Η μία είναι η γλώσσα. Χ
«Δυστυχώς, οι αιτίες της προσφυγοποίησης αντί να εκλείπουν με τα χρόνια φαίνεται να αυξάνονται. Πριν προλάβουμε να χαρούμε για ένα μέτωπο που κλείνει, αιφνιδιαζόμαστε από ένα άλλο που ανοίγει. Και κάθε πόλεμος, εκ προοιμίου, σημαίνει θάνατο, καταστροφές, ανέστιους ανθρώπους. Το είδαμε αυτό παλαιότερα στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, πριν λίγα χρόνια στην Συρία, το βλέπουμε αυτές τις ημέρες στην κοντινή μας Ουκρανία». Τα παραπάνω τόνισε ο πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης της Βουλής, βουλευτής Λαρίσης της Νέας Δημοκρατίας, κ. Μάξιμος Χαρακόπουλος, στην εισαγωγική του ομιλία στην κοινή συνεδρίαση της Επιτροπής που προεδρεύει με την Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων, με θέμα την ενημέρωση από την υφυπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου, κα Σοφία Βούλτεψη, για την Εθνική Στρατηγική για την κοινωνική ένταξη αιτούντων άσυλο και δικαιούχων διεθνούς προστασίας. Στη συνεδρίαση παρευρέθηκε και ο Γενικός Γραμματέας Μεταναστευτικής Πολιτικής κ. Πάτροκλος Γεωργιάδης.
Παράδειγμα ενσωμάτωσης οι μετανάστες από την Αλβανία
Ο Μάξιμος Χαρακόπουλος στην ομιλία του επισήμανε ότι για την ενσωμάτωση των προσφύγων «υπάρχουν δύο προϋποθέσεις, οι οποίες νομίζω ότι ισχύουν για κάθε άνθρωπο που προσδοκά να εγκατασταθεί σε μια ξένη χώρα.
Η μία είναι η γλώσσα. Χωρίς τη δυνατότητα της επικοινωνίας, ο οποιοσδήποτε αισθάνεται ότι βρίσκεται σε μόνιμο αδιέξοδο. Οι κοινωνικές επαφές του περιορίζονται στην κοινότητά του. Μόνον σε αυτήν αισθάνεται οικεία, νιώθει ασφάλεια. Αλλά αυτό είναι ταυτόχρονα και μια παγίδα, που οδηγεί σε κοινωνική περιχαράκωση, σε γκετοποίηση, με όλες τις αρνητικές συνέπειες που έχουν τα γκέτο. Όταν πρόκειται για παιδιά, το σχολείο ευτυχώς προσφέρει την δυνατότητα της εκμάθησης της γλώσσας και όλων των άλλων γνωστικών αντικειμένων. Αλλά για τους ενήλικες τα πράγματα δυσκολεύουν.
Το ίδιο σημαντική, ίσως και περισσότερο ακόμη, είναι η δεύτερη προϋπόθεση, αυτή της εργασίας. Δεν μπορεί να παραμένει ως προοπτική το επίδομα, το βοήθημα, μια παρασιτική λογική. Είδαμε τι θαύματα έκαναν για παράδειγμα οι μετανάστες από την Αλβανία, η πρώτη γενιά μεταναστών, που με σκληρή εργασία στις οικοδομές και στα χωράφια έγιναν νοικοκύρηδες, ανέθρεψαν παιδιά, τα οποία σήμερα, έχοντας σπουδάσει στη δημόσια εκπαίδευση, στην πλειοψηφία τους είναι πλήρως ενταγμένα στην ελληνική κοινωνία, ή εργάζονται στο εξωτερικό, όπως και πολλά άλλα ελληνόπουλα».
Ο Θεσσαλός πολιτικός σημείωσε ότι «μιλώντας και ως βουλευτής της περιφέρειας, που εκπροσωπεί έναν κατ’ εξοχήν αγροτικό νομό, όπου λείπουν χέρια στα χωράφια και στις κτηνοτροφικές μονάδες, και οι παραγωγοί αναζητούν εναγωνίως εποχικούς εργάτες γης, νομίζω ότι πρόσφυγες, με ανάλογη εμπειρία στις πατρίδες τους θα μπορούσαν να καλύψουν αυτά τα κενά. Προς όφελος και των ιδίων αλλά και της οικονομίας της χώρας. Φαντάζομαι ότι το ίδιο θα μπορούσαν να πουν και συνάδελφοι από περιοχές με τουριστική ανάπτυξη, όπου και εκεί αναζητούνται εργαζόμενοι. Επομένως, χρειαζόμαστε προγράμματα κατάρτισης και εξειδίκευσης ενηλίκων προσφύγων και μεταναστών στους τομείς της οικονομίας που η χώρα έχει ανάγκες».
Επιδόματα σε Ρομά
Με αφορμή τη συζήτηση για την ελληνομάθεια ως βασικό κριτήριο για την ενσωμάτωση των προσφύγων και των μεταναστών στη χώρα μας, ο Μάξιμος Χαρακόπουλος στη δευτερολογία του επισήμανε ότι «το πρόβλημα της πλημμελούς φοίτησης, δυστυχώς, δεν περιορίζεται μόνο σε μετανάστες και σε πρόσφυγες. Πληροφορούμαι ότι και στην κοινότητα των Ρομά, μεταξύ των πολιτών που ανήκουν σε αυτή την πληθυσμιακή ομάδα, υπάρχει σε μεγάλο βαθμό πλημμελής φοίτηση και αυτό δυσκολεύει, επίσης, την πλήρη ενσωμάτωση και των Ρομά στην ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό νομίζω ότι δεν θα πρέπει να αρκεί ως προϋπόθεση η εγγραφή στα σχολεία για την παροχή του όποιου είδους επιδομάτων, βοηθημάτων πολυτέκνων, απορίας ή άλλων, αλλά θα πρέπει να συνδέεται με την κανονική φοίτηση των παιδιών στη δημόσια εκπαίδευση».