Αύξηση σημείωσαν οι εισαγωγές ελαιολάδου στη Ν.Κορέα

Η αγορά βρωσίμων λαδιών στην Κορέα, κυριαρχείται κυρίως από το αραβοσιτέλαιο και το σογιέλαιο. Στη Ν. Κορέα δεν υπάρχει εγχώρια παραγωγή ελαιολάδου και η κατανάλωση τροφοδοτείται αποκλειστικά από τις εισαγωγές.

Οι εισαγωγές ελαιολάδου σημείωσαν ραγδαία άνοδο την περίοδο από το 2000 έως και το 2005, όταν έφτασαν στο ύψος ρεκόρ των $ 96,5 εκατ. για το παρθένο και των $ 17,3 εκατ. για τα λοιπά ελαιόλαδα. Έκτοτε σημειώθηκε σταδιακή αποκλιμάκωση με αποτέλεσμα το 2010 να διαμορφωθούν σε $ 31,7 εκατ. για το παρθένο και σε $ 5,4 εκατ. για τα λοιπά ελαιόλαδα. Στη συνέχεια παρόλο που το 2011 υπήρξε μια αύξηση στο παρθένο ελαιόλαδο και στα λοιπά ελαιόλαδα φτάνοντας τα $35,8 εκατ. και τα $8,9 εκ. αντίστοιχα, το 2012 οι πωλήσεις και πάλι ήταν καθοδικές, ύψους $27,7 εκατ. για το παρθένο ελαιόλαδο και $5 εκ. για τα λοιπά ελαιόλαδα.

Οι λόγοι που οδήγησαν σε απότομη άνοδο των εισαγωγών ελαιολάδου, σχετίζονται κυρίως με την προβολή που εδόθη για τα οφέλη στην υγεία από την κατανάλωσή του. Άλλοι παράγοντες ήταν η αύξηση των δυτικών εστιατορίων και κυρίως των ιταλικών, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η πραγματοποίηση περισσότερων ταξιδιών στο εξωτερικό με αποτέλεσμα να γίνει πιο ανοικτή η κορεατική κοινωνία σε νέες εμπειρίες.

Όμως, σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας που οδήγησε στην αποκλιμάκωση των εισαγωγών, είναι η ασυμβατότητά του με την κορεατική κουζίνα και διατροφή. Ως αποτέλεσμα, το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης γίνεται από εστιατόρια δυτικής κουζίνας, ενώ η οικιακή κατανάλωση είναι περιορισμένη και απευθύνεται σε πολύ μικρό τμήμα του πληθυσμού.

Στην Κορέα το ελαιόλαδο εξακολουθεί να θεωρείται ως ένα εξωτικό είδος και όχι ως βασικό τρόφιμο, αντίθετα με την Ελλάδα και τις δυτικές χώρες.

Παρόλα αυτά, χάρη στην άποψη που έχει ευρέως εδραιωθεί μεταξύ των Κορεατών, για τις ευεργετικές ιδιότητες του ελαιολάδου, αλλά και τη σταδιακή διείσδυση δυτικών καταναλωτικών προτύπων, αναμένεται ότι η κατανάλωση του προϊόντος θα εισέλθει σε μια νέα ηπιότερη, αλλά πιο διατηρήσιμη και μακροχρόνια ανοδική περίοδο.

Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία του 2012, το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά παρθένου ελαιολάδου έχει η Ισπανία με 68,9% και ακολουθούν η Ιταλία (26,3%), η Ελλάδα (1,6%) και η Τουρκία με 1%. Το μερίδιο της Ελλάδας είναι ουσιαστικά ασήμαντο και υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσής του.

Για το μη παρθένο ελαιόλαδο η Ιταλία και η Ισπανία κυριαρχούν στην αγορά με μερίδια 48,4% και 38% αντιστοίχως και ακολουθεί η Τουρκία με 7,8%, ενώ η Ελλάδα έχει ουσιαστικά μηδενικό ποσοστό. Για το μη παρθένο ελαιόλαδο σχεδόν αποκλειστικό κριτήριο αγοράς του είναι η τιμή του.

Οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου στην Κορέα άρχισαν ουσιαστικά από το έτος 2000 και ακολούθησαν έντονη ανοδική τάση, ανάλογη με την πορεία των συνολικών εισαγωγών του προϊόντος. Μετά το 2005, οι ελληνικές εξαγωγές ακολούθησαν την πτωτική τάση των συνολικών κορεατικών εισαγωγών του προϊόντος. Το 2011, οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου ανέκαμψαν, αλλά το 2012 μειώθηκαν και πάλι, όπως και οι συνολικές εισαγωγές του προϊόντος.

Να σημειωθεί ότι το ελαιόλαδο, όπως και τα εστιατόρια δυτικής κουζίνας, στην Κορέα θεωρούνται ως είδη πολυτελείας, με αποτέλεσμα η ζήτησή τους να επηρεάζεται πολύ έντονα από την οικονομική κατάσταση της χώρας και τις μεταβολές στο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών.

Οι εισαγωγές ελληνικού παρθένου ελαιολάδου ακολουθούν τη γενική τάση των συνολικών κορεατικών εισαγωγών του προϊόντος, ενώ οι όποιες αποκλίσεις οφείλονται στο πολύ μικρό μερίδιό μας στην αγορά, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα το ύψος των εξαγωγών μας να επηρεάζεται υπερβολικά από μεμονωμένες συναλλαγές.

Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια η χώρα μας δεν έχει συμμετοχή στην αγορά μη παρθένου ελαιολάδου, στο οποίο δεν είμαστε ανταγωνιστικοί, καθώς αποκλειστικό κριτήριο είναι η τιμή του.

Παρά την πρόσφατη μεγάλη υποχώρηση των κορεατικών εισαγωγών ελαιολάδου, εκτιμούμε ότι μακροχρόνια η ζήτηση του προϊόντος θα ακολουθήσει ανοδική τάση, αλλά με πιο διατηρήσιμους ρυθμούς.

Χαρακτηριστικά της κορεατικής αγοράς ελαιολάδου


Tο βασικό χαρακτηριστικό της αγοράς είναι ότι το κοινό δεν γνωρίζει πώς να χρησιμοποιήσει το ελαιόλαδο, πράγμα που είναι ανασταλτικός παράγοντας για την αύξηση της κατανάλωσής του.

Η κατανάλωση του ελαιολάδου είναι σχεδόν ομοιόμορφη σε όλη τη χώρα, με κάποια έμφαση στα αστικά κέντρα, στα οποία συγκεντρώνονται τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία και εστιατόρια με διεθνή κουζίνα.

Μεγάλο μέρος του προϊόντος εισάγεται χύδην και συσκευάζεται από κορεατικές επιχειρήσεις, οι οποίες εν συνεχεία το προωθούν για τον εφοδιασμό εστιατορίων και στη λιανική κατανάλωση σε φιάλες των 500ml, 750ml και του ενός λίτρου.

Ο βασικός δασμός εισαγωγής τόσο για το παρθένο, όσο και για το μη παρθένο ελαιόλαδο είναι 8%. Όμως, από 1ης Ιουλίου 2011 τέθηκε σε εφαρμογή η Συμφωνία Ελευθέρων Συναλλαγών Ευρωπαϊκής Ένωσης και Κορέας, η οποία για το παρθένο ελαιόλαδο προβλέπει τον μηδενισμό των δασμών σε 6 ίσες ετήσιες δόσεις (η πρώτη δόση με την έναρξη της συμφωνίας). Για τα λοιπά ελαιόλαδα η δασμοί καταργήθηκαν αμέσως με την εφαρμογή της συμφωνίας.

Οι εισαγωγείς του προϊόντος δεν είναι οι ίδιοι διανομείς, αλλά συχνά συνεργάζονται με χονδρεμπόρους και διανομείς που το διακινούν στα σημεία λιανικής πωλήσεως. Οι μεγάλες αλυσίδες supermarkets, συνήθως δεν εισάγουν απευθείας ελαιόλαδο, αλλά το προμηθεύονται μέσω εισαγωγέων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, πάντως, η εισαγωγή γίνεται από θυγατρικές εταιρείες του ομίλου στον οποίο ανήκει η αλυσίδα καταστημάτων.

Μεγάλο μέρος του πωλούμενου στα supermarkets ελαιολάδου, εισήχθη και κατόπιν συσκευάσθηκε από Κορεάτικες εταιρείες, συχνά με τη δική τους ετικέτα. Επώνυμο προϊόν ξένων οίκων συναντάται κυρίως στις αλυσίδες και στα καταστήματα που απευθύνονται σε υψηλότερου εισοδήματος καταναλωτές. Συνήθως το ελαιόλαδο τοποθετείται σε ειδικό χώρο του καταστήματος, ο οποίος προορίζεται για τα εισαγόμενα προϊόντα διατροφής.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η επικρατούσα πλήρης αναρχία στη διαμόρφωση των λιανικών τιμών ελαιολάδου, η οποία προέρχεται κυρίως από την άγνοια του κοινού για το προϊόν.

Μεγάλη διάδοση έχει η χρήση προϊόντων που παρασκευάζονται με βάση το ελαιόλαδο, όπως καλλυντικά και σαπούνια. Υπογραμμίζουμε την τάση των Κορεατών να υιοθετούν τη χρήση καλλυντικών που περιέχουν φυσικά συστατικά. Η Ν. Κορέα είναι μία από τις μεγαλύτερες και ταχύτερα αναπτυσσόμενες αγορές καλλυντικών, ειδικά για τα προϊόντα περιποιήσεως προσώπου. Ήδη εισάγονται καλλυντικά με βάση το ελαιόλαδο από την Ελλάδα και οι προοπτικές είναι θετικές για την αύξηση των εξαγωγών μας.

Οι προοπτικές του ελληνικού ελαιολάδου.


Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει το ελληνικό ελαιόλαδο είναι η υψηλή τιμή του σε σύγκριση με τον ανταγωνισμό. Το πρόβλημα αυτό γίνεται εντονότερο επειδή ο μεγαλύτερος όγκος των εισαγωγών γίνεται χύδην και το προϊόν στη συνέχεια συσκευάζεται επιτοπίως. Όπως είναι φυσικό, στις χύδην εισαγωγές ιδιαίτερη σημασία έχει η τιμή.

Βέβαια, το ελληνικό ελαιόλαδο είναι πολύ υψηλής ποιότητας και μάλιστα οι ίδιοι οι ανταγωνιστές μας το εισάγουν και το αναμειγνύουν με τα δικά τους προϊόντα. Όμως, για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε την ποιοτική μας υπεροχή, πρέπει να είναι γνωστή στο καταναλωτικό κοινό. Πράγμα που δυστυχώς δεν συμβαίνει, καθώς οι Κορεάτες καταναλωτές έχουν ταυτίσει την μεσογειακή διατροφή και το ελαιόλαδο με την Ιταλία, ενώ τα τελευταία χρόνια στην αγορά έχουν κυριαρχήσει οι ισπανικές επιχειρήσεις. Άλλωστε, το κορεατικό καταναλωτικό κοινό δεν είναι ακόμη "μυημένο" στην επιλογή του ποιοτικότερου ελαιολάδου.

Να σημειωθεί ότι συχνά τα ελληνικά εμφιαλωμένα ελαιόλαδα διατίθενται σε πολύ υψηλή τιμή, η οποία όμως δεν δικαιολογείται από την ύπαρξη στη συγκεκριμένη αγορά κάποιας διαδεδομένης φήμης για την όντως υψηλή ποιότητά του, καθώς ουσιαστικά είναι άγνωστο.

Η Ελλάδα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην προώθηση του επώνυμου συσκευασμένου ελαιολάδου, μέσα από μια περιφερειακή προσέγγιση, στην οποία να εντάσσεται η ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Ασίας, τόσο σε επίπεδο χώρας όσο και σε επίπεδο επιχείρησης.

Οι ανταγωνιστές μας (κυρίως Ισπανία, Ιταλία και Τουρκία) έχουν εδώ και χρόνια δραστηριοποιηθεί έντονα στην προώθηση του ελαιολάδου τους στη Ν. Κορέα. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι ανταγωνίστριες χώρες συμμετέχουν ανελλιπώς σε 2 μεγάλες διεθνείς εκθέσεις τροφίμων και διοργανώνουν σε τακτική βάση ημερίδες, γευσιγνωσίες και εκδηλώσεις σε ξενοδοχεία ή αλυσίδες supermarkets, σε συνδυασμό με την προβολή της εθνικής τους κουζίνας και του τουρισμού. Σε όλες τις εκδηλώσεις αυτές διανέμουν έντυπο ή οπτικοακουστικό υλικό.

Διαφήμιση του ελαιολάδου δεν έχει νόημα, καθώς είναι εξαιρετικά δαπανηρή, ενώ σε μια χώρα σαν την Κορέα, απαιτείται κυρίως η προβολή του προϊόντος γενικά, με αποτέλεσμα τα οφέλη να μην τα καρπώνεται μόνο ο άμεσα διαφημιζόμενος, αλλά και οι ανταγωνιστές του. Για το λόγο αυτό η χώρα μας πρέπει στο πλαίσιο του Παγκοσμίου Οργανισμού Ελαιολάδου, σε συνεργασία και με τα λοιπά μέλη του, να επιδιώξει την υιοθέτηση ενός προγράμματος προβολής της χρήσης ελαιολάδου στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Ασίας. Ιδιαίτερη σημασία για την αύξηση της κατανάλωσης του προϊόντος έχει η εισαγωγή του προϊόντος στις τοπικές κουζίνες, πράγμα βέβαια που δεν μπορεί να αναλάβει μεμονωμένη χώρα, για τους λόγους που αναφέραμε παραπάνω.

Πηγή: Γραφείο Ο.Ε.Υ. Σεούλ

Ακολουθήστε το Agrocapital.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι τις ειδήσεις