Στις πρώτες επιλογές των καταναλωτών παραμένει το κρασί, το οποίο εξακολουθεί να είναι φθηνότερο σε σχέση με τα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά. Κυρίαρχη δύναμη της κατηγορίας είναι το χύμα, με ποσοστό διείσδυσης που ανέρχονται στο 60%.
Ιδιαίτερα ανθεκτικό στην κρίση αποδεικνύεται το ελληνικό κρασί, το οποίο παραμένει ψηλά στην προτίμηση των νοικοκυριών σε σύγκριση με τα υπόλοιπα αλκοολούχα ποτά.
Η οικονομικότερη τιμή και ο χαμηλότερος αλκοολικός βαθμός φαίνεται ότι δημιουργούν συνθήκες «αντίστασης» στην κάμψη της αγοραστικής δύναμης και στην τάση των καταναλωτών να περιορίζουν ολοένα και περισσότερο τις δαπάνες τους στα απολύτως αναγκαία. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει κλαδική μελέτη για την «Οινοποιία», που εκπόνησε η ΣΤΟΧΑΣΙΣ Σύμβουλοι Επιχειρήσεων Α.Ε. (www.stochasis.com ), στο πλαίσιο της σειράς μελετών αγοράς που φέρουν τη διακριτική ονομασία «Κλαδικές Στοχεύσεις».
Σύμφωνα με τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ΣΤΟΧΑΣΙΣ, Βασίλη Ρεγκούζα, το μέγεθος της εγχώριας αγοράς κρασιού υπολογίζεται σε 3.150 χιλιάδες εκατόλιτρα (hl) την αμπελοοινική περίοδο 2013-14, ενισχυμένο κατά 2,7% σε σχέση με το 2012-13, παρουσιάζοντας μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολή (ΜΕΡΜ) 1,1% το χρονικό διάστημα 2000/2001 - 2013/2014, ενώ προβλέπεται μείωση της κατανάλωσης κατά 1%-2% την περίοδο 2014-15 σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο.
Κυρίαρχος παίκτης της κατηγορίας παραμένει το «χύμα», του οποίου η διείσδυση εκτιμάται σε περίπου 60%, κάτι που σημαίνει πως έξι στα δέκα ποτήρια κρασίου που καταναλώνονται είναι μη τυποποιημένο, καθώς το κρασί σε μπουκάλι εξακολουθεί, παρά την προσπάθεια που έχουν κάνει τα οινοποιεία τα τελευταία χρόνια να ανατρέψουν την εντύπωση που έχει διαμορφωθεί στην κοινή γνώμη, να θεωρείται ακριβό, εμποδίζοντας την ανάπτυξή του.
Την ίδια στιγμή, στο τυποποιημένο κρασί παρατηρείται στροφή σε φθηνότερες ετικέτες, καθώς οι καταναλωτές αναζητούν τρόπους να περιορίσουν τα έξοδα και παράλληλα να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Στο πλαίσιο αυτό, αρκετά οινοποιεία προχωρούν σε σημαντικές προσφορές προκειμένου να τονώσουν τις πωλήσεις τους, ανεβάζοντας στα ύψη τον ανταγωνισμό. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των οινοποιείων, όπως επισημαίνει η μελέτη, εστιάζεται κυρίως στην τιμή διάθεσης των προϊόντων, στους όρους συνεργασίας με τα δίκτυα διανομής, στη διαφοροποίηση σε επίπεδο γεύσης και επίγευσης, αρώματος, συσκευασίας και στις προωθητικές ενέργειες.
Προϋποθέσεις ανάπτυξης
Σύμφωνα με τη συντάκτρια της μελέτης κ. Αυγή Οικονομίδου, οι προϋποθέσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου τα επόμενα χρόνια είναι ο εκσυγχρονισμός της αμπελουργίας, η συνεργασία μεταξύ των οινοπαραγωγών σε επίπεδο εξοπλισμού και παραγωγικών επενδύσεων, η εκμετάλλευση της σύνδεσης της κατανάλωσης κρασιού με τη μεσογειακή διατροφή, η «εκπαίδευση» των Ελλήνων καταναλωτών ως προς την αναγνώριση της ποιότητας του κρασιού και της προστιθέμενης αξίας του και η αξιοποίηση των προγραμμάτων προβολής και προώθησης του ελληνικού κρασιού, με προπομπό τα κρασιά ΠΟΠ και ΠΓΕ.
H επέκταση στο εξωτερικό και ειδικά στις ΗΠΑ είναι το μεγάλο στοίχημα για τον κλάδο. Μάλιστα, κάποιοι -ίσως και με μια δόση υπερβολής- θεωρούν πως η νέα «γη της επαγγελίας» είναι η αμερικανική αγορά, κυρίως γιατί οι νέοι Αμερικανοί που καταναλώνουν κρασί δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στις ελληνικές ετικέτες, οι οποίες μεγαλώνουν συνεχώς το μερίδιο και την απήχησή τους, ενώ δεν έχουν τέλος τα διθυραμβικά δημοσιεύματα γνωστών εφημερίδων του εξωτερικού.
Ένα από τα πιο πρόσφατα φιλοξενήθηκε στη Wall Street Journal, το οποίο αναφέρεται με ιδιαίτερα κολακευτικά λόγια στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ελληνικών κρασιών και στις τεράστιες δυνατότητες που έχουν. «Μπορεί η Ελλάδα να διανύει μια δύσκολη κατάσταση, ωστόσο διαθέτει μια πηγή εξαγωγών με πολύ λαμπρό μέλλον. Το κρασί», ξεκίνησε να περιγράφει την εμπειρία του στη χώρα μας ο αρθρογράφος της αμερικανικής εφημερίδας, ο οποίος έμεινε άναυδος δοκιμάζοντας ένα κρασί από τη Σαντορίνη. «Δεν ήταν το καλύτερο κρασί που έχω δοκιμάσει, όμως στα σίγουρα είχε μια ασυνήθιστη και ευχάριστη γεύση... Χωρίς αμφιβολία, αν παρατηρήσεις τι συμβαίνει εκεί θα καταλάβεις πως το κρασί τους είναι έξοχο, ωστόσο ακόμη δεν έχει την κατάλληλη ποσότητα παραγωγής προκειμένου να το αποδείξει», προσέθεσε.
Η παγκόσμια αγορά
Προσπάθειες ανάπτυξης του ελληνικού κρασιού γίνονται και στη Γερμανία, η οποία αποτελεί με διαφορά τον νούμερο ένα προορισμό του ελληνικού κρασιού στο εξωτερικό (σχεδόν ένα στα δύο κρασιά που εξάγει η Ελλάδα κατευθύνεται στη γερμανική αγορά).
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως επισημαίνουν άνθρωποι της αγοράς, έμφαση πρέπει να δοθεί στην αναβάθμιση της εικόνας των ελληνικών κρασιών, καθώς ο μέσος Γερμανός εξακολουθεί να τα θεωρεί χαμηλής ποιότητας.
Οι προοπτικές για τον κλάδο είναι ευοίωνες σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς εξακολουθεί να υπάρχει ζήτηση για το ποιοτικό και ξεχωριστό κρασί. Εκτιμάται ότι η παγκόσμια κατανάλωση κρασιού το 2014 παρουσίασε μικρή μείωση της τάξης του 0,8% σε σχέση με το 2013, καθώς διαμορφώθηκε στα 240 εκατ. εκατόλιτρα από 242 εκατ. εκατόλιτρα (στοιχεία International Organization of Vine and Wine - OIV).
Συναλλαγές οινοποιών
Μπορεί η κατανάλωση να αντέχει, ωστόσο δεν συμβαίνει το ίδιο με τις επιχειρήσεις, οι οποίες, σύμφωνα με τη μελέτη της ΣΤΟΧΑΣΙΣ, έχουν περιέλθει σε οριακή θέση, με αποτέλεσμα να καθίστανται «ευπρόσβλητες» σε πιθανές μεταβολές του οικονομικού περιβάλλοντος.
Την κατάσταση επιδεινώνει η μεγάλη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην είσπραξη των απαιτήσεών τους από την αγορά και στην εξόφληση των προμηθευτών τους. Η διαφορά αυτή ανήλθε το 2013 σε 112 ημέρες, δηλαδή πάνω από 3,5 μήνες, καθώς τα οινοποιία εξοφλούσαν κατά μέσο όρο τους προμηθευτές τους στις 156 ημέρες, ήτοι πέντε και κάτι μήνες, ενώ εισέπρατταν τις απαιτήσεις από τους πελάτες τους κατά μέσο όρο στις 268 ημέρες, ήτοι περίπου εννέα μήνες.
Στο πλαίσιο αυτό και προκειμένου να θωρακίσουν στο μέτρο του δυνατού τους ισολογισμούς τους, οι εταιρείες ενέτειναν τις προσπάθειες συγκράτησης του κόστους, κάτι που φάνηκε και στη σχετική σταθερότητα του περιθωρίου μεικτού κέρδους από το 2010 και έπειτα.