-20%, ενώ τη δεκαετία του 1990 έπεσε στο 10%. Σήμερα, περιορίζεται σε ένα ταπεινό 3-4%.

Αυτή η ραγδαία πτώση αντικατοπτρίζει τις βαθιές μεταβολές στη δομή της ελληνικής οικονομίας, η οποία πλέον κυριαρχείται από τη βιομηχανία και την παροχή υπηρεσιών. Παρά τη μείωση, η γεωργία και η κτηνοτροφία εξακολουθούν να παίζουν κρίσιμο ρόλο στην τοπική ανάπτυξη, στις εξαγωγές και στη διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας.

  • Αιτίες της πτώσης και οι αδυναμίες των Συνεταιρισμών

Η μετάβαση από μια αγροτική σε μια βιομηχανική και υπηρεσιακή οικονομία δεν ήταν χωρίς κόστος. Η αστικοποίηση και η μετανάστευση του αγροτικού πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα, σε συνδυασμό με την έλλειψη επενδύσεων σε σύγχρονες γεωργικές πρακτικές, αποδυνάμωσαν τον πρωτογενή τομέα. Η αδυναμία προσαρμογής στις νέες τεχνολογίες και η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση μείωσαν την ανταγωνιστικότητα των αγροτών στις διεθνείς αγορές.

Η υποχώρηση αυτή συνδέεται άρρηκτα με την ιστορία των αγροτικών συνεταιρισμών και τις δομικές αδυναμίες που ανέδειξε η κακοδιαχείριση των πόρων. Από το 1981 έως την πώληση της Αγροτικής Τράπεζας το 2013, οι συνεταιρισμοί έλαβαν σημαντικές χρηματοδοτήσεις μέσω δανείων και επιδοτήσεων, συνολικού ύψους  817.800.000.000  δισεκατομμύρια δραχμές. Τα κεφάλαια αυτά προορίζονταν για την ενίσχυση των αγροτικών υποδομών και τη βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά συχνά διαχειρίστηκαν αναποτελεσματικά, οδηγώντας σε δυσβάσταχτα χρέη.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε από την αποτυχημένη αξιοποίηση των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, η Ελλάδα επωφελήθηκε από τα Πακέτα Ντελόρ, με επιδοτήσεις που άγγιξαν τα 851.875.000.000 δισεκατομμύρια δραχμές τη δεκαετία του 1990. Αντί όμως τα ποσά αυτά να επενδυθούν σε υποδομές και καινοτόμες πρακτικές, συχνά χρησιμοποιήθηκαν για την κάλυψη λειτουργικών εξόδων, εντείνοντας τα διαρθρωτικά προβλήματα.

  • Η κατάρρευση των Συνεταιρισμών και η πώληση της Αγροτικής Τράπεζας

Η συσσώρευση χρεών οδήγησε στην κατάρρευση πολλών συνεταιρισμών. Σύμφωνα με έρευνα της διαΝΕΟσις, οι αποτυχημένοι συνεταιρισμοί χρωστούσαν συνολικά περίπου 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ. Η αδυναμία αποπληρωμής αυτών των χρεών συνέβαλε στην αποδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης και στη διάλυση πολλών αγροτικών μονάδων.

Το 2013, η πώληση της Αγροτικής Τράπεζας αποτέλεσε το αποκορύφωμα μιας παρατεταμένης περιόδου οικονομικής παρακμής. Η τράπεζα, που επί δεκαετίες στήριζε τον αγροτικό τομέα, μετέφερε τα δάνεια και τις υποχρεώσεις των συνεταιρισμών σε εμπορικές τράπεζες, δημιουργώντας νέα δεδομένα. Πολλοί συνεταιρισμοί, αδυνατώντας να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες, οδηγήθηκαν σε κλείσιμο, μαζικές απολύσεις και τελικά διάλυση.

  • Οι σύγχρονες εξελίξεις και η ρύθμιση των Αγροτικών Δανείων

Σήμερα, το ζήτημα των «κόκκινων» αγροτικών δανείων παραμένει επίκαιρο. Η κυβέρνηση προωθεί νομοθετική ρύθμιση για την αντιμετώπιση του προβλήματος, με περίπου 21.000 αγρότες και 760 συνεταιρισμούς να οφείλουν συνολικά 2,1 δισεκατομμύρια ευρώ. Η νέα πρωτοβουλία στοχεύει στη μείωση των τόκων, το «κούρεμα» του ωφελούμενου κεφαλαίου και την αποπληρωμή των οφειλών σε βάθος χρόνου, επιτρέποντας την αναχρηματοδότηση και την άρση των εμπράγματων βαρών.

  • Όταν δύο εταιρείες συνεισφέρουν όσο 600.000 Αγρότες

Μια εντυπωσιακή σύγκριση αναδεικνύει τις προκλήσεις του πρωτογενούς τομέα. Οι εταιρείες Μυτιληναίος και ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ, με κύκλους εργασιών που ξεπερνούν τα 2,6 και 2,88 δισεκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα, συνεισφέρουν στο ΑΕΠ περίπου 1,08% και 1,2%. Συνολικά, παράγουν ένα ΑΕΠ σχεδόν ίσο με αυτό που παράγουν 600.000 αγρότες.

Αυτό το γεγονός θέτει το ερώτημα Τι κάνουν λάθος οι αγρότες; Παρά τη μακρά ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά τους, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, στην πρόσβαση σε χρηματοδότηση και στην ανταγωνιστικότητα στις παγκόσμιες αγορές. Η έλλειψη επενδύσεων σε καινοτομία και βιώσιμες πρακτικές περιορίζει την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητά τους.

  • Η Επανεκκίνηση του πρωτογενούς τομέα μονόδρομος για το μέλλον

Η συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα στην Ελλάδα δεν αντανακλά μόνο οικονομικές μεταβολές, αλλά και βαθιές αδυναμίες στον στρατηγικό σχεδιασμό και τη διαχείριση των πόρων. Παρόλο που η ελληνική οικονομία κυριαρχείται πλέον από τη βιομηχανία και τον τομέα των υπηρεσιών, η γεωργία και η κτηνοτροφία παραμένουν ζωτικής σημασίας για την τοπική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή.

        Για την αναζωογόνηση του πρωτογενούς τομέα απαιτείται μια νέα στρατηγική προσέγγιση, που θα δίνει έμφαση στην καινοτομία, τη βιωσιμότητα και τη διαφανή διαχείριση των πόρων. Η εμπειρία από τους  συνεταιρισμούς δείχνει ότι η χρηματοδότηση χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό και διαφάνεια μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικά αποτελέσματα.
Επομένως, η αναγέννηση των συνεταιρισμών και η διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της αγροτικής παραγωγής αποτελούν μονόδρομο προς ένα βιώσιμο μέλλον.

Η ιστορία του πρωτογενούς τομέα στην Ελλάδα είναι γεμάτη από περιόδους ακμής και παρακμής, αλλά προσφέρει και μια ευκαιρία για αναγέννηση. Με σωστό σχεδιασμό, επενδύσεις στην καινοτομία και έμφαση στη βιωσιμότητα, η ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία μπορούν να ανακτήσουν τη θέση που τους αξίζει στην οικονομία και την κοινωνία .Εάν και εφόσον το επιθυμούν