Λιπάσματα: Το επόμενο κεφάλαιο στον πόλεμο για την ενεργειακή και γεωπολιτική κυριαρχία

Η γεωπολιτική σκακιέρα των λιπασμάτων επιβεβαιώνει τη ρήση πως η εξάρτηση είναι το θεμέλιο της εξουσίας

Η γεωπολιτική των λιπασμάτων αναδεικνύεται ως ένας ακόμη κρίσιμος τομέας στρατηγικής διαπραγμάτευσης ανάμεσα στη Ρωσία και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Καθώς η Ρωσία αυξάνει τις εξαγωγές της στην Ευρώπη, οι συζητήσεις για πιθανούς περιορισμούς αναζωπυρώνουν φόβους περί εξάρτησης από έναν προμηθευτή που αποδεδειγμένα χρησιμοποιεί τις εμπορικές σχέσεις ως πολιτικό όπλο.

Η Ρωσική κυριαρχία και ανταγωνισμός

Οι ρωσικές εξαγωγές λιπασμάτων στην ΕΕ αυξήθηκαν εντυπωσιακά τον Ιούλιο, φτάνοντας τα 199 εκατ. ευρώ, με μερίδιο αγοράς που ξεπέρασε το 30%. Πολωνία, Γαλλία και Γερμανία ηγούνται των εισαγωγών, με τη Ρωσία να παραμένει ο κορυφαίος προμηθευτής. Το χαμηλό κόστος παραγωγής στη Ρωσία, χάρη στις φθηνές πρώτες ύλες όπως το φυσικό αέριο, επιτρέπει στους Ρώσους εξαγωγείς να υιοθετούν μια επιθετική πολιτική τιμών που πλήττει τους Ευρωπαίους παραγωγούς και όχι μόνο.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν χαλαρώσει τους περιορισμούς στην εισαγωγή ρωσικών λιπασμάτων, καθώς παρατηρούνταν μεγάλες ελλείψεις στην αγορά,  έγραφε η ρωσική εφημερίδα Kommersant.
Σύμφωνα με τη ρωσική εφημερίδα, το Γραφείο Ελέγχου Ξένων Περιουσιακών Στοιχείων (OFAC) που υπάγεται στο αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών, σε ανακοίνωσή του με ημερομηνία 24 Μαρτίου το 2022, αφαιρούσε τα ρωσικά ορυκτά λιπάσματα από τον κατάλογο των κυρώσεων.
Σύμφωνα με την Kommersant, η απόφαση αυτή οφείλονταν στις μεγάλες ελλείψεις λιπασμάτων στην παγκόσμια αγορά, λόγω των προβλημάτων στις προμήθειες από τη Ρωσία.

Όπως υπογραμμίζουν παράγοντες της αγοράς το 20% της ευρωπαϊκής παραγωγικής ικανότητας βρίσκεται εκτός λειτουργίας, γεγονός που ενισχύει τις ανησυχίες για μόνιμες ζημιές στον κλάδο. Παράλληλα, οι εισαγωγές από χώρες όπως το Μαρόκο και η Αίγυπτος αυξάνονται, δείχνοντας τη διάθεση της ΕΕ να διαφοροποιήσει τις πηγές της.

Το 2021 η Ρωσία ήταν η μεγαλύτερη εξαγωγός αζωτούχων λιπασμάτων και η δεύτερη πάροχος καλλιούχων και φωσφορούχων λιπασμάτων, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO).

Σε άρθρο της η εφημερίδα Wall Street Journal  είχε αναφέρει  ότι ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, είχε πραγματοποιήσει διαπραγματεύσεις με χώρες όπως η Ρωσία και η Τουρκία, με στόχο το άνοιγμα των αγορών καλιούχων λιπασμάτων και την αποτροπή μιας παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης.

Ο γενικός γραμματέας είχε προτείνει στη ρωσική πλευρά να επιτρέψει την αποδέσμευση των πλοίων που βρίσκονταν μπλοκαρισμένα στη Μαύρη Θάλασσα, φορτωμένα με ουκρανικά σιτηρά, ως αντάλλαγμα για τη χαλάρωση των κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στα ρωσικά και λευκορωσικά λιπάσματα. Τα συγκεκριμένα λιπάσματα αποτελούσαν το 20% των παγκόσμιων εξαγωγών και κρίνονταν ζωτικής σημασίας για την παγκόσμια γεωργία.

Ο Γκουτέρες είχε προειδοποιήσει ότι, εάν δεν βρισκόταν λύση, η ανθρωπότητα κινδύνευε να βρεθεί στη δίνη μιας «καταιγίδας πείνας», με δραματικές συνέπειες για την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια.

Η εξάρτηση της ΕΕ από ρωσικά λιπάσματα θυμίζει το πρόσφατο κεφάλαιο του φυσικού αερίου. Παρότι η Ευρώπη πέτυχε μερική απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, τα αζωτούχα λιπάσματα, που αποτελούν ουσιαστικά «στερεό αέριο», αναδεικνύονται ως νέο πεδίο πιθανής γεωπολιτικής εκμετάλλευσης. Η αντικατάσταση της μιας εξάρτησης με μια άλλη εγκυμονεί κινδύνους για τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ.
Η πρόσφατη αύξηση των εξαγωγών, υποκινούμενη από κρατικά ελεγχόμενες τιμές, καταδεικνύει μια κεντρικά σχεδιασμένη στρατηγική από τη Μόσχα.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα στην προμήθεια και την επάρκεια καλιούχων λιπασμάτων. Η Ρωσία και η Λευκορωσία, που συγκαταλέγονταν στους μεγαλύτερους εξαγωγείς παγκοσμίως, είχαν περιορίσει τις εξαγωγές τους, προκαλώντας σημαντικές ελλείψεις και απότομη αύξηση των τιμών. Ενώ το κόστος 1 τόνου αζωτούχων ή καλιούχων λιπασμάτων ήταν, πριν την κρίση, περίπου 200–300 δολάρια, εκείνη την περίοδο είχε ξεπεράσει τα 1.700 δολάρια.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε εξετάσει διάφορα σενάρια για να αντιμετωπίσει τις ελλείψεις και τη ραγδαία άνοδο των τιμών. Μεταξύ των προτάσεων περιλαμβάνονταν η αντικατάσταση μέρους των χημικών λιπασμάτων με οργανικά, όπως η κοπριά, και η δημιουργία αποθεμάτων, παρόμοια με τα στρατηγικά αποθέματα ενέργειας και συναλλάγματος. Ωστόσο, η αντικατάσταση των ρωσικών αζωτούχων λιπασμάτων θεωρούνταν δύσκολη, λόγω της εξάρτησης της παραγωγής τους από το φυσικό αέριο.

Παράλληλα, η Κίνα είχε καλύψει τις ανάγκες της σε αζωτούχα λιπάσματα, όπως η ουρία, και φωσφορικά λιπάσματα μέσω εγχώριας παραγωγής, ενώ εισήγαγε καλιούχα λιπάσματα από τη Ρωσία.

Σύμφωνα με στοιχεία του ομοσπονδιακού τελωνείου της Ρωσίας, το 2021 είχαν πραγματοποιηθεί εξαγωγές 37,6 εκατομμυρίων τόνων λιπασμάτων, συνολικής αξίας 12,5 δισ. δολαρίων. Ωστόσο, από τον Μάρτιο του 2022, η Ρωσία είχε μειώσει τις εξαγωγές λιπασμάτων. Μεγάλες μεταφορικές εταιρείες, όπως η ελβετική MSC, η δανική MAERSK και η γαλλική CMA CGM, είχαν σταματήσει τη θαλάσσια μεταφορά ρωσικών λιπασμάτων, ενώ απαγορεύτηκε στα ρωσικά εμπορικά πλοία να προσεγγίζουν λιμάνια των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η κατάσταση είχε γίνει ακόμα πιο σύνθετη λόγω της αποβολής μεγάλων ρωσικών τραπεζών από το σύστημα SWIFT, που είχε καταστήσει τις εμπορικές σχέσεις της Ρωσίας με τη Δύση πιο γραφειοκρατικές. Παράλληλα, η Ρωσία είχε ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία για την υπογραφή τριετών συμβολαίων προμήθειας λιπασμάτων, με πληρωμές σε κινεζικό γουάν ή ινδική ρουπία.


Η ΕΕ καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη για οικονομική σταθερότητα και τη διασφάλιση γεωπολιτικής ανεξαρτησίας. Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Λευκορωσία για τα λιπάσματα ποτάσας, αν και αναγκαίες, άφησαν κενό στην ευρωπαϊκή αγορά, το οποίο η Ρωσία φαίνεται να εκμεταλλεύεται. Ωστόσο, η Ευρώπη διαθέτει εναλλακτικές πηγές προμήθειας, κάτι που μπορεί να περιορίσει τη ρωσική κυριαρχία.
Παράλληλα, το ενδεχόμενο η Ρωσία να εξοπλίσει τις εξαγωγές λιπασμάτων, όπως έχει κάνει με άλλες πρώτες ύλες, παραμένει υπαρκτό. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν για πιθανούς περιορισμούς εξαγωγών σε «μη φιλικές χώρες» τροφοδοτούν περαιτέρω ανησυχίες.

Γεωστρατηγική και οικονομική αυτονομία

Η απαγόρευση των ρωσικών λιπασμάτων δεν είναι απλή υπόθεση. Ενδεχόμενες κυρώσεις μπορεί να προκαλέσουν άνοδο του κόστους παραγωγής στην Ευρώπη, επιδεινώνοντας τον πληθωρισμό τροφίμων. Ταυτόχρονα, η Ρωσία θα μπορούσε να ανακατευθύνει τις εξαγωγές της σε αναδυόμενες αγορές όπως η Ινδία και η Βραζιλία, περιορίζοντας την οικονομική ζημία.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρώπη πρέπει να δράσει στρατηγικά. Η σταδιακή επιβολή μέτρων, η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και η ενδυνάμωση των σχέσεων με εναλλακτικούς προμηθευτές αναδεικνύονται ως βασικά βήματα για την αποφυγή μιας νέας ενεργειακής ή επισιτιστικής κρίσης.

Η γεωπολιτική σκακιέρα των λιπασμάτων επιβεβαιώνει τη ρήση πως η εξάρτηση είναι το θεμέλιο της εξουσίας. Η Ευρώπη βρίσκεται ενώπιον ενός υπαρξιακού διλήμματος να διατηρήσει τις εμπορικές ροές με τη Ρωσία ή να θυσιάσει την οικονομική ευκολία για στρατηγική ανεξαρτησία. Το ερώτημα, όμως, είναι κατά πόσο μπορεί να επιτύχει την ισορροπία αυτή χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την ίδια της την ευημερία.